photo: Danilouise93@flickr

photo: Danilouise93@flickr

της Μαρίας Ρεπούση

Δεν θέλω να υπερασπιστώ το αυτονόητο αλλά δυστυχώς φθάσαμε στο σημείο να χρειάζεται. Το αυτονόητο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η θρησκεία του καθένα, το τι και πού πιστεύει καθώς και αν πιστεύει ή όχι είναι προσωπική του υπόθεση και ότι αυτή είναι μία από τις θεμέλιες αξίες της σύγχρονης Ευρώπης. Είναι ακόμα ότι το σχολείο αυτής της Ευρώπης είναι ουδετερόθρησκο. Δεν κάνει θρησκευτική προπαγάνδα. Η θρησκευτική εκπαίδευση όπου υπάρχει δεν είναι σε καμία περίπτωση κατήχηση αλλά στοχεύει στη γνωριμία των παιδιών με τις θρησκείες. Είναι άσκηση αποδοχής της θρησκευτικής ετερότητας και όχι επιβεβαίωση της θρησκευτικής υπεροχής κάποιας θρησκείας απέναντι στις άλλες. Αυτονόητο είναι τέλος ότι το είδος της θρησκευτικής εκπαίδευσης σε μια χώρα είναι ζήτημα της πολιτείας και όχι της εκκλησίας.

Γιατί άραγε φθάσαμε στο σημείο να χρειάζεται να υπερασπιστούμε το αυτονόητο; Μήπως τελικά δεν το υπερασπιστήκαμε ποτέ; Μήπως κάθε φορά που έπρεπε να το υπερασπιστούμε είχαμε άλλες προτεραιότητες και δεν το κάναμε;

Με αφορμή τα πρόσφατα περί θρησκευτικών κ.λπ. θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις που εμμέσως πλην σαφώς απαντούν σ’ ένα από τα κεντρικά ζητήματα που ακούστηκαν στον σχετικό διάλογο. Δεν θέλω να μιλήσω για την άλλη πλευρά. Στο παρόν κείμενο με ενδιαφέρει η δική μου πλευρά, η πλευρά που θεωρεί τα παραπάνω αυτονόητα.

Δεν είναι τώρα η στιγμή, είναι μια τυπική απάντηση κάθε φορά που ένα ζήτημα που άπτεται της εθνικής ιστορίας, των σχετικών αναπαραστάσεων και της θρησκείας, ένα θέμα δηλαδή που βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα της Δεξιάς που μας κυβερνά, απασχολεί τον δημόσιο χώρο και μ’ αυτήν την έννοια οργανώνει εκ νέου τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, της μη στιγμής, δεν είναι όλοι της ίδιας πολιτικής πλευράς, ούτε της αυτής ιδιοσυγκρασίας.

Μια μεγάλη κατηγορία πιστεύει ότι η αντίθεση Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο είναι η κυρίαρχη και βλέπει καχύποπτα κάθε τι που δεν ταιριάζει σ’ αυτήν την αντίθεση και την αποδιοργανώνει. Αναστατώνονται στο πολιτικό επίπεδο καθώς το ενδεχόμενο συνεργασίας των αντιμνημονιακών δυνάμεων εμφανίζεται για παράδειγμα αδύνατο – πώς να συνεργαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ; Τους δημιουργεί προβλήματα στην απεύθυνσή τους στους Έλληνες πολίτες πολλοί από τους οποίους είναι θρησκευόμενοι ή και εθνικιστές συνειδητοί ή ασυνείδητοι και θεωρούν ότι οποιαδήποτε διαπραγμάτευση του περιεχομένου της εθνικής ταυτότητας, οποιαδήποτε προσπάθεια ανοίγματος προς την ετερότητα είναι απειλή κατά του έθνους. Τους ταράζει επίσης τις εσωτερικές ισορροπίες τις οποίες υποβαστάζει το μνημόνιο και η πορεία προς την εξουσία. Πώς να συμβιβάσουν τις εθνικιστικές απόψεις στο εσωτερικό τους με τις αντίθετες και τη γενική κληρονομιά της Αριστεράς;

Άλλοι θεωρούν ότι η ανάδειξη τέτοιων ζητημάτων ξαναφέρνει στην επιφάνεια τη διαχωριστική γραμμή Δεξιάς Αριστεράς και αναστατώνει τα σενάρια για τη δημιουργία της μεγάλης κεντροαριστεράς που περιλαμβάνει το ΠΑΣΟΚ που σήμερα συγκυβερνά και εμφανίζεται να συμμερίζεται τις επιλογές της Δεξιάς του κ. Σαμαρά. Το κύριο πρόβλημα γι’ αυτούς είναι να μη χαλάσει η ατζέντα αυτής της εκδοχής της κεντροαριστεράς που βεβαίως αποδυναμώνεται από κυρίαρχες για την εθνική φυσιογνωμία διαμάχες αναφορικά με το είδος του πολίτη που η πολιτεία θέλει να διαμορφώσει μέσα από το σχολικό σύστημα ή με την υπεράσπιση του δικαιώματος της ελευθερίας συνείδησης. Κυρίως όταν οι διακηρύξεις φθάνουν στο δια ταύτα. Για να μη χαλάσει όμως αυτή η ατζέντα κάτι πρέπει να μας πει και το σημερινό ΠΑΣΟΚ. Κάτι πρέπει να ψελλίσει για τον τρόπο με τον οποίο ο κ. Σαμαράς κλείνει το μάτι στον μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης.

