του Μάρκου Βλάχου *

βλαχος μαρκος

Η 15 Ιουλίου 2016, δημιούργησε παγκόσμια αναστάτωση με την εκδήλωση απόπειρας πραξικοπήματος στην Τουρκία. Τις πρώτες ώρες περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις κινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε κομβικά σημεία σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη ενώ οι σποραδικές εκρήξεις και υπερπτήσεις στην Άγκυρα θεωρήθηκαν ως επίδειξη ισχύος των πραξικοπηματιών. Σε λίγο στον υπό κατάληψη σταθμό της κρατικής τηλεόρασης, χαμηλής ακροαματικότητας, διαβάζεται μία ασαφής ανακοίνωση δημιούργησαν μία εικόνα επικράτησης του πραξικοπήματος. Μετά τα μεσάνυκτα το τηλεφωνικό μήνυμα Ερντογκάν κινητοποιεί τους υποστηρικτές του κυρίως μιας επίφοβης ισλαμο-φασίζουσας μερίδας υποστηρικτών του ΑΚΡ, και αυτή η θεαματική επάνοδος επηρέασε όμως και σημαντικό αριθμό στελεχών των ενόπλων δυνάμεων που μέχρι τότε απέφευγαν να λάβουν θέση αναμένοντας να δουν προς τα πού θα κλείνει η πλάστιγγα. Οι ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματούχοι του στρατεύματος άρχισαν να δηλώνουν υποταγή στο «σουλτάνο» και τα σώματα ασφαλείας, σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενα από τον Πρόεδρο, ενθαρρύνθηκαν και εξαπέλυσαν αντεπίθεση κατά των στασιαστών. Ήταν πλέον ζήτημα χρόνου η πλήρης κατάρρευση του πραξικοπήματος.

Το ξημέρωμα του Σαββάτου βρήκε τον Ερντογκάν απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού, αλλά και μία χώρα βαθύτατα διχασμένη, παρά την εντυπωσιακή νίκη του ΑΚΡ (στις πρόσφατες εκλογές και στα πεδία των εσωτερικών πολύνεκρων συγκρούσεων). Οι πρώτες δηλώσεις των νικητών εντυπωσιάζουν. Ο Recep Tayyip Erdoğan μιλά για << εκκαθάριση του ιού από όλες τις κρατικές υπηρεσίες>> ενώ υπουργοί του χαρακτηρίζουν την απόπειρα πραξικοπήματος «θείο δώρο» ώστε να αφαιρέσουν το «καρκίνωμα» από το σώμα των ενόπλων δυνάμεων.

Όμως την ίδια στιγμή που ο πρόεδρος Ερντογάν φαίνεται απόλυτος κυρίαρχος της τουρκικής πολιτικής σκηνής παραμένει στην Κωνσταντινούπολη και καλεί τους υποστηρικτές του να παραμείνουν στους δρόμους και στις πλατείες για τις επόμενες τρεις (3) ημέρες.

Από την αρχή της κρίσης ο Ερντογάν καταδεικνύει ως αποκλειστικό υπεύθυνο τον ιμάμη Fethullah Gϋlen, που ζει εξόριστος στις Η.Π.Α., αλλά ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά κάθε ανάμιξη. Στο πεδίο της υλοποίησης του πραξικοπήματος ο ακριβής αριθμός των εμπλεκομένων δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αλλά αφορά όπως φαίνεται ορισμένες μονάδες της αεροπορίας, της στρατοχωροφυλακής, του ναυτικού και των τεθωρακισμένων. Οι πληροφορίες θέλουν τη σύλληψη 34 ανώτατων αξιωματικών μεταξύ των οποίων εμβληματικών προσωπικοτήτων του τουρκικού στρατού όπως οι διοικητές της 3ης και της 2ης στρατιάς και συγκεκριμένα ο Erdal Ozturk και ο Adem Huduti, όπως και ο Bekir Ercan Van διοικητής  της αεροπορικής βάσης του Incirlik μαζί με 12 ανώτερους αξιωματικούς του.

