Καλοκαίρι – δέκα βλέμματα

Για έκτη συνεχή χρονιά το «Ανοιχτό Βιβλίο» φιλοξενεί πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δέκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας και αφηγηματικής ροπής, έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες, ειδικά για τους αναγνώστες μας (καθώς αυτές οι σελίδες επιμένουν τόσο στην κριτική πυξίδα όσο και στη λογοτεχνική απόλαυση). Μετά τη Βασιλική Ηλιοπούλου και τον Δημήτρη Φιλιππίδη, το αφηγηματικό νήμα ξετυλίγει ο ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και δημοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας.

ypo_skian

Υπό σκιάν

Παραείναι μικρή η Ελλάδα για να χλευάζει άλλες χώρες σαν κρατίδια. Και παραείναι μεγάλη για να προλάβεις να γνωρίσεις έστω το ένα τρίτο της ομορφιάς και της αλήθειας της. Πόσο ξέρουν οι στεριανοί τους θαλασσινούς της και οι Νότιοι τους Βόρειούς της -και αντιστρόφως- είναι ένα ερώτημα με εύκολη την απάντησή του – και δεν είναι ζήτημα γεωγραφίας. Κι έχει και τα νησιά του ο τόπος μας, να τον πολλαπλασιάζουν. Κι έτσι όπως κανένα τους δεν μοιάζει με κανένα άλλο, δεν σου επιτρέπουν να πεις πως αν πας σε ένα είναι σαν να ‘χεις πάει σε πέντε ή και σε δέκα. Θα τα αδικήσεις και θα τα προσβάλεις.

Στο μεγάλο νησί, την Κρήτη, πρωτοπήγα το καλοκαίρι του 1984. Ενας μήνας σαν μια μέρα: απ’ τον Βορρά στο Νότο και από την Ανατολή στη Δύση· πολλά όσα είδα, σε βουνά και ακρογιαλιές, πάμπολλα όσα δεν πρόλαβα. Ελεύθερο κάμπινγκ – όταν δεν κυκλοφορούσαν κρατικοί ή αυτοδιοικητικοί θηρευτές. Κι όταν στο πρώτο τυχόν καφενείο όχι μόνο σου γέμιζαν δροσερό νερό την μπόμπα αλλά σε κερνούσαν και μια ρακή για το δρόμο. Τώρα το νερό πουλιέται εμφιαλωμένο, οι δημόσιες βρύσες σώπασαν και η γενναιοδωρία σαν να στεγνώνει με τα χρόνια. Τα πλαστικά μας απορρίμματα στην άκρη των δρόμων, παντού όπου Ελλάδα, μοιάζουν σαν οδοδείκτες της αλλαγής ή της αλλοίωσής μας.

Δείκτες της αλλοίωσης σου προσφέρει αφειδώς η δεύτερη ή η τρίτη επίσκεψη στον ίδιο τόπο. Την Πρέβελη του Λιβυκού πελάγους που είχα ερωτευτεί όπως πολλοί άλλοι -μια δυσπρόσιτη παραλία που απαιτούσε να κουραστείς για να σου δοθεί και να σου προσφέρει δροσιά και ίσκιο στο ποταμάκι που κατέβαινε απ’ το βουνό μέσα από το φοινικόδασος- δεν την ξαναβρήκα. Δέκα-δώδεκα χρόνια αργότερα, ομπρέλες και ξαπλώστρες ενοικιαζόμενες από φερτούς με καραβάκια δεν άφηναν ούτε σπιθαμή ελεύθερη.

Και το ποταμάκι, βούρκος. Μέσα του ντουζίνες οι καμεροφόροι (πολύ προ κινητού ακόμα), σαν πάνοπλοι Αμερικανοί κομάντος σε βιετναμέζικη ζούγκλα, να απαθανατίζουν αυτό που βαριούνται να το ζήσουν. Η συλλογή στιγμιοτύπων για τον χειμώνα σε κλειδώνει έξω από αυτό που τώρα συμβαίνει. Και -σήμερα πια- όσο περισσότερες σέλφι τόσο λιγότερος εαυτός σαν μέτοχος της πραγματικότητας.

