Το παρακάτω κείμενο αφορά στην εισήγηση του κ. Θεόφιλου Κωτσίδη / Ομάδα «Γεωστρατηγική Πολιτική Ελλάδα & Ευρώπη» και έχει υπερψηφιστεί στην Πανελλήνια Σύσκεψη ΔΙΚΤΥΟΥ Ανανεωτικής Αριστεράς – Ιούλιος 2016

Η Ελλάδα οφείλει να ασκεί ενεργό και πολυδιάστατη Εξωτερική Πολιτική.
Οφείλει να διερευνήσει και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα με χώρες και εκτός Ε.Ε. (πχ Κίνα, Ρωσία, Ινδία) αλλά και με χώρες που μας προτείνουν στρατηγική συνεργασία βάθους όπως το Ισραήλ.
Η Ελλάδα δεν έχει μεγάλη δυνατότητα να ασκήσει πολιτικές ισχύος (Οικονομικής ή Τεχνολογικής), έχει όμως Ιστορική, Πολιτισμική και Γεωγραφική ισχύ.
Η πολιτική της ήταν/είναι αποτέλεσμα μιας διαρκώς αναζητούμενης πολιτικής Ειρήνης στην περιοχή, γεγονός που την καθιστά σταθεροποιητικό παράγοντα, αφού έτσι αποκτά συμμάχους που τα συμφέροντά τους καλύπτονται από τέτοιες πολιτικές.
Είναι ουτοπικό να εκτιμούμε ότι η Εθνική Κυριαρχία, αποκτάται μέσω της ισχύος (παρά το γεγονός ότι συντηρητικοί κύκλοι, κατά καιρούς, προσπάθησαν να το εμφυσήσουν στους πολίτες).
Η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των κρατών, η επίδραση των οικονομικών-πολιτικών παραγόντων και η εμφάνιση ακραίων αντι-δημοκρατικών πολιτικών και πρακτικών, δημιουργούν συνθήκες ενός συνεχούς επαναπροσδιορισμού της διεθνούς θέσης της χώρας.
Στοιχεία όπως η Ιστορία, ο Πολιτισμός, η Τεχνολογία, η Γεωγραφία, η Οικονομία αποτελούν τομείς στους οποίους μπορεί-γενικά- να στηριχθεί η Γεωπολιτική Στρατηγική της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες.

Η αλληλεπίδραση αυτή, με μια αποδυναμωμένη από πολιτικές αξίες Ε.Ε. δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο, που εν τέλει «καταργεί» την έννοια της Εθνικής Κυριαρχίας στην πράξη, η οποία παραδίδεται στους θεσμούς και άρα σε κέντρα που δεν ελέγχονται από τους πολίτες.
Ο συμβιβασμός στην αντίληψη των πολιτών προκύπτει από την συνεχώς εντεινόμενη οικονομική και εργασιακή πίεση που τους ασκείται. Η πίεση αυτή είναι τέτοιας έντασης, που απομειώνει διαρκώς το αίσθημα της ελπίδας για το μέλλον και επιπλέον διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό, αφού καταργεί στην πράξη την αίσθηση της δικαιοσύνης, της ανεξαρτησίας και της ισότητας των Λαών.
Επιπλέον οι Εθνικισμοί (οικονομικοί και πολιτικοί), φέρνουν στο προσκήνιο, απόψεις που ενισχύουν τις αντιδράσεις και καλλιεργούν το κλίμα για την έξοδο από μία Ένωση που δεν τους προστατεύει ή σε άλλες περιπτώσεις έχει απωλέσει την ισχυρή (παλαιότερα) θέληση για μία ενιαία Ευρώπη στην βάση κοινών αρχών και αξιών.
Η Νέα Διεθνής κατάσταση, κινείται αντι-διαμετρικά από τις αξίες της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, προβάλλοντας ως Εθνικό συμφέρον, μόνο την δημοσιονομική προσαρμογή σε όλες της χώρες και απορρίπτοντας, διά της ισχύος, όλους τους ισχυρισμούς και τις προσπάθειες των Πολιτών για περισσότερη Δημοκρατία και Ελευθερία.
Το ΔΙΚΤΥΟ Ανανεωτικής Αριστεράς έχει μοναδικό προσανατολισμό, στις προτάσεις και θέσεις του, την ενδυνάμωση της Δημοκρατίας υποστηρίζοντας την δημιουργία περισσότερων και πιο άμεσων, με τους πολίτες, Δημοκρατικών θεσμών.