Όλα δείχνουν ότι σε αντίθεση με προηγούμενα πραξικοπήματα που εκδηλώθηκαν στη γείτονα στη διάρκεια του 20ου αιώνα (1960, 1971, 1980,1997), το γενικό επιτελείο ήταν διηρημένο σε σημείο ο αρχηγός του τουρκικού στρατού να συλληφθεί από τους πραξικοπηματίες ενώ ο διοικητής του ναυτικού όπως και ο διοικητής της 1ης στρατιάς να δηλώσουν σχεδόν αμέσως τη διαφωνία τους με το πραξικόπημα ή ακόμη και να αφορά ένα πραξικόπημα που έγινε εν αγνοία του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Για ποιο λόγο όμως στελέχη του Τουρκικού στρατού να επιλέξουν αυτό το δρόμο; Ο στρατός στη γείτονα χώρα θεωρείτο ο θεματοφύλακας του λαϊκισμού και της δημοκρατίας. Η μείωση της παντοδυναμίας του ξεκινά με  την ανακήρυξη του  Abdullah Gül στην προεδρεία του κράτους και τη νίκη του AKP στις βουλευτικές εκλογές, συνεχίζεται  με την απομάκρυνση και τον εγκλεισμό πολλών στρατηγών ως συνέπεια της υπόθεσης Ergenekon ενώ το αποφασιστικό χτύπημα θα έρθει το 2011, με τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου.

Όμως η αραβική άνοιξη και η συριακή κρίση υποχρεώνει τον Ερντογάν σε μία αναδίπλωση. Αντιλαμβανόμενος την ανάγκη ενός ισχυρού στρατεύματος ακυρώνει όλα τα βουλεύματα της υπόθεσης Ergenekon και επιρρίπτει όλες τις ευθύνες για τη συγκεκριμένη υπόθεση στον ιμάμη Φετουλαχ Γκιουλέν. Έκτοτε μία ιδιότυπη σχέση εγκαθίσταται μεταξύ του στρατού και της κυβέρνησης. Βέβαια ένας πυρήνας στρατιωτικών δεν μπορεί, πιθανώς, να αποδεχθεί αυτή τη σχέση και προβαίνει στο αποτυχημένο εγχείρημα κατάληψης της εξουσίας.

Υπάρχει σχέση των επίδοξων πραξικοπηματιών με τον ιμάμη Fethullah Gülen; Ο 75χρονος ιμάμης που ζει σαν ερημίτης σε μια ορεινή και δασώδη περιοχή της Πενσυλβανία από το 1999 είναι  το μαύρο πρόβατο για τον Erdoğan. Επικεφαλής ενός κινήματος (το οποίο υποστηρίζει ένα μείγμα του μυστικισμού Σούφι και της αρμονίας μεταξύ των ανθρώπων με βάση το Ισλάμ) ιδιαίτερα ισχυρό στην Τουρκία γιατί διαθέτει ένα τεράστιο δίκτυο σχολείων, Μ.Κ.Ο. και επιχειρήσεων με την επωνυμία  Hizmet, ενώ παράλληλα ασκεί μεγάλη επιρροή στα μέσα ενημέρωσης, την αστυνομία και το δικαστικό σώμα.

Οι δύο άνδρες αρχικά είχαν συμμαχήσει και ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε το δίκτυο Γκιουλέν για να πάρει και να εδραιώσει την εξουσία του. Όμως το 2013 μετά από ένα σκάνδαλο διαφθοράς που επηρέασε τον οικογενειακό κύκλο του προέδρου ο ιμάμης αντιδρά και έτσι ανακηρύσσεται ως » ο νούμερο ένα δημόσιος εχθρός». Έκτοτε ο Ερντογάν τον κατηγορεί για μία προσπάθεια δημιουργίας ενός παράλληλου κράτους με στόχο την ανατροπή του κάτι που οι «γκιουνελιστές» αρνούνται.

