«Θα χρειαστούν χρόνια, έως και δεκαετίες, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών», ανέφερε ο κ. Γκόλνταμερ.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ

Στην Ελλάδα υπάρχει σαφής ανάγκη για μεγαλύτερη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στην προφύλαξη από πυρκαγιές, στην προστασία και την ασφάλεια. Δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε στον ρόλο των κρατικών δομών», λέει ο Γερμανός καθηγητής Γιόχαν Γκέοργκ Γκόλνταμερ, που τέθηκε από τον πρωθυπουργό επικεφαλής συμβουλευτικής επιτροπής ειδικών για τις εναλλακτικές στη διαχείριση των πυρκαγιών στην Ελλάδα. Οπως επισημαίνει, αυτό είναι το μοντέλο στο οποίο στρέφονται τα τελευταία χρόνια Ευρώπη και Αμερική, καθώς οι υποδομές και οι οργανωτικές δομές των περισσότερων χωρών αποδεικνύονται στην πράξη ανίκανες να διαχειριστούν μεγάλες φυσικές καταστροφές όπως οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες.

Ο διευθυντής του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών και επικεφαλής της Επιτροπής για τις Προοπτικές Διαχείρισης Πυρκαγιών Υπαίθρου και Δασών στην Ελλάδα (συγκροτήθηκε στα τέλη Αυγούστου) έδωσε χθες μια πρώτη εικόνα για το έργο της. «Στόχος της επιτροπής δεν είναι να διερευνήσει την πυρκαγιά στο Μάτι.

Αναζητούμε τους λόγους για τους οποίους η ελληνική ύπαιθρος, συμπεριλαμβανομένων των περιαστικών και εξοχικών περιοχών, γίνεται ολοένα και πιο ευάλωτη και εκτεθειμένη σε καταστροφικές πυρκαγιές», ανέφερε χθες ο κ. Γκόλνταμερ. «Επιπλέον, θα αξιολογήσουμε το υφιστάμενο σύστημα διαχείρισης πυρκαγιών στην Ελλάδα και θα διαμορφώσουμε προτάσεις για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στο μέλλον».

Η επιτροπή απαρτίζεται από πέντε Ελληνες ειδικούς: τον Γαβριήλ Ξανθόπουλο, ερευνητή στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, τον Αλέξανδρο Δημητρακόπουλο, καθηγητή του ΑΠΘ, τον Γιώργο Μαλλίνη, επίκουρο καθηγητή του Δημοκρίτειου, τον Γιώργο Ευτυχίδη από το Κέντρο Μελετών Ασφαλείας και τον Γιάννη Μητσόπουλο, από το υπουργείο Περιβάλλοντος. Οπως εξήγησε ο κ. Γκόλνταμερ, την επιτροπή συνεπικουρούν στο έργο της 33 ειδικοί επιστήμονες και 28 εκπρόσωποι φορέων που εμπλέκονται σε όλο το φάσμα της πυροπροστασίας, από την πρόληψη έως την αντιμετώπιση των συνεπειών. «Σε 5-6 εβδομάδες θα πραγματοποιηθεί μια στρογγυλή τράπεζα για τη διαχείριση πυρκαγιών και θα κληθούν όλοι οι κύριοι εμπλεκόμενοι για να συζητήσουμε τα σημεία που έχουν αναγνωριστεί (ως προβληματικά)», ανέφερε ο κ. Γκόλνταμερ. «Στο τέλος του έτους θα οριστικοποιήσουμε μια έκθεση που θα αντανακλά τις έρευνες, τις εντυπώσεις και τα ζητήματα που χειρίστηκε η επιτροπή. Η έκθεση θα καταλήγει σε συμβουλευτικές προτάσεις και θα παραδοθεί στη Βουλή για περαιτέρω συζήτηση. Η λήψη αποφάσεων είναι, εν τέλει, πολιτικό θέμα», ανέφερε. «Πρέπει η υπόθεση αυτή να υποστηριχθεί διακομματικά», σημείωσε.

Ερώτηση της «Κ»

Ο Γερμανός ειδικός αρνήθηκε να τοποθετηθεί συγκεκριμένα για την πυρκαγιά στο Μάτι. Σε ερώτηση της «Κ», κατά πόσον η επιτροπή θα ασχοληθεί και με ευρύτερα ζητήματα όπως χωροταξίας, πολεοδομικής νομοθεσίας και άλλα, ο κ. Γκόλνταμερ απάντησε θετικά. «Πρέπει να εξετάσουμε πολλές πτυχές, από τον χωροταξικό σχεδιασμό, έως τα κυκλοφοριακά συστήματα και τα συστήματα έγκαιρης ειδοποίησης των πολιτών. Η διαχείριση των αστικών περιοχών και της υπαίθρου επηρεάζει άμεσα τις πολιτικές για την πυροπροστασία», ανέφερε. Σημείωσε, δε, ότι πρέπει να επανεξεταστεί και η ίδια η δομή της αντιμετώπισης των πυρκαγιών στη χώρα μας. «Οι συνθήκες που υπήρχαν τις δεκαετίες του ’80 και ’90, όταν σχεδιάστηκε το ισχύον σύστημα, έχουν παρέλθει».

«Μην περιμένετε μαγικές λύσεις, δεν υπάρχουν. Θα χρειαστούν χρόνια, έως και δεκαετίες, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη», δηλώνει στην «Κ». «Στόχος μας δεν είναι να μειώσουμε την ευθύνη του κράτους, αντίθετα πρέπει να ενισχύσουμε τις κρατικές δομές. Ομως οι πολίτες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να έχουν πλέον ενεργό ρόλο, να κινητοποιηθούν, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Αλλά και να ενημερωθούν – για παράδειγμα, δεν χτίζεις σπίτια με στέγες από τις οποίες μπορεί να μπει η φωτιά σε περιοχές κοντά σε δάσος. Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να αναζητήσουμε “πράσινες” λύσεις, βασισμένες στον ρόλο των οικοσυστημάτων και όχι απαραίτητα στο τσιμέντο».

Via : www.kathimerini.gr