του Στάθη Λουκά   

Συντρόφισσες και σύντροφοι μετά 47 χρόνια στράτευση στην ευρωκομμουνιστική ελληνική  αριστερά  ξεκινώντας από  την Ιταλία και στους σχηματισμούς που προκύψανε, σας ανακοινώνω ότι αποχωρώ από τη Δημ.Αριστερά.

Θα επιμείνω σε μια θεώρηση της σημερινής κατάστασης που ξεφεύγει από την προσέγγιση   της Δημ.Αριστεράς αλλά που κατά την γνώμη μου είναι κομβικής σημασίας. Δεν πρόκειται για μια κρίση που ξεκίνησε μόνο χρηματιστηριακή, μετά έγινε οικονομική και στη συνέχεια κοινωνική κλπ. Αντίθετα ευρισκόμαστε – χωρίς πυξίδα – στη δίνη μιας ιστορικής στροφής που μας οδηγεί σε μια μετάβαση που τίποτε δεν θα είναι όμοιο με τις θεωρήσεις και το λεξικό της κληρονομίας των «τριάντα χρυσών χρόνων».

Από αρκετό χρόνο είναι σε εξέλιξη μια σχετική υποβάθμιση – όχι δύση ή παρακμή – της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Πρόκειται για σχετική υποβάθμιση της Ευρώπης και όλης της Δύσης που διαφαίνεται στον γεωπολιτικό, γεωοικονομικό και πολιτιστικό-επιστημονικό ορίζοντα και επαναδιαστασιολογεί τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το γεωοικονομικό και γεωπολιτικό Κέντρο βάρους του Πλανήτη μετατοπίζεται γρήγορα από το Βόρειο Ατλαντικό στον Ειρηνικό κατά μήκος μιας ρότας που διασχίζει την Ευρώ-Ασια. Ο έλεγχος της Ευρω-Ασίας είναι προϋπόθεση για τον έλεγχο του Κόσμου. Η δε Ευρω-Ασία συμπίπτει, λίγο-πολύ , με τη σημερινή Ρωσική Ομοσπονδία. Από εδώ απορρέει και ένας από τους βασικούς λόγους της κρίσης της Ουκρανίας και κατά κάποιο τρόπο της Μεσοποταμίας.

Το μεγάλο ποσοστό του Παγκόσμιου Προϊόντος, μετά από 250 χρόνια επιστρέφει στην Ανατολή, όπου ευρίσκονταν από την αρχή των ιστορικών χρόνων.

Ενώ 2013 το ΑΕΠ των G7, ξεπεράστηκε από το ΑΕΠ του υπόλοιπου Κόσμου, και το 70% της ανάπτυξης προέρχεται από χώρες εκτός G7.

Το δραματικό σημείο  είναι ότι η διαδικασία γίνεται πολύ γρήγορα και το πιο σημαντικό χωρίς Πολιτική και Δημοκρατική ρύθμιση. Γίνεται κάτω από το επίβλεψη  της αγοράς δηλ. των πιο ισχυρών συμφερόντων που την κατευθύνουν προς δικό του όφελος και σε βάρος της εργασίας και μικρομεσαίας επιχείρησης. Δημιουργούνται έτσι οι συνθήκες για μεγάλη υποβάθμιση των εργαζομένων, της μικρομεσαίας επιχείρησης και της μεσαίας τάξης των ώριμων οικονομιών της Δύσης. Ηλιοτροπική ένδειξη – πέρα από την εμπειρία που διανύουμε – και για τη Χώρα μας, πως και προς τα που πρέπει να αναζητηθεί η πολιτική και κοινωνική απάντηση μιας νέας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας δηλ. προς τα αριστερά, με την Γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας και σαν κατανόηση των λόγων του άλλου.

Σήμερα, στο κέντρο της σύγκρουσης δεν ευρίσκεται μόνον ο ανταγωνισμός μεταξύ επιχείρησης και εργαζομένου. Είναι το σύνολο του κόσμου της παραγωγής, δηλαδή τα άτομα που δημιουργούν, σκέπτονται, εργάζονται, κάνουν επιχείρηση, που υφίστανται μια καινούργια και πρωτόγνωρη μορφή εκμετάλλευσης. Όλοι αυτοί, παραγωγοί δημοσίων αγαθών και εμπορευμάτων, βαρύνονται από τη δέσμευση να σφίξουν τον ζωστήρα για να εξασφαλίσουν κέρδη στη χρηματιστηριακή πρόσοδο.