Παρά τις πολιτικές διαφορές στους υποστηρικτές της «μη στιγμής», το κοινό χαρακτηριστικό και των δυο απόψεων είναι ότι «βάζουν κάτω από το χαλί» ζητήματα που τους ξεβολεύουν αλλά που αποδεικνύονται ωστόσο κεντρικά. Επιμένουν στη δική τους πολιτική ατζέντα που θεωρούν πρωταρχικής σημασίας και κλείνουν τα μάτια σε ό,τι την αποσταθεροποιεί. Τα φαινόμενα όμως τους διαψεύδουν. Βασικά θέματα για το πού θα γείρει αυτή η Ελλάδα την εποχή της κρίσης μένουν αναπάντητα ή και οδεύουν προς συντηρητικότερες λύσεις οι οποίες δεν είναι ανεξάρτητες με την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η χώρα. Δεν αρκεί να επαναλαμβάνουμε μονότονα ότι η χώρα μας είναι ευρωπαϊκή, πρέπει και να γίνει. Και τέλος αν θεωρούν ότι η στιγμή αυτή δεν είναι κατάλληλη ας μας απαντήσουν ποια είναι η κατάλληλη. Όταν έρθει ο σοσιαλισμός, ενδεχομένως ή η κεντροαριστερά.

Ας πάρουμε ως παράδειγμα, την τελευταία περίπτωση, αυτή των θρησκευτικών. Η κυβέρνηση μετά από πολλών μηνών καθυστέρηση έφερε στη Βουλή το νομοσχέδιο για το Νέο Λύκειο. Το Νέο Λύκειο όπως και γενικά η εκπαίδευση δεν είναι ήσσονος σημασίας ζήτημα για τη έξοδο από την κρίση και την ανάπτυξη. Είναι καθοριστικό για το είδος του πολίτη που θέλουμε. Στο Νέο Λύκειο αποτυπώνονται μείζονες επιλογές για την εθνική μας φυσιογνωμία. Η μείζων αντιπολίτευση άσκησε κριτική στην πρόταση του υπουργείου στη βάση της αντιμνημονιακής ρητορικής. Το χαρακτήρισε μνημονιακό κατασκεύασμα και το κατακεραύνωσε ως τέτοιο. Το πρόβλημα του σχεδίου Νόμου δεν είναι όμως αυτό. Είναι το συντηρητικό, οπισθοδρομικό του περιεχόμενο που αποτυπώνεται στο περιεχόμενο σπουδών του λυκείου. Είναι η εγγραφή του σε αντιλήψεις που θεωρούνται επιζήμιες για τους πολίτες και την πολιτεία. Είναι η επιλογή του να μη συνομιλήσει με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Είναι η δειλία του να πραγματοποιήσει ακόμα και τις αλλαγές που διακηρυκτικά θεωρεί αναγκαίες. Στοιχείο αυτού του περιεχομένου σπουδών είναι η εμμονή στα θρησκευτικά που όχι μόνον διασώζονται αλλά επεκτείνονται και στο επαγγελματικό λύκειο ενώ απουσιάζουν βασικά μαθήματα όπως η ιστορία, η βιολογία ή η φυσική. Φταίει γι’ αυτό η τρόικα και η Ευρωπαϊκή Ένωση ή η ΝΔ που κυβερνά και το ΠΑΣΟΚ που συγκυβερνά; Ήθελε η Ευρώπη -που έχει εκδώσει σύσταση για την ουδετερόθρησκη διδασκαλία- να κάνουν θρησκευτικά και όχι φυσικές επιστήμες;

Αντί για υποσημείωση
Υπάρχει τέλος και ένα ζήτημα που με αφορά προσωπικά. Εκτός από τη στιγμή που δεν είναι κατάλληλη, δεν είναι και το πρόσωπο κατάλληλο. Εδώ, αν δεν σας έχω ήδη στεναχωρήσει, θα σας στεναχωρήσω σίγουρα. Δεν μπορώ ν’ αλλάξω ούτε τ’ όνομά μου ούτε το φύλο μου.

* Η Μαρία Ρεπούση είναι βουλευτής Α’ Πειραιά της ΔΗΜΑΡ

Via : www.protagon.gr