του Αντώνη Λιάκου

Δεν θα περίμενε κανείς από ένα κόμμα το οποίο έχει διαγράψει μια δυναμική πορεία, που το φέρνει με αξιώσεις στα πρόθυρα διακυβέρνησης, να κυκλοφορεί πρόγραμμα πολιτισμού που θυμίζει ΠαΣοΚ δεκαετίας ’80. Βέβαια η «βίαιη ωρίμανση» δεν συντελείται ταυτόχρονα παντού, και εκτός από τα άγουρα υπάρχουν και τα μπαγιάτικα. Βέβαια σ’ όλα τα μεγάλα κόμματα υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες. Διαπιστώνει επίσης κανείς, από την εμπειρία των προηγούμενων κυβερνήσεων, ότι η πολιτική του πολιτισμού θεωρείται κερασάκι στην τούρτα, πολυτέλεια που αφορά δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Ιδια άποψη διαπερνά βέβαια και τις κριτικές που δέχτηκε έως τώρα αυτό το πρόγραμμα. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται την έννοια πολιτισμός χωρίς εξιδανίκευση ή πέραν της σχέσης βάση – εποικοδόμημα. Αλλά ο πολιτισμός παράγει. Και όταν λέμε παράγει δεν εννοούμε την κακόηχη ανοησία περί «βιομηχανίας πολιτισμού στην Ελλάδα». Ο πολιτισμός παράγει υποκείμενα, τις σχέσεις τους με το σώμα τους, την τεχνολογία, τη θρησκεία, την οικονομία και την κοινωνία, παρεισφρέει στην ίδια την υφή τους.

Διαβάζουμε τον κόσμο γύρω μας και αρθρώνουμε λόγο γι’ αυτόν μέσα από το πολιτισμικό αλφάβητο που μάθαμε να χρησιμοποιούμε. Ο πολιτισμός με δυο λόγια δεν περιλαμβάνει απλώς ιδέες και αξίες στη σφαίρα του υψηλού, αλλά επίσης τεχνολογία και καθημερινές πρακτικές. Ο πολιτισμός της ψηφιακής εποχής είναι διαφορετικός από εκείνης του έντυπου λόγου, όπως και εκείνος διέφερε από την εποχή του χειρογράφου. Επομένως μια πολιτική του πολιτισμού στην ψηφιακή εποχή δεν μπορεί να αφορά απλώς «τέχνες και γράμματα», ούτε να διέπεται από μιαν εκ των άνω προς τα κάτω κρατική λογική. Η νέα τεχνολογία αναδιατάσσει τις κοινότητες, το εθνικό και το διεθνές, την παραγωγή, κυκλοφορία και χρήση της πληροφορίας. Πολιτισμός χωρίς συμμετοχή, συμμετοχή του πλήθους, δεν νοείται. Η πρόκληση αφορά τη δημιουργική οργάνωση του χάους. Μια πολιτική πολιτισμού πρέπει να διαπερνά το σύνολο ενός κυβερνητικού προγράμματος.

Η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μια κρίση πολιτισμού. Είναι άνθηση πολιτισμού. Αν η οικονομική κρίση είχε συνοδευτεί και από πολιτισμική κρίση, η χώρα θα ήταν νεκρή. Οποιος κοιτάξει γύρω του, αν δεν πάσχει από πρεσβυωπία, θα δει τον κόσμο να συζητάει τα μεγάλα ζητήματα από την αρχή, θέτοντας υπό κριτική αυτονόητα και βασικές έννοιες. Ενα βουλευτήριο έχει γίνει ο τόπος μας, ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή όχι και αν οι συζητήσεις ικανοποιούν τα γούστα των διανοουμένων. Ο κόσμος έχει πάρει τον λόγο. Εχει γίνει υποκείμενο του λόγου του. Πλήθος μικρές θεατρικές, μουσικές, χορευτικές, ποιητικές ομάδες και παρέες συναντιούνται και κάνουν πράγματα, μόνες τους, με λίγα μέσα. Πόσες πρωτεύουσες έχουν το βράδυ τον πλούτο εκδηλώσεων της Αθήνας; Οι άξονες του πολιτισμικού χώρου αναδιατάσσονται με την είσοδο νέων μεγάλων παικτών. Και η εμφάνιση του ναζιστικού φαινομένου στη χώρα μας, σ’ αυτή την έκταση, πολιτισμικό φαινόμενο είναι. Οχι έλλειψη, όχι απουσία πολιτισμού, αλλά προσπάθεια να δοθεί στον πολιτισμό ένα νόημα και να συνδεθεί με οικεία πράγματα, οικεία κακά. Ο πολιτισμός είναι όρος αξιακά ουδέτερος. Οι καινούργιες πολιτικές ταυτότητες θα αντλήσουν από αυτό το έδαφος. Θα είναι και αποδεκτές και απαράδεκτες, αλλά πολιτισμικά προσδιορισμένες και με πολιτισμικά υλικά φτιαγμένες. Αντί λοιπόν το πρόγραμμα πολιτισμού της Αριστεράς που φιλοδοξεί να θέσει τη χώρα σε καινούργια τροχιά να αναμετρηθεί με αυτές τις προκλήσεις, να έχει συνολική οπτική, είναι μια συρραφή από συντεχνιακά αιτήματα όπως οι 19 τοπικοί κρατικοί ραδιοσταθμοί και η ενιαία τιμή του βιβλίου! Απουσιάζουν οι μεγάλες κατευθυντήριες γραμμές, που θα αποτυπώσουν την ταυτότητά του. Χωρίς έμπνευση.

Σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα το βασικό ζήτημα θα ήταν η πρόσβαση στους πολιτισμικούς πόρους. Η ανισότητα και η ανισοκατανομή πολιτισμικών πόρων και συμβολικού κεφαλαίου παράγει και διαιωνίζει την κοινωνική ανισότητα. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και δεν έχει την πολυτέλεια μιας ελιτίστικης δόμησης της παιδείας και των πολιτισμικών δραστηριοτήτων. Η έγνοια για τον πολιτισμό πρέπει να διεισδύσει βαθιά στην εκπαίδευση, στη διά βίου μάθηση, στην επαφή με τις κοινότητες των μεταναστών, στη μεταφορά πολιτισμικών πόρων στις υποβαθμισμένες περιοχές. Καιρός να θέσει η Αριστερά το ζήτημα της πολιτισμικής δημοκρατίας ως έναν από τους βασικούς άξονες του προγράμματός της. Η πολιτική δημοκρατία είναι ανάπηρη και ανυπεράσπιστη χωρίς πολιτισμική δημοκρατία, και μάλιστα σε μια εποχή στην οποία το σώμα πάνω στο οποίο άνθησε η δημοκρατία έπαψε να είναι εθνικά και πολιτισμικά ομοιογενές.

Πώς ένα κόμμα που δεξιώνεται την Μπάτλερ, τη Σπίβακ, τον Αγκαμπεν, τον Ζίζεκ, τον Μπαλιμπάρ, που διαθέτει σοβαρούς διανοούμενους, μπορεί ταυτόχρονα να αρθρώνει παρόμοιο φοβικό πρόγραμμα; Πού αποτυπώνεται στο πρόγραμμα η κριτική θεωρία, οι επεξεργασίες της πολιτισμικής Αριστεράς; Αν το κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, πώς αντιμετωπίζονται οι βαθιές πολιτισμικές διακρίσεις που τις συνοδεύουν, η επίταση των ανισοτήτων στο συμβολικό πεδίο; Πάνω στην οικονομική στέρηση, προωθώντας μια συνωμοσιολογική και εθνοκεντρική ανάγνωση του κόσμου, βασίζεται και η ευρωσκεπτικιστική λαϊκιστική Δεξιά. Οπως η πολιτισμική Αριστερά χωρίς την κριτική των κοινωνικών ανισοτήτων γίνεται παιχνιδάκι της τεχνοκρατικής και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, έτσι και η κοινωνική Αριστερά χωρίς την κριτική της πολιτισμικής Αριστεράς κινδυνεύει να μοιάσει της εθνολαϊκιστικής Δεξιάς.

Τέλος, ένα πρόγραμμα γειωμένο στην Ελλάδα δεν μπορεί να μη συζητεί την «τυραννία της αρχαιότητας» σε βάρος της σύγχρονης δημιουργικότητας. Το κυρίαρχο πλέγμα αντιλαμβάνεται τη σχέση των Ελλήνων με την ιστορία τους ως μια μεταπρατική σχέση. Η μνήμη και οι ιστορικές κληρονομιές έχουν επισκιάσει την έννοια του πολιτισμού και τη δυναμική της σχέση με το μέλλον. Δεν αφορά αυτό την πολιτική πολιτισμού της Αριστεράς;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Via : www.tovima.gr