ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΑΦΡΟΣ

Μια Ιταλία εξαιρέθηκε από τον χάρτη των ευρωπαϊκών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από το 2005-2015, κυρίως λόγω της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και λιγότερο του περιορισμού της κατανάλωσης ενέργειας. Περίπου 10% μειώθηκαν οι εκπομπές αερίων στο συγκεκριμένο διάστημα και κατά 11% η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Συγκεκριμένα, οι ευρωπαϊκές χώρες πέτυχαν μείωση χρήσης ορυκτών καυσίμων το 2015 σε σχέση με το 2005 κατά 130 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου, περίπου όσες είναι οι ανάγκες ορυκτών καυσίμων της Ιταλίας. Η μεγαλύτερη μείωση προέρχεται από περικοπές στη χρήση άνθρακα (50%), ακολουθεί το φυσικό αέριο (28%), ενώ μικρότερη είναι η μείωση στο πετρέλαιο, λόγω της μικρότερης διείσδυσης των εναλλακτικών μορφών ενέργειας στις μεταφορές.

Σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, οι χώρες της Ε.Ε. μπορούν να πετύχουν τους στόχους για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας το 2020 (20% στη συνολική κατανάλωση ενέργειας), με τον όρο όμως πως θα αναβαθμίσουν τις προσπάθειές τους. Αν παραμείνουν στους σημερινούς ρυθμούς, θα υπολείπονται των δεσμεύσεών τους. Μάλιστα, για να πιάσουν τους ακόμα πιο ανεβασμένους στόχους του 2030 πρέπει να ανεβάσουν ρυθμό, τονίζει ο ΕΟΠ. Ας σημειωθεί πως ο στόχος αυτός πρέπει να αναθεωρηθεί – ενισχυθεί λόγω των πρόσφατων ανησυχητικών επιστημονικών εκτιμήσεων για την επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής.

Το 2015 το 77% των νέων εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές, με αποτέλεσμα το ποσοστό των ΑΠΕ να φτάσει το 16,7% στη συνολική κατανάλωση ενέργειας στην Ε.Ε., έναντι 16% το 2014 και 15% το 2013. Σύμφωνα με τον ΕΟΠ, 22 χώρες της Ε.Ε. είναι σε τροχιά επίτευξης του στόχου του 2020 (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα), ενώ σε χαμηλότερους ρυθμούς είναι οι Γαλλία, Πολωνία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Πορτογαλία και Μάλτα. Περισσότερο του 30% της ενέργειάς τους παίρνουν από ΑΠΕ η Φινλανδία, η Λετονία και η Σουηδία, ενώ ουραγοί με κάτω του 5% είναι το Λουξεμβούργο και η Μάλτα.

Οσον αφορά την επιδίωξη εξοικονόμησης ενέργειας, με στόχο 13% μείωση το 2020 σε σχέση με τα επίπεδα του 2005, ο ΕΟΠ εκτιμά πως το 2015 έχει επιτευχθεί περιορισμός της πρωτογενούς κατανάλωσης ενέργειας κατά 11%. Κι αυτό παρότι το έτος 2014-2015 η χρήση ενέργειας στην Ε.Ε. αυξήθηκε, έστω και οριακά (1%). Ο Οργανισμός, πάντως, σημειώνει πως τα κράτη-μέλη επιδεικνύουν «συνολική έλλειψη φιλοδοξίας» στην επιδίωξη εξοικονόμηση ενέργειας, που αποτελεί πυλώνα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ισως γιατί οι «πράσινες επενδύσεις» φέρνουν κέρδος, ενώ η εξοικονόμηση φέρνει κέρδος στην κοινωνία συνολικά και όχι σε κάποιο επενδυτή… Μάλιστα, η έκθεση υπογραμμίζει πως για να επιτευχθεί ο στόχος περιορισμού κατανάλωσης του 2030 απαιτείται «ταχύτατη αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς».

Ηλεκτρικό ρεύμα

Η διείσδυση των ΑΠΕ είναι μεγαλύτερη στο ηλεκτρικό ρεύμα, αφού δίνουν το 28% του ηλεκτρισμού στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2014 (οι υπολογισμοί αφορούν τα 28 κράτη-μέλη τότε και τη Βρετανία), ενώ το ποσοστό ξεπερνά το 50% σε Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Βρετανία.

Στις μεταφορές μόλις το 6% της ενέργειας προέρχεται από εναλλακτικά καύσιμα και μάλιστα το 90% αφορά καύση βιοκαυσίμων, η παραγωγή των οποίων συχνά δεν γίνεται με βιώσιμο και φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο. Η ηλεκτροκίνηση παίζει ακόμα περιορισμένο ρόλο. Στην ενεργειακή κάλυψη των κτιρίων (θέρμανση, ψύξη κ.λπ.) οι ΑΠΕ καλύπτουν το 18% του συνόλου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΕΟΠ, οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές –και ο κύριος όγκος των μειώσεων– έλαβαν χώρα σε βιομηχανικούς κλάδους εντάσεως ενέργειας, οι οποίες συμμετέχουν και στο σύστημα εμπορίας εκπομπών (ETS). Στους κλάδους αυτούς κυρίως εκφράστηκε η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και μειώθηκε η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

Oσον αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, το 2015 οι ανανεώσιμες πηγές κάλυπταν το 15,5% της ενεργειακής κατανάλωσης, φτάνοντας το 22,5% στο ηλεκτρικό ρεύμα. Η Ελλάδα μείωσε τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 6,9% από το 2005 έως το 2014, ενώ μείωσε την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων κατά 2% στο ίδιο διάστημα. Είναι φανερό πως η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα, κάτι που εκφράζεται και στις υψηλές εκπομπές της, σχετικά με την παραγωγική της δραστηριότητα. Η ετήσια κατά κεφαλήν παραγωγή CO2 (ή άλλων αερίων του θερμοκηπίου, υπολογισμένα σε ισοδύναμο CO2) είναι στην Ελλάδα 9,54 τόνοι, όταν στην Ε.Ε. είναι 8,71, ενώ για κάθε ευρώ του ελληνικού ΑΕΠ εκλύονται 562 γραμμάρια CO2, όταν στην Ε.Ε. είναι 335,8 γραμμάρια. Aρα είναι πολλά αυτά που έχουν να γίνουν, ειδικά στην Ελλάδα.

Via : www.kathimerini.gr