Ποτέ μου δεν κατάφερα να τραβήξω φωτογραφία της προκοπής. Δεν το ‘χω. Αλλά και μάστορας αυτής της τέχνης αν ήμουν, και ταχύτατα αν ήταν τα αντανακλαστικά μου, δεν θα κατόρθωνα να φωτογραφίσω αυτό που είδαν τα μάτια μου στα Φαλάσαρνα της Κρήτης το ’84, όταν υπήρχαν ταπεινά μποστάνια εκεί που τώρα υψώνονται αλαζονικά εξοχικά.

Είχαμε ανέβει στο βουνό, για να δούμε πάνω του τα απομεινάρια του αρχαίου λιμενοβραχίονα (σημάδι ασφαλέστατο πως το νησί βυθίζεται στη δυτική του άκρη), είχαμε χαρεί έπειτα το μπάνιο μας σε νερά κρυστάλλινα με χρυσαφένια την άμμο τους, και χορταίναμε με ψωμοτύρι και ντομάτα και με τη θέα που πλούτιζε τα μάτια μας. Για επιδόρπιο περίμεναν κάτι γλυκύτατα πεπονάκια μια σταλιά, που μας τα ‘χε δώσει αντί για ρέστα ο πλανόδιος μανάβης. Η Σάσα και ο Στάθης είχαν στραφεί προς το δειλινό που μόλις άρχιζε, εγώ κοίταζα προς το βουνό, προς το εσωτερικό του νησιού. Και τότε είδα κάτι που ακόμα και τώρα, ζωντανό στα μάτια μου, αδυνατώ να το ερμηνεύσω.

Γυρνώντας στην Αθήνα έγραψα το μικρό ταξιδιωτικό μου, «Στιγμές καλοκαιριού, στιγμές Κρήτης» για τον Δεκαπενθήμερο Πολίτη (τχ. 20, Παρασκευή 27 Ιουλίου 1984). Ιδού η δέκατη στιγμή:

«Φαλάσαρνα, στο δυτικότερο σημείο της Κρήτης, 1η Ιουλίου, εννιά παρά πέντε το βράδυ. Ο ήλιος μόλις είχε σμίξει με τη θάλασσα. Η καινούρια σελήνη δεν είχε ακόμα φανεί κι αστέρι κανένα. Αγνάντευα το βουνό, κοντά χιλιόμετρο από μένα, στα πεντακόσια μέτρα η κορυφή του, τρώγοντας ψωμί με στυμμένη ντομάτα. Η γεύση του άγνωστου, του παράξενου, ήταν στιγμιαία: Ενας δίσκος στο χρώμα του ώριμου πορτοκαλιού με μια γαλάζια λουρίδα σαν φωτοστέφανο γύρω του και μια καλοσχηματισμένη λευκή ουρά.

Η διάμετρός του ξεπέρναγε το ένα μέτρο. Η κίνησή του ελεγχόμενη. Ηχος κανείς δεν ακουγόταν. Εγλειψε ανεβαίνοντας την κορυφογραμμή και χάθηκε από την άλλη μεριά του βουνού. Αν ήταν μετεωρίτης, υποθέτω πως θα συντριβόταν στο βουνό. Αεροπλάνο; Τρελός πιλότος; Βεγγαλικό για την έναρξη της Ναυτικής Εβδομάδας; Ο χάρτης μάς βεβαίωσε πως το μόνο σχετικά κοντινό χωριό βρισκόταν σε ικανή απόσταση από τη θάλασσα. Και η συγκίνηση των δευτερολέπτων μάρτυς αψευδής, τουλάχιστον όσο ο Στάθης και η Σάσα. UFO λοιπόν στα Φαλάσαρνα αντί για Δροσουλίτες στο Φραγκοκάστελο;»

Μάρτυς, σχετικής έστω αξίας, και τα δημοσιεύματα σε τοπικές εφημερίδες των επόμενων ημερών που αναφέρονταν στη θέαση αγνώστου ταυτότητος ιπτάμενου αντικειμένου στη βορειοδυτική Κρήτη.

