του Γιώργου Ρωμαίου

Μόνο εορτασμούς δεν εμπνέει στους πολίτες η 40ή επέτειος από την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Δεν νομίζω όταν στις 24 Ιουλίου 1974 οι Έλληνες πανηγύριζαν την απαλλαγή από την εφτάχρονη δικτατορία υπήρχε έστω και ένας -ούτε βέβαια πολιτικός, δημοσιογράφος, πολιτικός αναλυτής- να προέβλεπε ότι μετά 38 χρόνια Δημοκρατίας και πολιτικής σταθερότητας η χώρα θα έφθανε στο χείλος της χρεοκοπίας και θα έθετε την εθνική κυριαρχία υπό την τρόικα για να εξασφαλίσει τα δάνεια της «σωτηρίας»!

Γιώργος Ρωμαίος

Το βαθύ ρήγμα που προκάλεσαν στην κοινωνία τα βάρβαρα μέτρα της λιτότητας είχε ως συνέπεια την απαξίωση των πολιτικών, τη διάλυση του δικομματισμού σε κομμάτια και θρύψαλα και την εδραίωση ενός κλίματος πολιτικής αβεβαιότητας. Η κρίση, πλέον, είναι οικονομική και πολιτική.

Δυστυχώς δεν έχει γίνει κάποια σοβαρή έρευνα για να καταγραφούν όλα τα αίτια της οικονομικής κρίσης, τα οποία θα βοηθούσαν στην κατανομή των ευθυνών και θα αποτελούσαν τη βάση για τη συγκρότηση μιας εθνικής πολιτικής όχι μόνο για την έξοδο από την κρίση, αλλά και την αποτροπή επανάληψης των λαθών του παρελθόντος.

Η εικόνα που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία είναι ότι η βασική αιτία είναι ο υπέρογκος εξωτερικός δανεισμός και το δημοσιονομικό έλλειμμα και οι υπεύθυνοι είναι τα δύο κόμματα,που κυβέρνησαν από το 1974 μέχρι και  την κρίση. Για το χρέος και το έλλειμμα Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ αλληλοκατηγορούνται σε μια προσπάθεια να ρίξει το ένα κόμμα τις ευθύνες στο άλλο. Τα στοιχεία, όμως,της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ε.Ε. (EUROSTAT)  είναι σαφή και δεν επιδέχονται παρερμηνειών. Από το 1974 μέχρι το 1981 καταγράφηκε σχετικά μικρή αύξηση του χρέους, από 400 εκατομμύρια ευρώ στα 2,2 δις.

Στην οκταετία του ΠΑΣΟΚ,1981-1989,το χρέος εκτινάσσεται από τα 2,2 δις ευρώ στα 23 δις και φθάνει στο 64,2% του ΑΕΠ. Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης από 35% του ΑΕΠ έφτασαν στο 45%. Μεγάλο ποσοστό αφορούσαν την εξυπηρέτηση του χρέους. Από το 1987 οι τόκοι αυξήθηκαν μέσα σε ένα χρόνο κατά 2,3% του ΑΕΠ. Αναμφισβήτητα ήταν μεγάλη η αύξηση του δημόσιου χρέους, αλλά είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου όφειλε να αποκαταστήσει τις κοινωνικές αδικίες του παρελθόντος,στις αμοιβές και τις συντάξεις και να εφαρμόσει ένα σύστημα υγείας για όλους τους Έλληνες (το ΕΣΥ), το οποίο είχε υψηλό κόστος. Αυτά στα οκτώ χρόνια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.

Στα τέσσερα χρόνια της κυβέρνησης της Ν.Δ. και της Οικουμενικής,1989-1993, το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε από τα 23 δις στα 69 δις Ευρώ και από 64,2% στο 98,3% του ΑΕΠ.Στα οκτώ χρόνια το ΠΑΣΟΚ αυξήθηκε κατά 37,7% του ΑΕΠ και στα τέσσερα χρόνια της Ν.Δ. κατά 34,1%!