Οι προσανατολισμοί της Ελλάδας, πρέπει να αλλάξουν άμεσα.
Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις από την επίδραση των προβλημάτων σε περιοχές όπως τα Βαλκάνια (ΠΓΔΜ, Αλβανία, Κόσσοβο, Τουρκία), η Μέση Ανατολή (Συρία, ΙΡΑΚ, Κουρδιστάν, Παλαιστίνη), η παρα-Μεσογειακή περιοχή (Αίγυπτος, Λιβύη), και ανατολικότερα στην Ασία (Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές/Πακιστάν) και στον Καύκασο (σχέσεις Ρωσίας με Ουκρανία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν) είναι τεράστιες.

Ζητήματα που θα μπορούσαν να επιλύσουν πολλά οικονομικά προβλήματα της χώρας όπως η οριοθέτηση ΑΟΖ, η μείωση εξοπλισμών, η μείωση του αριθμού εισερχόμενων προσφύγων και μεταναστών, η μεταφορά αγωγών αερίου ή πετρελαίου, η αποφυγή διεθνούς διακίνησης ναρκωτικών κλπ, φαίνεται να αναμένουν λύσεις από τον Διεθνή παράγοντα, που προφανώς θα προσπαθήσει να υλοποιήσει πρώτα τα δικά του συμφέροντα.

Η Ελλάδα δείχνει πιστή σε ένα δόγμα παθητικής εξωτερικής πολιτικής, που υιοθετείται στην βάση της επιχειρηματολογίας της Ειρηνικής στάσης (μόνο). Συνεπώς δεν έχει δυνατότητα να αναβαθμίσει την θέση της στην Διεθνή Πολιτική σκηνή, αλλά μόνο να συμμαχεί με τις δυνάμεις που εκτιμά ότι θα κρατήσουν θετική στάση στα θέματα χρέους.
Αυτή είναι μία αδιέξοδη πολιτική και οδηγεί την χώρα στην χαμηλή κατηγορία σπουδαιότητας (με τις επιπτώσεις που συνεπάγεται αυτό για το μέλλον της), αφού λειτουργεί μόνο στην βάση της Οικονομικής ισχύος (αποδυναμωμένης έως ανύπαρκτης αυτή την χρονική περίοδο) και καταργεί τα υπόλοιπα επιχειρήματα (Γεωγραφικής, Πολιτισμικής, και Ιστορικής ισχύος).

Η αποδυνάμωση και εν τέλει υποβάθμιση, στο εσωτερικό της Ε.Ε. έχει ήδη επιτευχθεί. Οι αστικοί κύκλοι της χώρας, έχουν απόλυτο συμφέρον να ζητούν ή και να επικροτούν την επιβολή Μνημονίων, διότι έτσι ή αλλιώς, σε οποιαδήποτε κατάσταση στο μέλλον, θεωρούν (δικαιολογημένα προς το παρόν) ότι θα αποτελέσουν εκ νέου τον πυρήνα της ανάπτυξής της.

Το ΔΙΚΤΥΟ Ανανεωτικής Αριστεράς από πολύ νωρίς είχε αναλύσει την κατάσταση αυτή και πρότεινε Σχέδιο Εξόδου από την κρίση, που δεν θεωρεί ότι ήταν/είναι αμιγώς οικονομική, αλλά κυρίως και βαθύτατα πολιτική.

Παρά τους απόλυτα λανθασμένους χειρισμούς των κυβερνήσεων, η χώρα παραμένει να έχει σημαντικές δυνατότητες ανάκαμψης, που επιβάλλεται να μην λειτουργούν στην βάση της οικονομικής δυσχέρειας/αδυναμίας.
Προ απαιτούμενα για την ισχυροποίηση της χώρας, που θα την απαλλάξει από πολλά άλλα προβλήματα στο μέλλον είναι:
1.  η επάρκεια θεωρητικής/στρατηγικής και θεσμικής προετοιμασίας,
2.  ο εντοπισμός στρατηγικών Εθνικών στόχων,
3.  η απαιτούμενη ακολουθία των κυβερνήσεων σε ένα 10ετές Εθνικό Σχέδιο δράσης που θα περιλαμβάνει τόσο την περιφερειακή όσο και την παγκόσμια διάσταση.

