Τη Δευτέρα, σύσσωμος ο Τύπος της χώρας -καλά, όχι και τόσο «σύσσωμος»- καταδίκασε τη διασπορά ψευδών ειδήσεων αναφορικά με τις διαδηλώσεις κατά της συμφωνίας στις Πρέσπες και την «είδηση» για νεκρή γυναίκα μεταξύ των διαδηλωτών. Ωστόσο, η αυτονόητη καταδίκη δεν αναιρεί το γεγονός πως εδώ και χρόνια, ΜΜΕ και κόμματα έχουν αφήσει τις μήτρες των fake news να γεννούν μία παράλληλη πραγματικότητα για τους πολίτες και να δίνουν τον τόνο στο δημόσιο διάλογο.

του Μηνά Κωνσταντίνου

Την Κυριακή, λίγα χιλιόμετρα από το σημείο που ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ζόραν Ζάεφ υπέγραφαν τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ, η «πρωτοφανής» αστυνομική βιαιότητα έγινε γρήγορα viral, ειδικά σε ιστότοπους του ακροδεξιού και εθνικιστικού χώρου. Κερασάκι στην τούρτα της παραπληροφόρησης, η «πληροφορία» για νεκρή γυναίκα από την αστυνομική βία, που ακόμα πιο γρήγορα έκανε τον γύρο του διαδικτύου, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει υπάρξει κάποια επίσημη αντίδραση από τα όργανα του Τύπου στη χώρα για τη μνημειώδη αυτή διασπορά ψευδών ειδήσεων.

Ωστόσο, με μια προσεκτική ματιά στα περιεχόμενα αντίστοιχων ιστότοπων, θα διαπιστώσει κανείς πως καταφέρνουν και επιβάλλουν τη συζήτηση στον δημόσιο διάλογο, σε μεγάλο βαθμό, με τις ευλογίες της πολιτικής ηγεσίας και του μιντιακού κατεστημένου. Από η μία ο καιροσκοπισμός, από την άλλη οι πολιτικές σκοπιμότητες, στη μέση μένει η ενημέρωση δέσμια των συμφερόντων που την κηδεμονεύουν στην εκάστοτε περίπτωση.

Δυό πρόσφατα παραδείγματα είναι αρκετά για να καταλάβει κανείς το χάσμα ενημέρωσης που διαπιστώνεται, που πρώτοι και καλύτεροι σπεύδουν να καλύψουν οι κατά (ιστό)τόπους «ΞΥΠΝΑΤΕ ΡΕ!».

Τον περασμένο Ιανουάριο, ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε σε συνέντεξή του στην κρατική τηλεόραση στα αποτελέσματα της διάσκεψης του ΟΗΕ το 1977 με τίτλο «Η Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση Γεωγραφικών Ονομάτων», κατά την οποία οι χώρες του ΟΗΕ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αποδέχτηκαν την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας.

Την επόμενη ημέρα της αναφοράς Κοτζιά, η Εφημερίδα των Συντακτών δημοσίευε τα αποτελέσματα της διάσκεψης, που εμφανίζονταν στον Τύπο «για πρώτη φορά». Αυτή η πληροφορία που έμενε στο σκοτάδι επί 40 και πλέον χρόνια ήταν αρκετή για να βυθίσει τη δημόσια συζήτηση σε μία ατέρμονη αντιπαράθεση για ένα πραγματικό γεγονός που, όπως συνηθίζουν να κάνουν τα γεγονότα, δημιουργεί μία… πραγματική πραγματικότητα. Στο μεταξύ, η είδηση και το έγγραφο φιλοξενούνταν από χρόνια σε διάφορα, αμφιβόλου ποιότητας και προθέσεων μπλογκς, με αποτέλεσμα μία είδηση «που σου κρύβουν» να την βρίσκει ο ψαγμένος αναγνώστης εκεί.

Παρόμοια πορεία είχε και η υπόθεση της «ισχυρότερης δικαστικής απόφασης όλων των εποχών», αναφορικά με την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας εντός ελληνικών συνόρων. Η υπόθεση αφορά απόφαση του Αρείου Πάγου από το 2009, αναφορικά με την ύπαρξη ή μη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, επικυρώνοντας -τότε- την απαγόρευση ίδρυσης του σωματείου «Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού».

Το θέμα ήρθε στην επικαιρότητα μόλις το περασμένο Σάββατο, με την εφημερίδα του Ελεύθερου Τύπου να την φιλοξενεί πρωτοσέλιδα, την ώρα που η συζήτηση για την πρόταση μομφής της Νέας Δημοκρατίας κατά της κυβέρνησης βρισκόταν σε εξέλιξη. Μάλιστα, «στο και ένα» της διαπραγμάτευσης και χωρίς να «αποκαλύπτει» κάτι ανατρεπτικό, γεγονός που κάνει την ύστερη δημοσίευσή της υποβολιμαία.