Στη δεύτερη περίοδο του ΠΑΣΟΚ (1993-2004) με πρωθυπουργούς τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη αρχίζει η περίοδος σύγκλισης με δημοσιονομική προσαρμογή στους όρους του Μάστριχτ για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Τον πρώτο χρόνο, λόγω των αυξημένων επιτοκίων,πληρώσαμε τους υψηλότερους τόκους της Μεταπολίτευσης. Έφτασαν στα 9,8 δις Ευρώ ενώ το χρέος ήταν μόνο 80 δις. Η δημοσιονομική εξυγίανση και η αύξηση της ανάπτυξης στο 5,9% το 2003 είχαν ως συνέπεια το χρέος από 98,2%,που κληροδότησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη,να περιορισθεί, τον Δεκέμβριο 2003, έστω και κατά μικρό ποσοστό στο 97,4%.

Στο ίδιο διάστημα οι ετήσιοι τόκοι μειώνονται από 9,8 σε 8,6 δις ευρώ. Το ΑΕΠ έχει υπερδιπλασιασθεί. Να σημειωθεί ότι στο διάστημα αυτό είχαν σημειωθεί δύο εκλογικές αναμετρήσεις, αυξημένες δαπάνες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυξάνονται οι κοινωνικές δαπάνες από 12 δις σε 27,5 δις,αυξάνονται οι συντάξεις και καθιερώνεται το ΕΚΑΣ και παράλληλα αρχίζει η εφαρμογή μεγάλου επενδυτικού προγράμματος. Δεν είναι στα θετικά της πολιτικής εκείνης της περιόδου η περιπέτεια του Χρηματιστηρίου και η ανεξέλεγκτη χορήγηση δανείων από τις Τράπεζες σε επιχειρήσεις και ιδιώτες για σπίτια, αυτοκίνητα, διακοπές και γιορτές! Αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πλασματική ευημερία σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας και ένα υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων, που έχουν προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα στις Τράπεζες και αδυναμία χρηματοδότησης της οικονομίας.

Γεγονός είναι ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρέλαβε το 2004 μια διαχειρίσιμη δημοσιονομική κατάσταση: Δημόσιο χρέος 97,4%,έλλειμμα 5,7% και ανάπτυξη 5,9%. Αντί να συνεχίσει τη δημοσιονομική εξυγίανση η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή επέλεξε τον πολιτικό δονκιχοτισμό. Προέβη στην περίφημη απογραφή για να «αποδείξει» ότι η Ελλάδα μπήκε στην ΟΝΕ με «δημιουργική λογιστική». Δηλαδή το έλλειμμα ήταν μεγαλύτερο από το δηλωθέν γιατί δεν είχε εντάξει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό τις αμυντικές δαπάνες. Ήταν σωστή η μη αναγραφή, όπως έγινε δεκτό και από τις κοινοτικές υπηρεσίες, διότι τα ποσά, που αναφέρονταν στην «απογραφή Αλογοσκούφη», δεν αφορούσαν πληρωμές,αλλά δεσμεύσεις. Το πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας ήταν σοβαρό και θα επιβαρύνει το κλίμα όταν φθάσουμε στην κρίση του 2010. Το «Greek statistics» θα χρησιμοποιηθεί για τη συνεχή δυσφήμιση της χώρας στη διάρκεια της κρίσης.

Υπό το βάρος της άφρονος και σπάταλης πολιτικής με τις χιλιάδες προσλήψεις και τη διόγκωση του χρέους,το μεγάλο έλλειμμα και την αρνητική ανάπτυξη ο Κ. Καραμανλής προκηρύσσει τον Σεπτέμβριο του 2009 πρόωρες εκλογές με τη βεβαιότητα ότι θα μεταβιβάσει την «καυτή πατάτα» στον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος από αφέλεια ή άγνοια ή και από τα δύο,απέσπασε την εκλογική νίκη με την περίφημη διακήρυξη «λεφτά υπάρχου»… Και όταν «άνοιξε το ταμείο» βρήκε δημόσιο χρέος 299 δις ( 129,7% του ΑΕΠ από 97% το 2003), έλλειμμα 15,6% και αρνητική ανάπτυξη (ύφεση) -3,1%.