Για σημαντικά ζητήματα αναζητούνται στρατηγικές κατευθύνσεις και νέες πρακτικές προσέγγισής τους.
Τα θέματα της Κύπρου, του Αιγαίου, της Π.Γ.Δ.Μ., των Μειονοτήτων στην Θράκη και φυσικά οι σχέσεις μας με την Ε.Ε. κρίνουμε ότι είναι τα σημαντικότερα.

Κύπρος
Μετά από 42 έτη ενεργειών και προσπαθειών για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, αποδεικνύεται ότι οι στρατηγικές που εφαρμόστηκαν κατάφεραν να δημιουργήσουν μεν τετελεσμένα αποφάσεων που σκοπό και στόχο είχαν μόνον την αμυντική θεσμική θωράκιση της Κύπρου (αποφάσεις ΟΗΕ, συμφωνίες βήμα προς βήμα προσέγγισης κλπ), αλλά παγιοποίησαν την διχοτόμηση και κατά περιόδους έδωσαν πολιτικό και εδαφικό πλεονέκτημα στην Τουρκία.
Η αλλαγή στρατηγικής είναι επιβεβλημένη.
Η Ελλάδα απαιτείται να διαχωρίσει την Εθνική της προσέγγιση από αυτήν της Κύπρου και να δημιουργήσει περιβάλλον στρατηγικών συμμαχιών, γι αυτό το θέμα, που θα πιέζουν την Τουρκία να αποχωρίσει και αυτή από την σύγκρουση.
Η χρονική περίοδος που διανύουμε βρίσκει την Τουρκία, αποδυναμωμένη από πολιτικά επιχειρήματα, αφού ακόμη και οι Τουρκοκύπριοι σφόδρα επιθυμούν την επανένωση της Κύπρου. Το έπραξαν δε με πολιτικό τρόπο 2 φορές την τελευταία δεκαετία, φέρνοντας στην εξουσία τους Ταλάτ και Ακιντζί.
Αυτή η στρατηγική θα πρέπει να συνδυαστεί με την ισχυρές διακρατικές συμμαχίες/συμφωνίες για την Ελληνική ΑΟΖ που ταυτίζεται με αυτήν της Κύπρου.
Η «δυναμική» της νέας τάξης πραγμάτων που προσπαθεί να επιβάλλει ο Ερντογάν, βασιζόμενος στο πραξικόπημα δεν θα διαρκέσει για πολύ.
Αιγαίο & ΑΟΖ
Σε συνέχεια του ζητήματος της Κύπρου η θέσπιση Ελληνικής ΑΟΖ έχει μεγάλη σημασία για το σύνολο της Ε.Ε. αλλά και για την Τουρκία. Η παθητική στάση δεν προσφέρει δυνατότητες κινήσεων και καταργεί στην πράξη και επί της ουσίας το γεωστρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας.
Η επιθετική στρατηγική θέσπισης ΑΟΖ, μπορεί να φέρνει συγκρούσεις (συνήθως πολιτικές) αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα το πλαίσιο συμφωνιών, αφού όσοι έχουν αντιρρήσεις αναγκάζονται εκ των συνθηκών να ενεργήσουν και άρα να συμφωνήσουν.
Σύμμαχος σε αυτή την προσέγγιση είναι το γεγονός ότι τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, μπορούν να είναι και όρια της ΑΟΖ, βάση των χαρτών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναγνωρίζουν, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, δικαίωμα ΑΟΖ σε όλα τα ελληνικά νησιά. Ακόμη και αναζήτηση συμμαχίας της Τουρκίας με την Αίγυπτο, δηλώνει ξεκάθαρα ότι η αναγνώριση χώρου ΑΟΖ του Καστελόριζου, θα διαμορφώσει εντελώς διαφορετικά δεδομένα στην περιοχή.
Συνεπώς το ζήτημα του Αιγαίου, θα «ξεπεραστεί» από την οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ, που θα συμπεριλαμβάνει το Καστελόριζο και την Γαύδο.
Π.Γ.Δ.Μ.
Αποδείχθηκε, για μια ακόμη φορά, ότι η ανεπάρκεια πολιτικού προσωπικού από το 1992 (Μητσοτάκης-Σαμαράς) έως και σήμερα (δηλώσεις Μουζάλα). Αντί για την τοποθέτηση του θέματος στην βάση της Οικονομικής, Ιστορικής και Πολιτισμικής ισχύος της Ελλάδας, προτείνονται λαϊκισμοί για εσωτερική κατανάλωση.