Για ποιο λόγο όμως ένα πραξικόπημα που κατηγορείται ότι έχει τη στήριξη του ισχυρότερου ανθρώπου στην Τουρκία, μετά τον Ερντογάν, απέτυχε;

Η διαδικασία υλοποίησης του πραξικοπήματος εκπλήσσει κάθε αντικειμενικό παρατηρητή.

Κατ αρχήν ο περιορισμένος αριθμός των μονάδων και των πραξικοπηματιών σε ένα στρατό που αριθμεί 580.000 άνδρες αν αυτό δεν υποκρύπτει μία άλλη πραγματικότητα που αυτή τη στιγμή δεν μας είναι γνωστή.

Η στιγμή εκδήλωσης του πραξικοπήματος αν αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μίας επίσπευσής του λόγο των φημών για δικαστικές διαδικασίες στα πλαίσια της υπόθεσης Ergenekon.

Η μέρα και η ώρα που βρήκε όλο τον κόσμο στο δρόμο με αποτέλεσμα την άμεση κινητοποίηση του ενάντια στο επιχειρούμενο πραξικόπημα.

Η έλλειψη προετοιμασίας σε ότι αφορά τον έλεγχο της ενημέρωσης (έλεγχο μόνο των κρατικών τηλεοπτικών σταθμών)  καθώς η διαδικασία μιας άλλης εποχής (καμία προσπάθεια ελέγχου τηλεπικοινωνιών και ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών).

Η αδυναμία σύλληψης του Ερντογάν και άλλων υπουργών αν αυτό δεν υποδηλώνει ενημέρωσή του εκ των έσω για να προστατευθεί.

Η μη κατάρριψη του αεροπλάνου που τον μετέφερε (πληροφορίες θέλουν το αεροπλάνο να παρενοχλήθηκε από δύο (2) F16 των πραξικοπηματιών) ενώ υποθετικά οι πραξικοπηματίες ελέγχουν την αεροπορία.

Η βιαιότητα επιθέσεων των  πραξικοπηματιών σε συγκεκριμένους στόχους που υποδηλώνει το βαθύ διχασμό του στρατού αλλά και του τουρκικού λαού.

Η παντελής απουσία πολιτικών εταίρων αφού τα πολιτικά κόμματα συμπεριλαμβανομένου και του κουρδικού δήλωσαν την αντίθεσή τους στο εγχείρημα αλλά και του λαού ο οποίος στοιχειωμένος από  τις αναμνήσεις των προηγούμενων πραξικοπημάτων ανταποκρίθηκε μαζικά στο κάλεσμα του Ερντογάν να » κατέβει στους δρόμους » στο όνομα της δημοκρατίας με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση ένοπλων σωμάτων ακόμα και των αρμάτων μάχης.

Τέλος η απουσία στήριξης από τον διεθνή παράγοντα συμπεριλαμβανομένων και των Η.Π.Α..

Αυτή η προχειρότητα της οργάνωσης του εγχειρήματος κατάληψης της εξουσίας από το στρατό μπορεί να στηρίξει την υπόθεση ενός πραξικοπήματος ενορχηστρωμένου από τον Ερντογάν;

Όταν ρωτήθηκε από την εφημερίδα New York Times , ο Γκιουλέν θεώρησε » δυνατό » το πραξικόπημα να οργανώθηκε από τον ίδιο τον Ερντογάν , ωστόσο δεν παρουσιάζει αποδείξεις που να στηρίζουν τη θεωρία της συνωμοσίας.