Αυτός είναι ο κόσμος της εργασίας και από εδώ πηγάζει η επιλογή και η αναγκαιότητα να ξαναβάλουμε στη βάση της Αριστεράς την αντιπροσώπευση του σύνθετου κόσμου της εργασίας. Προκύπτουν δε ηλιοτροπικές ενδείξεις για τις συγκλίσεις, που θα βασίζονται στην συμμαχία  μεταξύ των πιό δημιουργικών δυνάμεων της εργασίας της επιχείρησης και της κουλτούρας.

Ο καπιταλισμός ξεκινώντας από το δεύτερο ήμισυ του 1970 πήρε τη ρεβάνς και ειδικά μέσω της απελευθέρωσης της κίνησης των κεφαλαίων (πέρα από εκείνη των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών). Η παγκοσμιοποίηση χωρίς πολιτική ρύθμιση διαμόρφωσε μια τεράστια ασυμμετρία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η Δημοκρατία παρέμεινε αιχμάλωτη μέσα στα σύνορα των Εθνικών Κρατών ενώ η οικονομία παγκοσμιοποιούνταν. Η Χρηματιστηριακή οικονομία πριν να «γίνει παραγωγική» κάνει shopping στην παγκόσμια αγορά των συνθηκών της εργασίας.
Η δε πολιτική σε εθνικό επίπεδο με το συγκεκριμένο ρυθμιστικό πλαίσιο είναι εντελώς αδύναμη: είναι θεραπαινίδα της οικονομίας. Από εδώ προκύπτει αυτό που αποκαλούμε και αντιπολιτική: η πολιτική, οι θεσμοί της Εθνικής Δημοκρατίας χάνουν κύρος και επιρροή λειτουργίας και αναπόφευκτα θέση και νομιμότητα. Και κατά συνέπεια το κόστος μιας αδύναμης και χωρίς σχεδόν ρόλο πολιτικής φαίνεται υπέρογκο.
Τελικά με αυτή την κατάσταση και με τις απορρυθμίσεις της οικονομίας το Κεφάλαιο του Εικοστού Πρώτου αιώνα παράγει ανισότητες και αυξανόμενες διαφοροποιήσεις όπως συνέβαινε και πριν τα «τριάντα χρυσά χρόνια». Και σήμερα ευρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο γιατί τα μεσαία κοινωνικά στρώματα – της Ευρώπης – αισθάνονται και ζουν σε πρώτο πρόσωπο την μεγάλη υποβάθμιση των υλικών συνθηκών της ζωής των και τα τρομάζει η αδυναμία να αναδημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνης της τριακονταετίας. Συνθήκες που μας επέτρεψαν να μιλήσουμε για Δημοκρατία, μεσαία στρώματα, δικαιώματα και εργασία. Με λίγα λόγια για Welfare State (Κοινωνικό Κράτος ). Σε αυτόν τον απροσανατόλισμο παρουσιάζεται η φυγή στο κράτος έθνος που δεν υπάρχει πια, η στον εθνικισμό, ή στον νιχιλισμό και ευτυχώς που στην ελληνική πραγματικότητα στράφηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ με όλες τις αντιθέσεις. Είναι κατ’ αρχή θετικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπαρατέθηκε στα προγράμματα και την πολιτική κουλτούρα που επιβάλλονταν, μέσω της Τρόικας από τις κυρίαρχες δυνάμεις στην Χώρα.

Το άλλο, όμως, θέμα μεγάλης ανησυχίας είναι η ανικανότητα των δυνάμεων που ιστορικά αντιπροσώπευσαν τον κόσμο της Εργασίας στην Ευρώπη, δεν αντέδρασαν με τον κατάλληλο τρόπο. Ο κύριος λόγος μιας τέτοιας έλλειψης ή ανικανότητας οφείλεται στην «κατωτερότητα  πολιτικής κουλτούρας», σε διαφορετικές βέβαια μορφές, που έδειξαν πολλές οι δυνάμεις της αριστεράς: μιαν ανικανότητα αυτόνομης ανάγνωσης των μεγάλων αλλαγών που είναι σε εξέλιξη καθώς και στην ανικανότητα να οικοδομήσουν μια δική τους αυτόνομη «ατζέντα» για να τις αντιμετωπίσουν. Άλλες όπως π.χ η Δημ. Αριστερά (αυτό) ισοπεδώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην μπλεϊρική έκφραση της «μοναδικής σκέψης» του νεοφιλελευθερισμού:

-α. Όχι μόνον για τις θολές του αναφορές σε ένα χλωμό σοσιαλισμό, που περιορίζεται σε ιδανικά έμφυτα στις καρδιές των ανθρώπων, όμως απογυμνωμένος από την πλούσια και συμπαγή ιστορία του, έστω και στην πιο απλή και αποδεκτή εκδοχή του, η σοσιαλδημοκρατική. Και είναι απογυμνωμένος κι από τη διαπάλη και την κριτική θεώρηση του καπιταλιστικού συστήματος σε βασικά θέματα, όπως η σημασία και ο ρόλος του συνδικάτου, ο ρόλος του κράτους, οι ευθύνες ή όχι της εργασίας για την κρίση κ.λπ.

