του Δημήτρη Σούρδη

Δημήτρης Σούρδης

Η παρουσία και η πορεία της Αριστεράς στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Σαράντα πέντε χρόνια πριν, η κυριαρχία του φιλελευθερισμού υποχωρούσε και δεχόταν επίθεση σε όλα τα επίπεδα. Ο γαλλικός Μάης, η Άνοιξη της Πράγας και τα μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας, έθεταν το ζήτημα μιας νέας ερμηνείας της κοινωνίας και της πολιτικής. Τα νέα πολιτικά υποκείμενα που αναδύθηκαν όπως η οικολογία και ο φεμινισμός έδειχναν να δίνουν νέα πνοή στην Αριστερά. H αύξηση της επιρροής του PCI στην Ιταλία, η άνοδος της Αριστεράς που ακολούθησε την πτώση των στρατιωτικών καθεστώτων σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία, η σύμπλευση σοσιαλιστών και κομμουνιστών στην Γαλλία και τέλος η άνοδος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στην εξουσία ήδη από το 1969 δημιουργούσαν ένα ελπιδοφόρο κλίμα κοινωνικών αλλαγών, προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και δικαιότερης αναδιανομής του εισοδήματος.

Η σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση όμως έφερε στην επιφάνεια τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειες της πολιτικής της. Η αποτυχία των μέτρων κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής στην αντιμετώπιση της ύφεσης, που ακολούθησε τις πετρελαϊκές κρίσεις, οδήγησε σύντομα σε αναστροφή του κλίματος και έδωσε στις φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις την ευκαιρία για ανανέωση και δυναμική επιστροφή.

Η πολιτική του Mitterand στην Γαλλία ήταν και η τελευταία προσπάθεια σοσιαλδημοκρατικής / κεϋνσιανής πολιτικής. Στην αρχή της θητείας του μείωσε το ωράριο εργασίας στις 39 ώρες την εβδομάδα – με στόχο τις 35 ώρες στο τέλος της θητείας του –, αύξησε τους κατώτατους μισθούς, προώθησε τις κρατικοποιήσεις και εξήγγειλε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Η δραστική μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων και η μεγάλη φυγή κεφαλαίων ανάγκασε τον Mitterand δύο χρόνια αργότερα σε ριζική αλλαγή πλεύσης. Οι δημόσιες επενδύσεις και οι αυξήσεις μισθών αντικαταστάθηκαν από μειώσεις στον κρατικό προϋπολογισμό και σε μισθούς. Χαρακτηριστική έχει μείνει η ρήση του Alain Juppé ότι η Αριστερά μας είναι χρήσιμη, αφού κάνει την βρώμικη δουλειά που δεν θα τολμούσαμε να κάνουμε εμείς.

Έκτοτε η σοσιαλδημοκρατία έχει περιπέσει σε ανυποληψία συμπαρασύροντας συνολικά την Αριστερά και τις σοσιαλιστικές ιδέες. Η περίοδος διακυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατών (Schröder) και εργατικών (Blair) σε Γερμανία (1998 – 2005) και Αγγλία (1997 – 2007) μπορούν και να χαρακτηρισθούν ως η αποδοχή της οικονομικής πολιτικής του φιλελευθερισμού από την σοσιαλδημοκρατία. Το κοινό κείμενο που υπέγραψαν το 1999 καθώς και η πολιτική που ακολούθησαν δεν ήταν παρά η επίσημη ομολογία της αποτυχίας της σοσιαλδημοκρατίας. Το 2003, με την εφαρμογή του προγράμματος Agenda 2010, ο Schröder επιβεβαιώνει ακόμη μία φορά την ρήση του Alain Juppé. Τα μέτρα που έλαβε θα ήταν αδύνατον να εφαρμοσθούν επί καγκελαρίας Kohl. Η αποδοχή του οικονομικού φιλελευθερισμού από την σοσιαλδημοκρατία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της έλλειψης ανάλυσης και στρατηγικής, καθώς και της αδυναμίας ανανέωσης.

Σήμερα σαράντα πέντε χρόνια μετά, η σοσιαλδημοκρατία και η Αριστερά γενικότερα εξακολουθεί να αρνείται την ανανέωση. Η προσχώρηση στον οικονομικό φιλελευθερισμό δεν μπορεί να νοείται ως τέτοια. Επίσης ανανέωση δεν μπορεί να νοείται η εμμονή στον κρατισμό και σε κεϋνσιανές πολιτικές. Η άρνηση των πολιτικών λιτότητας επίσης δεν αποτελεί πρόταση. Μην ξεχνάμε ότι η ανεπάρκεια κεϋνσιανών πολιτικών και η κρίση έφεραν την λιτότητα και όχι το αντίστροφο. Η αδυναμία της πολιτικής της λιτότητας να αντιμετωπίσει την κρίση, δεν σημαίνει ότι και η εγκατάλειψή της θα άρει τα αίτια της κρίσης.