Η πραγματικότητα μπορεί να είναι απλούστερη. Οι εκκαθαρίσεις δεν στράφηκαν από την πρώτη στιγμή προς την κρατική υπηρεσία πληροφοριών, στοιχείο που υποδεικνύει ότι ο τούρκος πρόεδρος δεν αμφισβητεί τη λειτουργία της αλλά και την αποτελεσματικότητά της. Τελευταία πληροφορία εξάλλου αναδεικνύει το γεγονός ότι από τις 16:00μ.μ η υπηρεσία ενημέρωσε για την απόπειρα. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι ο Ερντογάν είχε πληροφορίες για το επικείμενο πραξικόπημα, το οποίο δεν απέτρεψε εν τη γεννέση του, αλλά επέτρεψε την εξέλιξή του με στόχο την υλοποίηση των πολιτικών στόχων του και συγκεκριμένα την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους γκιουνελιστές αλλά και την αλλαγή του συντάγματος με στόχο την εγκαθίδρυση της Προεδρικής Δημοκρατίας.

Βέβαια όλα αυτά είναι υποθέσεις η οποίες χρειάζονται αποδείξεις για να αποτελέσουν μία πραγματικότητα.

 Ο Ερντογάν βγήκε προσωρινά ενισχυμένος από το πραξικόπημα. Η κυβέρνηση προειδοποίησε τους πραξικοπηματίες ότι «θα πληρώσουν υψηλό τίμημα», και άρχισε ήδη τις εκκαθαρίσεις. Το Σάββατο, ο Τούρκος πρωθυπουργός δήλωνε ότι «όλα τα μέτρα που επιβάλλεται θα ληφθούν» εναντίον εκείνων που «προσπάθησαν να δυσφημίσουν» το έθνος, δηλώνοντας ότι το Σύνταγμα θα μπορούσε να τροποποιηθεί ώστε να καταστεί δυνατή η επαναφορά της θανατικής ποινής. Το σύστημα Ερντογάν κτυπά σκληρότερα από ποτέ, εξαπολύοντας τη δικαιοσύνη κατά των «γκουνελιστών» ή εκείνων που κατηγορεί ότι είναι. Στο στρατό συλλαμβάνονται 6.000 στελέχη του, στη δικαιοσύνη απομακρύνονται 2.900 δικαστικοί, 7.850 αστυνομικοί τίθενται σε διαθεσιμότητα, απομακρύνονται 30 νομάρχες και κοινοτάρχες, ζητείται η παραίτηση 1.570 καθηγητών πανεπιστημίων, απολύονται 15.000 καθηγητές, κλείνουν ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια και μπαίνουν στο στόχαστρο 8.500 επιχειρήσεις ενδιαφερόντων του Γκιουλέν

Παράλληλα εκδηλώνονται αδιανόητες σκηνές εκδίκησης εναντίον των στρατιωτών από την αστυνομία και τους πολίτες, με ξυλοδαρμούς, λιντσαρίσματα, και εξευτελισμούς, πρωτοφανή μέτρα περιορισμού των ελευθεριών όπως η απαγόρευση μετακίνησης δημοσίων υπαλλήλων στο εξωτερικό και , που δεν συνάδουν με ένα κράτος δικαίου αλλά και η δημιουργία ενός κλίματος τρόμου με τη συνεχή προβολή κακοποιημένων πραξικοπηματιών ή κατηγορούμενων ως τέτοιων, τη συζήτηση για την επαναφορά της θανατικής ποινής που καταργήθηκε το 2004 ως μέρος της αίτησης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και τη δράση ομάδων που τρομοκρατούν τους πολίτες σε περιοχές που παραδοσιακά στηρίζουν την αντιπολίτευση στα πρότυπα των μεθόδων του ISIS δείχνουν μία στροφή της εξουσίας προς τον αυταρχισμό.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα υπενθύμισε την Τουρκία «ζωτική ανάγκη» όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να λειτουργήσουν  » στο πλαίσιο του κράτους δικαίου », η καγκελάριος Angela Merkel και ο επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας, Jean-Marc Ayrault, κάλεσε την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας να σεβαστεί το κράτος δικαίου, και οι θεσμοί της ευρωπαϊκής ένωσης καλούν τον Ερντογάν να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η  κατάσταση όπως διαμορφώνεται προκαλεί διεθνείς ανησυχίες τόσο για τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας όσο και για τις διεθνείς επιπτώσεις που διαφαίνονται.