Η χώρα επαναπαύθηκε στην λογική της «διπλής ονομασίας» στρουθοκαμηλίζοντας για τα προβλήματα που ήδη έχει φέρει αυτή η πολιτική.
Η συμμαχία με την Βουλγαρία (εταίρος μας στην Ε.Ε.) μπορεί να αποδώσει καρπούς, αφού και η ίδια αντιμετωπίζει την εχθρικότητα της Τουρκίας που θεωρεί το ζήτημα ως πρόβλημα ασφάλειας των νοτίων συνόρων της.
Η ονομασία δεν πρόκειται να λυθεί, διότι ο Διεθνής παράγοντας επιβάλλει την πολιτική συμφερόντων του στην περιοχή (ΠΓΔΜ, Κοσσυφοπέδιο, Αλβανία) και δεν ασχολείται με θέματα ελάσσονος σημασίας (γι αυτούς), τα οποία κακώς έχουμε ανάγει σε μείζονος σημασίας για εμάς.
Ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό είναι αρκετή, για να προχωρήσει η χώρα στην σύναψη ισχυρών σχέσεων με την ΠΓΔΜ, υποστηρίζοντας την ένταξή της στην Ε.Ε.
Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης
Οι πληθυσμοί στην Ελλάδα προστατεύονται από την Συνθήκη της Λωζάνης.
Η διχαστική πολιτική που για πολλά χρόνια εφαρμόστηκε από σχεδόν όλες τις Ελληνικές κυβερνήσεις, δεν έλυσε αλλά δημιούργησε περισσότερα προβλήματα.
Η «μειονότητα» στην Θράκη αποτελείται από Τουρκόφωνους/Τουρκογενείς πληθυσμούς, Πομάκους και Ρομά. (Ακόμη και η Συνθήκη της Λοζάνης κάνει λόγο για μουσουλμανικές μειονότητες-χρησιμοποιώντας πληθυντικό – που σημαίνει ότι δεν πρόκειται περί ομοιογενούς ομάδας, αλλά περί μειονοτήτων που έχουν κοινό μόνο τη θρησκεία, δεν έχουν δηλαδή εθνικά η πολιτιστικά συγγενή στοιχεία).
Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ενιαία εθνολογικά ομάδα.
Είναι τουλάχιστον παρωχημένη η αντίληψη ότι η θρησκευτική ομάδα ταυτίζεται με εθνική/εθνολογική ομάδα (αποτελεί προσέγγιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…)
Στην βάση της προσέγγισης αυτής θα πρέπει να εφαρμοστούν όλες οι αρχές του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι οι Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως εθνικής ή εθνολογικής καταγωγής να είναι ίσοι απέναντι στους νόμους.
Αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική πολιτεία επιβάλλεται να εφαρμόσει ίσες αποστάσεις και να επιβάλλει τους νόμους, προς κάθε πλευρά. Πρωτίστως απαιτείται να πράξει και η ίδια τις υποχρεώσεις της.
Εμβάθυνση και Ενοποίηση της Ευρώπης
H Ευρώπη πρέπει να προασπίζει το δημόσιο συμφέρον, το κοινωνικό μοντέλο, την Δημοκρατία, το περιβάλλον, το κλίμα και τους πολίτες της, όχι να είναι υποχείριο ανεύθυνων τραπεζιτών κι επιθετικών funds. Αυτή η Ευρώπη όμως απαιτεί την συμμετοχή μας, τις προτάσεις μας, την υπεράσπιση των Ευρωπαϊκών αξιών από τους ίδιους τους πολίτες.
Χρειάζεται να είμαστε εμπόδιο σε εθνικιστές, νεοναζί και ρατσιστές που θέλουν να γκρεμίσουν το κοινό μας σπίτι αλλά και σε όσους θέλουν να το μετατρέψουν σε μια στυγνή οικονομική επιχείρηση για λίγους.
Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ουσιαστική και εμβαθύνουμε στην ιδέα της, αποτρέποντας την ανεξέλεγκτη, χωρίς πολιτικούς όρους «διεύρυνσή» της.