Διατρέχεται επίσης από σύγχυση μεταξύ μεταρρύθμισης (όπως αυτή γέμισε με περιεχόμενο μέσα από την ιστορία του εργατικού κινήματος και με την εξέλιξή της) και των αντιμεταρρυθμίσεων που προκύπτουν από το Μνημόνιο.

-β. Όσο περισσότερο  για μια προσέγγιση που, βασικά, βάζει στο περιθώριο την πολιτική και βάζει στο κέντρο την «ψεύτικη» αρχή της αυτορρύθμισης της οικονομικής της διάστασης της αγοράς.

Στο χάσιμο του προηγούμενου στάτους των μεσαίων τάξεων και στην ανικανότητα συνολικά της αριστεράς να προτείνει μια πιστευτή εναλλακτική προοδευτική πρόταση – ευρίσκεται το κλειδί για την  κατανόηση της εξάπλωσης  κομμάτων οπισθοδρομικών και ξενόφοβων.

Οι προκλήσεις – πέρα από το ξεκαθάρισμα των παραπάνω – με τις οποίες πρέπει να αναμετρηθεί το  συνέδριο της Δημ.Αριστεράς είναι πολλές και διάφορες κυρίως όμως:

Πρώτον, η δημιουργία – γιατί δεν υπάρχει – ενός κόμματος που θα προσπαθήσει να γίνει -γιατί δεν είναι – χώρος συζήτησης, συγκριτικής αντιπαράθεσης, τολιατικής δράσης και πάλης που θα προβάλλεται σε αυτόν τον αιώνα και όχι στο παρελθόν. Ενός κόμματος συμμετοχικής – και όχι προσωποπροεδρικής – επεξεργασίας του κάθε μέλους του κόμματος για να μπορέσει μπει στον ανηφορικό δρόμο του «συλλογικού διανοουμένου», που απέχει παρασάγγας από εκείνο το μονοδιάστατο του Παλατιού της πολιτικής  . «Ένα κόμμα είναι επάνω από όλα μια θεώρηση της Ιστορίας και του ρόλου που θέλει να διαδραματίσει στα πλαίσια του ιστορικού περάσματος που διανύουμε» (A.Reichlin)
Δεύτερον, την δημιουργία ενός νέου μπλοκ πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων (αν ακόμη μπορεί να χρησιμοποιήσουμε τον όρο) που θα προσπαθήσει να μετρηθεί όχι μόνο με τις με τις συνέπειες της κρίσης (Μνημόνιο κλπ), αλλά με την νεωτερικότητα και της συνολικές συνέπειες της στροφής του ιστορικού περάσματος.

Που θα στοχεύει σε μια δημοκρατία που θα δομείται στην εργασία και στην ισότητα, στην ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής συνείδησης που δημιουργείται σιωπηρά στις καινούργιες γενιές, σε μια βιώσιμη ανάπτυξη που βάζει στο κέντρο την προστασία του περιβάλλοντος και το χώρο, τις A.Π.Ε, την δυναμικότητα του διαδικτύου. Αλλά και βασικά πάνω από όλα τις απαιτήσεις και ανάγκες της παραγωγικής δομής που σχετίζεται με το ανηφορικό μονοπάτι της πραγματικής οικονομίας που προσπαθεί να αντισταθεί  και να υπερβεί την κρίση που έχει δημιουργηθεί από την χρηματιστηριακή οικονομία.

Η  δε διαδικασία αναδιάρθρωσης της Δημοκρατικής υφής που ξέφτισε και αποδυναμώθηκε από τα χρόνια της κρίσης μπορεί να επιτευχθεί μόνον από  την εργασία, από την ισότητα των δικαιωμάτων και των ευκαιριών, από την αποκατάσταση του κύρους και της αξιοπρέπειας της εργασίας. (γνώμη από δύο διαφορετικές Προσωπικότητες και  εμπειρίες: Bruno Trentin, Josef Stiglitz)

Διαφορετικά διατρέχουμε τον κίνδυνο να συμπαρασυρθούμε από τις μεταφορικές «μπόμπες νερού» των πραγματικών και μεταφορικών κλιματικών αλλαγών «μιας παθητικής επανάστασης», που ήδη διανύουμε.