Ο εωρακώς μεμαρτύρηκε… Η αλήθεια πάντως είναι ότι μαρτύρησα να πείσω τον Αγγελο Ελεφάντη ότι δεν είχα την ευτυχία μιας ενόρασης σαν του Ρεμπό, με τη συνδρομή λίγης παραπανίσιας τσικουδιάς, και ότι, επιπλέον, δεν θα πληγεί το ματεριαλιστικό μας κύρος αν δημοσιεύσουμε στον Πολίτη την περιγραφή μιας στενής επαφής πρώτου τύπου. Πλάκα πλάκα, και πείραγμα στο πείραγμα, κατέβασα όλη μου τη βιβλιογραφία. Οχι τίποτε Ντένικεν βέβαια, αλλά Ισαάκ Ασίμοφ, Αρθουρ Κλαρκ και Καρλ Σέιγκαν (Σαγκάν τον λέγαμε τότε). Μέχρι και την εξίσωση του Φρανκ Ντρέικ του έγραψα στο ελαφρώς κίτρινο δημοσιογραφικό μας χαρτί, για να του δείξω πως εδώ έχουμε να κάνουμε με επιστήμη, όχι με επιστημονική φαντασία, της οποίας πάντως ήμουν λάτρης, και παραμένω.

Τω καιρώ εκείνω τη θυμόμουν απέξω τη φυσική εξίσωση που επινόησε ο Αμερικανός αστρονόμος για να υπολογίζουμε τον αριθμό των πιθανών εξωγήινων πολιτισμών στον Γαλαξία μας. Ακριβής υπολογισμός με μια εξίσωση που αποτελείται από εφτά μεταβλητές, στις τέσσερις από τις οποίες δίνουμε τιμή κατά τη φαντασία ή την προσδοκία μας, δεν νοείται βέβαια. Ο μαρξιστής-ειρωνιστής Αγγελος δεν θα το άφηνε αυτό να περάσει ασχολίαστο.

Αντεπιτέθηκα λέγοντας πως δεν μπορεί να είναι τόσο σπάταλη η φύση (το θεολογικό το είχαμε ήδη λυμένο), να φτιάχτηκε δηλαδή κοτζάμ Σύμπαν μόνο και μόνο για να υπάρχουμε εμείς, η κορωνίς, πάνω σε μια ανθυποκουκκιδίτσα άμμου.

Κι ύστερα, έκανα την αριστερή μου τρίπλα, αν υπάρχουν εξωγήινοι πολιτισμοί και τα ούφο που βλέπουμε είναι δικά τους, αυτό σημαίνει πως είναι σουπερυπερεξελιγμένοι τεχνολογικά, άρα είναι και κοινωνικά προχωρημένοι, άρα… Αρα απολαμβάνουν ήδη τον κομμουνισμό τους, και μπορούν να εμπνεύσουν και τους γήινους, έτσι δεν λένε τα ευαγγέλια;

-Καλά, καλά, υποχώρησε, ή μάλλον έκανε πως υποχωρεί, κατά το συνήθειό του. Φέρε τώρα να πιούμε λίγη από κείνη τη ρακή που κουβάλησες απ’ το νησί και βλέπουμε…

-Τι να δούμε; Κι άλλο ούφο;

Τελευταίο βιβλίο του Π. Μπουκάλα είναι η μελέτη «Το αίμα της αγάπης». Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση (Αγρα, 2017)

Via : www.efsyn.gr