Η Ν.Δ. θα αμφισβητήσει το ύψος του ελλείμματος και θα καταγγείλει την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για παραποίηση στοιχείων για να δικαιολογήσει την προσφυγή στην τρόικα. Το ποσοστό αυτό του ελλείμματος θα πιστοποιήσει και η EUROSTAT. Το θέμα παραμένει ανοικτό με απειλές για Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής και δικαστική έρευνα μετά από μήνυση μιας κυρίας, μέλους του Δ.Σ. της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, της Ζωής Γεωργαντά, η οποία παραιτήθηκε και εντάχθηκε στο κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων!

Απολογισμός της Μεταπολίτευσης

Αυτή είναι η εικόνα των δημοσιονομικών της Μεταπολίτευσης με συνέπεια η Ελλάδα να βρεθεί σε απόλυτη αδυναμία να αντιμετωπίσει από μόνη της, το 2008, την κρίση που άρχισε από τις ΗΠΑ και γρήγορα έφθασε στην Ευρώπη. Δεν είναι βέβαια πλήρης η εικόνα, διότι δεν έχει γίνει έρευνα και καταγραφή που πήγαν όλα αυτά τα δισεκατομμύρια Ευρώ των δανείων και ποιοι συνέπραξαν στον υπερδανεισμό. Όσο και αν σήμερα, δικαιολογημένα, εστιάζεται η κριτική και η απαξίωση της Μεταπολίτευσης στις δραματικές συνέπειες στην Κοινωνία από τα Μνημόνια,που απέτρεψαν τη χρεοκοπία,τόσο,αδικαιολόγητα, θα αγνοήσουμε τα θετικά αποτυπώματα της Μεταπολίτευσης.

Θα επικαλεστώ ένα εύστοχο και αντικειμενικό σχόλιο του Δημοσθένη Κούρτοβικ (ΤΑ ΝΕΑ,19-20/7/14). Γράφει: «Είναι αναμφισβήτητο ότι ποτέ πριν η Ελλάδα δεν έζησε μια τόσο μακρά περίοδο ειρήνης,ελευθερίας του λόγου και δημοκρατικής διακυβέρνησης.Ποτέ πριν δεν γνώρισε έναν τόσο εκτεταμένο θεσμικό εκσυγχρονισμό,χάρη κυρίως στην ένταξη της σε αυτό που ονομάζεται σήμερα Ευρωπαϊκή Ενωση.Και ποτέ το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων δεν ήταν τόσο ψηλά στην παγκόσμια κατάταξη (ακόμη και τώρα, μέσα στην Κρίση) μολονότι ξέρουμε όχι μόνο πως επιτεύχθηκε αυτό αλλά και πως μεταφράστηκε με τους όρους της συλλογικής εμπειρίας:ως καταναλωτική αμετρία μάλλον παρά ως καλύτερη ποιότητα ζωής».

«Στάσιμα» τα Κόμματα

Τα κόμματα, όμως, έχασαν τη μεγάλη ευκαιρία να εκσυγχρονισθούν. Ήταν η μοναδική περίοδος-και η τελευταία;-στη μακρόχρονη περιπέτεια του κοινοβουλευτισμού. Ήταν η μόνη περίοδος, κατά την οποία κυβέρνησαν δύο κόμματα, χωρίς τις άμεσες παρεμβάσεις των Ανακτόρων, του Στρατού και των ξένων, Άγγλων και Αμερικανών. Είχαν και χρόνο και δύναμη για να εδραιώσουν την εσωκομματική δημοκρατία στη βάση σταθερών αρχών και να εκσυγχρονίσουν το κράτος κόβοντας τον κομματικό ομφάλιο λώρο. Αυτός θα ήταν ο Μεγάλος Εκσυγχρονισμός, ο οποίος μετάλλαζε την Κοινωνία Πελατών σε Κοινωνία Πολιτών.

