ΕΚΟ

Εφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, ο διάσημος ιταλός συγγραφέας και φιλόσοφος, ένας από τους σημαντικότερους διανοητές της εποχής μας. Τι έλεγε άραγε ο ίδιος για το έργο του και τον κόσμο μας;

Είχε γράψει «Το Ονομα του Ρόδου». Το «Μπαουντολίνο». Το «Εκκρεμές του Φουκώ». Πίστευε ότι οι συγγραφείς πρέπει να γράφουν για τους ηττημένους – «και ο Ομηρος για αυτούς έγραφε, για τον Εκτορα» είχε πει πρόσφατα. Αλλωστε ήξερε άπταιστα αρχαία Ελληνικά. Ο Ουμπέρτο Εκο, φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος, καθηγητής, μελετητής και δοκιμιογράφος, ένα από τα σημαντικότερα μυαλά της εποχής μας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών.

Γεννημένος στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε τον Ιανουάριο του 1932, ο Εκο έζησε στην παιδική του ηλικία την φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ως παιδί τη βίωσε όπως έλεγε «σαν ένα μικρό γουέστερν». Εγκατέλειψε τη Νομική για να σπουδάσει Μεσαιωνική Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Εκανε το διδακτορικό του στη Φιλοσοφία, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον ιταλό ιερέα του 13oυ αιώνα Θωμά Ακινάτη, ένα πρόσωπο που αποτέλεσε αντικείμενο για το πρώτο του βιβλίο, αλλά υπάρχει σε πολλά από τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του, με τα οποία έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό.

«Σαν φιλόσοφος, ενδιαφέρομαι για την αλήθεια, αλλά επειδή είναι δύσκολο να αποφασίσω τι είναι αλήθεια, έχω αποφασίσει να φτάσω σε αυτήν αναλύοντας τα ψεύδη» είχε πει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις.

Οι μελέτες του στη Σημειολογία και τη σχέση της με τη σύγχρονη την κοινωνία κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, υπήρξαν καινοτόμες από κάθε άποψη και αποτέλεσαν τη βάση για το πώς αντιλαμβανόμαστε πια τον κόσμο – ποιος μπορεί να ξεχάσει το περίφημο «δεν υπάρχουν ειδήσεις τον Αύγουστο»; Από το 1975 κατείχε την έδρα της Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Ωστόσο τα δοκίμιά του και αυτό του το πλούσιο έργο δεν ήταν που τον έκαναν τόσο διάσημο και τόσο πολύ αγαπητό – ήταν τα μεσαιωνικά μυθιστορήματά του που μας εισήγαγαν σε έναν άγνωστο ως τότε κόσμο.

«Αρχίζω να γράφω ένα βιβλίο από μία εικόνα που με εκπλήσσει, χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει γύρω της. Σε κάθε μυθιστόρημα μου παίρνει έξι με οκτώ χρόνια για να βρω την απάντηση. Στο “Ονομα του Ρόδου”, η εικόνα ήταν αυτή ενός μοναχού που δηλητηριαζόταν ενώ διάβαζε ένα βιβλίο. Είχα καταγοητευτεί από την ιδέα» είχε πει.

Το «Ονομα του Ρόδου» ήταν όντως καταπληκτικό. Το εξέδωσε το 1980, τρία χρόνια αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά και το 1986 έγινε ταινία από τον Ζαν-Ζακ Ανό με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι. Οταν κυκλοφορούσε το βιβλίο, ο εκδότης του είχε προβλέψει ότι ζήτημα να πουλούσε 30.000 αντίτυπα. Οι πωλήσεις έφτασαν τα εννέα εκατομμύρια – και ακόμα συνεχίζονται.

«Το ρόδο είναι ένα σύμβολο τόσο πλούσιο σε νοήματα, που είναι ζήτημα εάν έχει μείνει κάποιο νόημα που να μην του έχει αποδοθεί», είχε εξηγήσει τον τίτλο του βιβλίου.

Ο ίδιος τόνιζε πως είναι φιλόσοφος. Και χαρακτήριζε τον εαυτό του «συγγραφέα του Σαββατοκύριακου». Μετά «Το Ονομα του Ρόδου» έκανε άλλα οκτώ χρόνια να γράψει μυθιστόρημα και ήταν «Το Εκκρεμές του Φουκώ».