Στο εσωτερικό μέτωπο μιας βαθειά διχασμένης χώρας ο Ερντογάν καθίσταται απόλυτος κυρίαρχος και αυτό του επιτρέπει την άμεση προώθηση των στόχων του δηλαδή την ενίσχυση των προεδρικών αρμοδιοτήτων, την εκμηδένιση όλων των πολιτικών του αντιπάλων και την εγκαθίδρυση ενός κατά επίφαση δημοκρατικού κράτους αλλά ουσιαστικά μονοκομματικού. Όλα δείχνουν ότι ο  Ερντογάν δεν αποβλέπει στην ισχυροποίηση ενός εθνικού ομογενοποιημένου τουρκικού κράτους αλλά στο να καταστήσει την Τουρκία την ηγέτιδα δύναμη του σουνιτικού κόσμου και περιφερειακό ηγεμόνα στην Μέση Ανατολή-Βαλκάνια-Καύκασο και Ανατολική Μεσόγειο ως ρεαλιστική υλοποίηση της βασικής θεωρητικής επιλογής του δηλαδή  της σύζευξης του τουρκικού εθνικισμού με μια σχετικά μετριοπαθή ισλαμική ιδεολογία.

Στο εσωτερικό μέτωπο μέγα θέμα θα αποτελέσει και πάλι το κουρδικό ζήτημα. Η αρχική διάθεση για πολιτική επίλυση του προβλήματος έδωσε τη θέση της σε μία δυναμική αντιμετώπιση  της κουρδικής εξεγέρσεως από το στρατό ενώ παράλληλα θα συνεχίσει η δικαστική προσπάθεια απαγορεύσεως της λειτουργίας του φιλοκουρδικού κόμματος HDP που έχει κατορθώσει για δεύτερη  συνεχόμενη φορά να εισέλθει στην τουρκική εθνοσυνέλευση υπερβαίνοντας το φράγμα του 10%.  Βέβαια η προσωρινή αποδυνάμωση του τουρκικού στρατού μπορεί να φέρει μία πρόσκαιρη αλλαγή πολιτικής με παραχωρήσεις προς τους κούρδους  στοχεύοντας στην επαναφορά της ηρεμίας στις ανατολικές περιοχές. Βέβαια η βασική επιδίωξη του  για τη δημιουργία ενός κράτους με συνδετικό κρίκο τη θρησκεία και όχι την εθνική ταυτότητα  δεν αφήνει πολλά περιθώρια επιτυχίας στην πολιτική λύση του κουρδικού εξ αιτίας της διαχρονικής παρουσίας της εθνικής κουρδικής ταυτότητας στις ανατολικές επαρχίες αλλά και των διεθνών εξελίξεων με την ενίσχυση των κούρδων στη Συρία από τις ΗΠΑ οι οποίες φαίνεται να αποβλέπουν στη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους στην περιοχή.

Ταυτόχρονα οι πρώτες δηλώσεις και ενέργειες του καθεστώτος Ερντογάν δείχνουν ότι αυτό αδιαφορεί για τις συνέπειες των επιλογών του και προχωρά σε μια φραστική όξυνση των σχέσεων με τη Δύση.