Αγωνιζόμαστε για να περάσουμε από την πολιτική οριζόντιας και άδικης λιτότητας σε μια πολιτική οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής βιωσιμότητας που θα αντιμετωπίσει τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας αλλά και τα γενικότερα διαρθρωτικά προβλήματα. Χρειάζεται τώρα να ανοίξει ο δρόμος για ένα διαφορετικό σχέδιο που θα διαμορφωθεί μέσα από κοινωνικό και πολιτικό διάλογο και θα βασίζεται σε μια ολοκληρωμένη και ισορροπημένη εναλλακτική στρατηγική βαθιών αλλαγών που θα έχουν την υποστήριξη και την συμμετοχή της κοινωνίας.
Το κρίσιμο σημείο που κατέστησε τις Ευρωπαϊκές χώρες εύκολο στόχο του διεθνούς κερδοσκοπικού κεφαλαίου, ήταν το γεγονός ότι η δημιουργία ενός κοινού νομίσματος σε μια Ένωση κρατών, εάν δεν συνοδεύεται από κοινούς μηχανισμούς παρέμβασης και εποπτείας, από ενιαίο προϋπολογισμό σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και από τη δυνατότητα παρεμβάσεων στις πιο αδύναμες περιφέρειες, εν ολίγοις από προχωρημένη πολιτική ενοποίηση, έχει εγγενείς τάσεις ανισορροπίας που οδηγεί σε φαινόμενα διάλυσης.
Επιπλέον οι ασκούμενες πολιτικές, ο ηγεμονισμός και ο Εθνικο-λαϊκισμός έχουν αλλάξει τον αρχικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το εργασιακό Ευρωπαϊκό κεκτημένο (που με πολλούς αγώνες θεμελιώθηκε κυρίως την τριακονταετία 1955-85) βρίσκεται σε συνεχή υποχώρηση με στόχο των αγορών την πλήρη του αποδιοργάνωση, στο πλαίσιο αλλαγών που συντελούνται παγκοσμίως. Μόνο μέσα σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό επίπεδο και με νέες πολιτικές ιδέες και ευρωπαϊκούς πόρους μπορούμε να αλλάξουμε και να εξελίξουμε το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, το ασφαλιστικό σύστημα, την δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών για όλους τους πολίτες στην Ευρώπη.
Το Ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο (το δικαίωμα δηλαδή των μελών χωρών να αυτο-προσδιορίζονται πολιτικά με ελεύθερες κοινοβουλευτικές διαδικασίες στο πλαίσιο μια κοινής Ευρωπαϊκής αλλά Δημοκρατικής πορείας) βρίσκεται σε κρίση. Οι πολίτες είναι ελεύθεροι να επιλέγουν τις κυβερνήσεις τους, αρκεί αυτές να μην παρεκκλίνουν από τις επιταγές που προσδιορίζονται κάθε φορά από τις αγορές.
Η απάντηση σε αυτή τη λογική είναι ένας νέος τύπος δράσης απέναντι σε μία πολιτική και οικονομική δικτατορία η οποία στην Ευρώπη εκφράζεται από τους οπαδούς της διεύρυνσης με όρους αγορών και της άδικης λιτότητας που οδηγεί τους λαούς στην οικονομική εξαθλίωση. Δράση συνειδητής διεκδίκησης του εκδημοκρατισμού και της εμβάθυνσης που θα οδηγήσει σε ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα – μέσα από μια συντακτική συνέλευση με συμμετοχή του ευρωκοινοβουλίου, των εθνικών κοινοβουλίων, εκπροσώπων της αυτοδιοίκησης και κοινωνικών φορέων – που θα κατοχυρώνει τα ατομικά δικαιώματα και τα κοινωνικά αγαθά με στόχο τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής κυβέρνησης η οποία θα καταστήσει εφικτό το όραμα της μείωσης των ανισοτήτων Βορρά-Νότου και θα δημιουργήσει επιτέλους την πραγματική Ένωση με γνώμονα των άνθρωπο και το περιβάλλον.