«Πολλές φορές η Ιστορία παράγεται από τα ψέματα» σημείωνε, εξηγώντας αυτό το εκκρεμές της ζωής του, ανάμεσα στην αέναη αναζήτηση της αλήθειας και στη συγγραφή μυθιστορημάτων.

Ηταν ο τρόπος του να αναλύει την εποχή. Την κάθε εποχή. Διότι στα βιβλία του ο Εκο δεν έμεινε μόνο στο αγαπημένο του πεδίο δράσης, τον Μεσαίωνα. Καταπιάστηκε και με την εποχή μας. Προσφέροντάς μας μια βαθιά ανάλυση του κόσμου μας.

Οπως με το τελευταίο του βιβλίο, το «Φύλλο Μηδέν» (2015, εκδ. Ψυχογιός), με μια ιστορία που τοποθετείται χρονολογικά στο 1992. Στόχος του, η δημοσιογραφία, η διαπλοκή και ο Τύπος.

Στο επίκεντρο της υπόθεσης είναι μια φανταστική φυλλάδα που κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «Domani» («Αύριο»), ιδιοκτήτης της οποίας είναι ένας επιχειρηματίας που τη χρειάζεται για να εκβιάζει τους εχθρούς του. Ο Εκο είχε εξηγήσει ότι η ιστορία βασιζόταν σε ένα πραγματικό πρόσωπο που είχε δράσει στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 αλλά ο ίδιος επέλεξε να τοποθετήσει την πλοκή στο 1992

«Εκείνη τη χρονιά συντελέστηκε μια στροφή. Τα πολιτικά κόμματα πέρασαν μια κρίση, άρχισαν οι δίκες περί διαφθοράς και υπήρχε η ελπίδα ότι όλα θα άλλαζαν. Δύο χρόνια μετά όμως εμφανίστηκε ο Μπερλουσκόνι. Με ενδιέφερε να παρουσιάσω στο βιβλίο το μέλλον που μας επιφυλασσόταν και που τότε μας ήταν άγνωστο» είχε εξηγήσει.

Και αναλογιζόμενος τα μιντιακά σημεία των καιρών μας σχολίαζε πικρόχολα:

«Εκείνη η κοπέλα που έκανε πεολειχία στον Μπιλ Κλίντον, πώς την έλεγαν, Μόνικα Λιουίνσκι, έχει επιστρέψει και μιλά γι’ αυτό και δίνει διαλέξεις. Θα περίμενε κανείς από αυτήν να παραμείνει σιωπηλή και να εξαφανιστεί; Οχι. Το ίδιο και ο κλέφτης και ο μαφιόζος. Πάνε στην τηλεόραση και λένε τι έχουν κάνει. Είναι ένα φαινόμενο ολοκληρωτικά καινούργιο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι σημαντικό να εμφανίζεσαι δημοσίως. Μέχρι τώρα αυτό συνέβαινε μόνο με τους κατά συρροήν δολοφόνους που ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή των μέσων ενημέρωσης και της αστυνομίας. Ενας κατά συρροήν δολοφόνος είναι όμως ένας τρελός, αλλά σήμερα αυτή την ανάγκη την έχουν οι κανονικοί άνθρωποι. Είναι σαν να μοιράζεσαι μια κολονοσκόπηση με όλον τον κόσμο»…

Ηταν ανήσυχος για το τι συμβαίνει στον κόσμο μας και έλεγε πως η μόνη του λύση είναι να γράφει για αυτές του τις ανησυχίες βιβλία, να γράφει για τους ηττημένους – «οι νικητές είναι βλάκες, γιατί συνήθως κερδίζουν κατά τύχη» είχε πει.

Στο βιβλίο της δικής του ζωής, γράφτηκε το τέλος στο σπίτι του στις 10.30 μ.μ. της Παρασκευής 19 Φεβρουαρίου 2016. «Θα μας λείψει το βλέμμα του στον κόσμο» έγραψε η Reppublica.

Via : www.protagon.gr