Με την έναρξη της Μεταπολίτευσης και την επιστροφή στο κοινοβουλευτισμό, μετά τη πτώση της Χούντας το 1974, ο κομματικός χάρτης της χώρας υπέστη ριζική μεταμόρφωση. Νέα κόμματα δημιουργήθηκαν –η Νέα Δημοκρατία ως μετάλλαξη της ΕΡΕ με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το ΠΑΣΟΚ, ένα νέο κόμμα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου με ορισμένα στελέχη της Ένωσης Κέντρου, ενώ παλαιότερα κόμματα ανασυστάθηκαν ή νομιμοποιήθηκαν (Ένωση Κέντρου και ΚΚΕ αντίστοιχα).

Κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο εκλογών της Μεταπολίτευσης, το 1974 και το 1977, άρχισαν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εδραίωση του δικομματισμού που κυριάρχησε έως και τις εκλογές του 2009. Στις εκλογές του 1981, ο δικομματισμός εδραιώθηκε πλήρως, ταυτόχρονα με την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, όπου το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε σε πρώτο κόμμα -και όπως επρόκειτο να αποδειχθεί- σε κυρίαρχο παίκτη της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Η περίοδος αυτή, γνωστή και ως Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, επέφερε σαφείς και δομικές αλλαγές στα κόμματα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταπολιτευτικής πενταετίας, οι πρωταγωνιστές του διαμορφωμένου δικομματισμού, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, μετεξελίχθηκαν σε μαζικά, πολυσυλλεκτικά κόμματα. Παράλληλα, τα δύο αυτά κόμματα προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν την εσωτερική τους δομή, επιχειρώντας μια πολυεπίπεδη – οριζόντια και κάθετη – οργανωτική διαδικασία. Τοπικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν σε ολόκληρη την επικράτεια, ενώ συγκροτήθηκαν διακριτά κομματικά όργανα με βάση τα καταστατικά του κάθε κόμματος.

Ωστόσο, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί αργότερα, και κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010, τα δύο αυτά κόμματα απέτυχαν ως επί το πλείστον να εκσυγχρονίσουν τόσο την οργανωτική τους δομή, όσο και τον τρόπο με τον οποίο ερμήνευαν και εφάρμοζαν την κυβερνητική διαχείριση. Χαρακτηριστικά, αναφέρω:

Οργανωτική ανεπάρκεια: Αν και δημιουργήθηκαν διάφορα κομματικά όργανα, τα οποία, σύμφωνα με τα καταστατικά των κομμάτων, είχαν την ευθύνη για την γενικότερη λειτουργία των κομμάτων, αυτά παρέμειναν σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένα από τις κυρίαρχες μορφές των αρχηγών τους. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν στεγανά ανάμεσα στην κομματική ηγεσία και τη κομματική βάση και οι όποιες πολιτικές και ιδεολογικές μεταλλάξεις των κομμάτων να καθορίζονται αποκλειστικά από την εκάστοτε κομματική ηγεσία. Αυτή η οργανωτική και κατά συνέπεια πολιτική και ιδεολογική αυτονόμηση των εκάστοτε κομματικών ηγεσιών, επρόκειτο να έχει σημαντική επίδραση στη σταδιακή μείωση της εκλογικής απήχησης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Κρατικοποίηση των κομμάτων: Η εκλογική και κατά συνέπεια πολιτική κυριαρχία, πρώτα της ΝΔ στην αρχή της Μεταπολίτευσης, και μετά του ΠΑΣΟΚ, για το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης μεταπολιτευτικής περιόδου, κατέστησε τους δύο αυτούς κομματικούς πυλώνες του δικομματισμού αποκλειστικούς διαχειριστές της διακυβέρνησης. Αυτή η σχεδόν ηγεμονική κυριαρχία, έφερε αρχικά την κομματικοποίηση του κράτους, όπου τα δύο κόμματα χρησιμοποίησαν το κράτος ως μηχανισμό διατήρησης και αύξησης των «κομματικών στρατών» τους.

Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ επρόκειτο, σύντομα, να καταστούν τα ίδια, θύματα αυτής της τακτικής. Σταδιακά, η κομματικοποίηση του κράτους άρχισε να μετεξελίσσεται και σε κρατικοποίηση των κομμάτων. Κι αυτό γιατί η προσπάθεια για διακυβέρνηση κατέστη δευτέρα φύσις των δύο κομμάτων, ένας αυτοσκοπός που όλο και περισσότερο μεταμορφωνόταν σε μοναδικό λόγο ύπαρξής τους.

Από τη δεκαετία του 1990, τα κόμματα είχαν πια μετεξελιχθεί από φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης και διεκδίκησης της διακυβέρνησης, σε αποκλειστικά και μόνο οχήματα εκλογικής επικράτησης και κατάληψης της εξουσίας. Όλες οι κρίσιμες επιλογές, αποκλειστικά πλέον στην κορυφή των κομμάτων, γινόταν με γνώμονα την κατάληψη της εξουσίας. Ο πιο επιθυμητός νέος αρχηγός δεν ήταν εκείνος που θα μπορούσε να οργανώσει και να εξυγιάνει και να ανανεώσει, πολιτικά και ιδεολογικά το κόμμα, αλλά ο «καταλληλότερος» για να το επαναφέρει στον αυτοσκοπό, δηλαδή στην εξουσία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να ερμηνευθούν οι αλλαγές ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ μετά το θάνατο του ιδρυτή του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο αυτοσκοπός της εξουσίας ενίσχυσε και ένα άλλο φαινόμενο, την «οικογενειοκρατία» στην κομματική κορυφή. Τόσο η ΝΔ το 1997, όπως και το ΠΑΣΟΚ το 2004, στράφηκαν σε δύο γνώριμα ονόματα προκειμένου να αυξήσουν, στις αντίστοιχες περιόδους, τις πιθανότητες ανάκτησης της εξουσίας. Στην πρώτη περίπτωση, ο ανιψιός του ιδρυτή της ΝΔ, Κώστας Καραμανλής προωθήθηκε στην ηγεσία του κόμματος μετά από καθοριστική παρέμβαση των παλαιών υψηλόβαθμων στελεχών, μετά την εκλογική ήττα του 1996. Στη δεύτερη περίπτωση, ο γιος του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, «κλήθηκε να αναλάβει τις ευθύνη» ενόψει μιας εκλογικής αναμέτρησης στην οποία αναμενόταν συντριβή για το κόμμα. Η διαδοχή ήταν παρασκηνιακή, με «δαχτυλίδι», και επικυρώθηκε από μια διαδικασία ανοιχτής εκλογής χωρίς όμως αντίπαλο υποψήφιο.

Ο φόβος του «πολιτικού κόστους»: Η μεταμόρφωση των κομμάτων του δικομματισμού αποκλειστικά σε οχήματα κατάκτησης της εξουσίας και η διαμόρφωση των εσωτερικών του δομών υπό αυτό και μόνο το πρίσμα (δηλαδή όπως προανέφερα, η υποβάθμιση των κομματικών οργάνων, η αυτονόμηση της κομματικής ηγεσίας από τη βάση και η ολοένα αυξανόμενη κρατικοποίηση των κομμάτων) οδηγούσαν σταδιακά σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο, το οποίο, όμως, τα δύο κόμματα, ή μάλλον οι ηγεσίες τους, αδυνατούσαν να προβλέψουν, καθώς βρίσκονταν αυτό-εγκλωβισμένες ανάμεσα στις υποσχέσεις τους για εκλογική επιτυχία και στις προσδοκίες των «κομματικών στρατών».

Εντός αυτού του πλαισίου, τα δύο κυρίαρχα κόμματα της Μεταπολίτευσης βρέθηκαν αντιμέτωπα με το «πολιτικό κόστος», που δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά την αδυναμία τους να υπερβούν αυτές τις υποσχέσεις και προσδοκίες και να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που τόσο χρειαζόταν και χρειάζεται η χώρα και ιδιαίτερα ο δημόσιος τομέας και δημόσια διοίκηση.