Δύο ζητήματα κεντρικής σημασίας για τις διαπραγματεύσεις και τον δημόσιο διάλογο γύρω από αυτές, ενδεικτικά της πραγματικότητας που για πολλές δεκαετίες έμεινε στο σκοτάδι, προς χάριν -πασιφανώς- όσων επιθυμούσαν η δημόσια συζήτηση να μην τα περιλάβει στην ατζέντα της. Και όλα αυτά, παρότι η μία αφορά απόφαση του μεγαλύτερου διεθνούς οργανισμού του κόσμου και η δεύτερη του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας. Δύο σημεία μόνο της συζήτησης για το Μακεδονικό, που ενώ θα έπρεπε να θεωρούνται κεφαλαιοποιημένα και δεδομένα στον δημόσιο διάλογο, τόσο για τα μέσα ενημέρωσης, όσο και για τους πολιτικούς που τοποθετούνται επ’ αυτών, παρέμειναν στο σκοτάδι μέχρι «να έρθει η ώρα», διαχωρίζοντας τους πολίτες σε «πιστούς» ειδήσεων ανάλογα με τις πολιτικές καταβολές τους.

Αποτέλεσμα, γεγονότα και πληροφορίες όπως δεκάδες άλλες που θα έπρεπε να αποτελούν βασικές και δεδομένες γνώσεις των πολιτών, ανεξαρτήτως του ποιον ικανοποιούν και ποιον όχι, να περιπλανώνται στο «σκοτεινό» διαδίκτυο και να γίνονται βορά στις ορέξεις ακροδεξιών και ψεκασμένων ιστότοπων, που φλομώνουν την μπλογκόσφαιρα με fake news και παγιδεύουν τους άπειρους -και όχι μόνο- χρήστες των social media σε μία χαλκευμένη πραγματικότητα.

Ειδήσεις πραγματικές, αποσιωπημένες ή επί τούτου εγκαταλελειμμένες στη «λήθη» και παραδομένες σε ιστότοπους και μπλογκ όπως τα διάφορα Μακελειά, Βόις Νιουζ, triklopodia, el, egersis, alitheiagr, eilikriniagr και άλλες πηγές παραπληροφόρησης, πλάι σε ειδήσεις τύπου «ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΟΥΝ». Με την εγκυρότητα της μίας είδησης να προσδίδει κύρος στην άλλη, και τούμπαλιν, που σύντομα δίνουν μια θέση στην ψευδή είδηση σε άλλους ιστότοπους και σε προσωπικές αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Από στόμα σε στόμα…

Από έναν τέτοιο ιστότοπο ξεκίνησε εκείνο το απόσπασμα της συνέντευξης Μπουτάρη πως «δεν δίνει σκατά!» για τις σφαγές του Κεμάλ Ατατούρκ με τα γνωστά επακόλουθα, που χρησιμοποιήθηκαν από συγκεκριμένους χώρους και πολιτικούς για να σπεκουλάρουν ανήμερα της γενοκτονίας των Ποντίων, παρότι η δήλωση είχε γίνει σε άλλον χρόνο, για άλλο ερώτημα και για άλλο ζήτημα. Το γεγονός αυτό, για παράδειγμα, δεν οδήγησε τον δημοσιογράφο Γιώργο Αυτιά να επιχειρήσει να αποκαταστήσει την αλήθεια, όταν φιλοξένησε μόνο του (!) τον Κυριάκο Βελόπουλο στο στούντιο και του επέτρεψε να διαχύσει την ψευδή είδηση χωρίς αντίλογο μέσα από τη συχνότητα της εκπομπής του στον ΣΚΑΪ.

Μία τακτική «ανοικτού γηπέδου» στην ακροδεξιά προπαγάνδα που τηρείται ευλαβικά με βαριά ευθύνη των πολιτικών κομμάτων και των «κυρίαρχων» μέσων ενημέρωσης, καθώς όλες οι πληροφορίες συνδέονται ευθέως με το πολιτικοοικονομικό συμφέρον, ανάλογα με την κατά καιρούς συγκυρία. Προς τέρψιν πάντα της άγνοιας, της αμάθειας, της αδιαφορίας, του καιροσκοπισμού, της πατριδοκαπηλίας, και τελικά της πλήρους ανευθυνότητας, που για χρόνια οδηγούν τις συζητήσεις (και) για το Μακεδονικό.

Μια κατάσταση που θα διαιωνίζεται όσο η ενημέρωση παραμένει λάφυρο στα χέρια επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων, οδηγώντας τελικά σε ένα πραγματικά πρωτοφανές έλλειμμα δημοκρατίας, με πολίτες που στην πράξη δεν έχουν ίσα δικαιώματα στη γνώση και την αντικειμενική πληροφόρηση.