Σημαντική εδώ η επισήμανση του Παναγιώτη Κονδύλη, στο βιβλίο του «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού», σχετικά με τις αδυναμίες του μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος, όπου αναφέρεται σε μια δημοκρατία «με πολύ μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα από πριν, αλλά ταυτόχρονα ανίκανη να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις που της κληροδότησε η προηγούμενη κατάσταση», συμπληρώνοντας πως «καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος κατάντησε να αποτελεί το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου».

Μερικά συμπεράσματα για τη σημερινή κρίση

Η έκρηξη της κρίσης των τελευταίων δύο ετών πρόκειται, ουσιαστικά, για το βαθύτερο αποτέλεσμα της αποτυχίας των ελληνικών κομμάτων να υπερβούν τις αδυναμίες τους και αντιμετωπίσουν με αποφασιστικότητα τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κοινοβουλευτισμού.

Όπως πολύ εύστοχα έγραψε ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης σε πρόσφατο άρθρο του στα Νέα, με τίτλο «Από την οργή στην περισυλλογή», «η δομική προδιάθεση στη χρεοκοπία ήταν εγγενής στο ‘μεταπολιτευτικό δημοκρατικό μοντέλο’ και ενεργοποιήθηκε πρωτίστως από την πελατειακή χρήση του κράτους εκ μέρους των δύο κομμάτων εξουσίας και δευτερευόντως από την πλειοδοσία της Αριστεράς, που μεταλλάχθηκε βαθμιαία από από την Αριστερά των θυσιών της πρώτης Μεταπολίτευσης στην Αριστερά των επιδομάτων και της δημοσιοϋπαλληλίας».

Αναφέρθηκα στην μεταπολιτευτική αποτυχία των κομμάτων. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια αποτυχία πολλαπλή, σε αλληλοεξαρτώμενα πεδία. Πρώτα από όλα στο πολιτικό πεδίο. Τριάντα χρόνια μετά την επίσημη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (1.1.81), αλλά και νωρίτερα, από όταν ξεκίνησε η ευρωπαϊκή επιλογή της χώρας, τα πολιτικά κόμματα της χώρας ξόδεψαν τις αλλεπάλληλες ευκαιρίες που είχαν ώστε να μετατραπεί η ευρωπαϊκή είσοδος της χώρας σε μεταρρυθμιστικό μοχλό στο εσωτερικό. Η συντριπτική ευθύνη ανήκει βεβαίως στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, που εξέθρεψαν στο μέγιστο βαθμό ένα πολυδαίδαλο πελατειακό σύστημα που μεταμορφώθηκε από νωρίς σε ένα είδος κυματοθραύστη απέναντι σε κάθε προσπάθεια διοικητικής, πολιτικής και οικονομικής μεταρρύθμισης. Υπάρχει ωστόσο ευθύνη στο σύνολο των πολιτικών κομμάτων και κυρίως στη διασπασμένη Αριστερά, που με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν μπόρεσε να βρει ένα σαφές ευρωπαϊκό στίγμα.

Στο κοινωνικό πεδίο, η ελληνική κοινωνία δεν «ενημερώθηκε» ποτέ, ούτε και «αποδέχθηκε» πραγματικά τις προκλήσεις, αλλά και τις δυσκολίες και τις προσπάθειες που απαιτούνταν, πρώτα για την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και έπειτα για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, απαραίτητα ζητούμενα ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να εκπληρώσει επαρκώς την ευρωπαϊκή της στρατηγική επιλογή.

Στο οικονομικό, τέλος, πεδίο, οι χρόνιες αδυναμίες επιδεινώθηκαν περαιτέρω με μια υπερδιόγκωση των δημοσίων δαπανών και του δημοσίου τομέα τη δεκαετία του ’80, η οποία συμπληρώθηκε με έναν υπέρμετρο ιδιωτικό καταναλωτισμό από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Το συμπέρασμα που μπορεί κανείς να εξάγει από τις κρίσιμες αυτές παρατηρήσεις είναι πως η βαθειά σημερινή οικονομική και πολιτική κρίση αποτελεί τη λογική συνέπεια των ελληνικών αποτυχιών σε αυτά τα τρία πεδία και πως ο συνεχής υπερδανεισμός (εξωτερικός και εσωτερικός) της κρατικής μηχανής έχει καταστήσει εδώ και καιρό την ελληνική οικονομία πλήρως εξαρτημένη και καθόλου αυτόνομη. Η τριπλή αυτή αποτυχία, στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πεδίο έγινε ιδιαίτερα εμφανής, θα έλεγα ότι έφτασε στο αποκορύφωμά της, τα τελευταία δυο χρόνια. Ενώ η χώρα είχε ως ξεκάθαρο στόχο μπροστά της την αποφυγή μιας καταστροφικής χρεοκοπίας μέσω σκληρών αλλά αναγκαίων συνολικών αλλαγών, η συναίνεση που απαιτούνταν προς όφελος του εθνικού συμφέροντος απουσίασε ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις.

Και το Επιμύθιο…

Σήμερα,σαράντα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση και εδραίωση της Δημοκρατίας και ενώ κάποιες αχτίδες ελπίδας φωτίζουν το τούνελ της κρίσης τα κόμματα, παλαιά και νέα, και αυτά που κυβέρνησαν και εκείνα που διεκδικούν την εξουσία, έχουν αποδείξει ότι δεν έχουν «θεραπευθεί» από την παθογένεια,που έχει τις ρίζες της στην εποχή του κοτζαμαπασιμού… Ο διχαστικός «μνημονιακός» και «αντιμνημονιακός λόγος», ρηχός και συχνά χυδαίος, με στείρα κριτική και χωρίς προτάσεις και αντιπροτάσεις, δυναμιτίζει τις κυβερνητικές συνεργασίες και υπονομεύει την πολιτική σταθερότητα, με δεδομένο ότι τα επόμενα χρόνια είναι δεν είναι ορατή μια αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Αργά ή γρήγορα τα Μνημόνια και η τρόικα θα αποτελούν παρελθόν. Η χρεοκοπία θα έχει αποτραπεί και η χώρα θα παραμείνει σταθερά στην Ευρωζώνη. Όταν έλθει εκείνη η ώρα ας μη πανηγυρίσουμε! Όχι μόνο διότι το κοινωνικό κόστος ήταν δυσανάλογο,αλλά διότι για την κρίση έχουν ευθύνη οι κυβερνήσεις του δικομματισμού και όχι μόνο και για την έξοδο από την κρίση γίναμε υποτελείς της τρόικας…

Η ανασυγκρότηση της οικονομίας και η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής θα είναι αποκλειστική ευθύνη δική μας, πρωτίστως των κομμάτων και όχι μόνο. Ποιες ελπίδες μπορούν να εμπνεύσουν τα σημερινά κόμματα, όχι μόνο λόγω του κατακερματισμού, αλλά κυρίως λόγω  της αγκύλωσης του στο «στενό κομματικό συμφέρον». Μέχρι σήμερα δεν έχει καταγραφεί έστω και ένα σημείο σύγκλισης! Ακόμη και η αναγκαστική τριμερής κυβέρνηση υπέστη το πρώτο ρήγμα με την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, όχι για Μνημόνια αλλά για την ΕΡΤ – άφησε, όμως, τα 30 και πλέον στελέχη που κατέλαβαν κρατικά αξιώματα με βάση τη διανομή 4-2-1! Οι δύο άλλοι εταίροι, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ άρχισαν να προτάσσουν το κομματικό συμφέρον και είναι αβέβαιο αν μπορούν να συνυπάρξουν μετά την αποχώρηση της τρόικας και με την προοπτική των εκλογών…

gromaios@otenet.gr

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του τετράτομου έργου «Η Περιπέτεια του Κοινβουλευτισμού 1844-2009» ,«Η Ελλάδα των Δανείων και των Χρεοκοπιών» ,«Από τον ανήλικο Οθωνα στην καγκελάριο Μέρκελ-180 χρόνια οι Γερμανοί στην Ελλάδα» και «Η Ευρώπη και η Ελλάδα-από την Κρίση στην Ελπίδα»:Εκδόσεις Πατάκη.

Via : tvxs.gr