Το Σάββατο ο πρωθυπουργός Binali Yildirim δήλωνε «η χώρα θα σταθεί δίπλα στον Fethullah Gulen δεν είναι φίλος μας» και αν και δεν κατονόμασε τις Ηνωμένες Πολιτείες, η απειλή ήταν σαφής, αφού ο Γκιουλέν ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο υπουργός Εργασίας Suleiman Soylu, προχώρησε ακόμη περισσότερο: «Πίσω από αυτό, υπάρχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες». Αν και Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ John Forbes Kerry διαμαρτυρήθηκε εντόνως για αυτούς τους ισχυρισμούς και ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, John Kirby δήλωσε ότι «υπαινιγμοί ή δημόσιες δηλώσεις σχετικά με το ρόλο που μπορεί να είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην αποτυχημένο πραξικόπημα είναι απολύτως ψευδείς και επιβλαβείς για τις διμερείς μας σχέσεις» οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται στο ναδίρ εδώ και καιρό αφού η Ουάσιγκτον κατηγορεί ήδη την Άγκυρα να μην έχει επαρκή συμμετοχή στον αγώνα κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας ενώ η Άγκυρα από την πλευρά της κατηγορεί τις ΗΠΑ για ενίσχυση των Κούρδων της Συρίας. Σε ένα τέτοιο σκηνικό οι ΗΠΑ που αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως αναγκαίο στρατηγικό εταίρο για τον έλεγχο της περιοχής θα επιθυμεί την απρόσκοπτη στρατιωτικής συνεργασίας για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας ενώ παράλληλα θα αναζητεί τρόπους για τη μείωση της δύναμης του Ερντογάν.

Αντίθετα η Ρωσία καλοβλέπει μια αναθέρμανση των σχέσεων με την Τουρκία όπως αυτή ξεκίνησε τις προηγούμενες ημέρες με οικονομικές κυρίως συμφωνίες που φαίνονται αμοιβαία επωφελείς. Παρά τις ενδεχόμενες αμοιβαίες προσπάθειες για αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων, Ρωσία και Τουρκία αποτελούν δύο γειτνιάζουσες υποψήφιες περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες παρά την προσωρινή σύγκλιση συμφερόντων είναι καταδικασμένες να ευρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό. Επιπροσθέτως η  παρουσία δύο αυταρχικών ηγετών με υπέρμετρες προσωπικές φιλοδοξίες και διακατεχόμενοι από μαξιμαλιστικές τάσεις για τις χώρες τους, αποτελεί δοκιμασμένη «συνταγή» συνεχών τριβών και αντιπαραθέσεων.

Το Ισραήλ παρά την επαναπροσέγγιση με την Τουρκία θα συνεχίσει την πολιτική πυγμής απέναντι στους μουσουλμάνους που αποτελεί μόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης με την Άγκυρα και τις επιδιώξεις της. Επίσης η αμοιβαία καχυποψία θα εξακολουθήσει να υπάρχει ειδικά στο Τελ-Αβίβ όσο ο Πρόεδρος Ερντογκάν και το ΑΚΡ παραμένουν στην εξουσία και υλοποιούν τους εθνικούς τους στόχους ενώ η ακόμη περαιτέρω αποδυνάμωση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων θα επιφέρει σοβαρές ανησυχίες στο Ισραήλ για την αξιοπιστία του επίφοβου συμμάχου.

Ακόμη όμως και η μακρινή Κίνα καλοβλέπει την ελκυστική αγορά των 80 εκατομμυρίων Τούρκων αν και δυσανασχετεί για την υποστήριξη της Άγκυρας στους απομονωμένους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στα δυτικά όρια της χώρας.

Τέλος οι επιπτώσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο δεν αναμένονται ευοίωνες.  Η ισλαμική διακυβέρνηση στην Τουρκία δεν έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις σχέσεις των τριών κρατών ούτε έχει επιτευχτεί καμία θεαματική πρόοδος στα ανοικτά ζητήματα μεταξύ των διάφορων πλευρών. Πιθανόν να εξέλειψε η εμφάνιση κρίσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας αλλά οι διαφορές και κυρίως οι τουρκικές διεκδικήσεις παραμένουν αν όχι αναβαθμίζονται ενώ νέες αυθαίρετες τουρκικές διεκδικήσεις προστίθενται. Η απουσία οξύνσεων οφείλεται στην απόφαση της Ελλάδος και Κύπρου να υιοθετήσουν μια πολιτική χαμηλών τόνων έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων. Η πολιτική αυτή μάλλον προσωρινά εξυπηρετεί και την Άγκυρα που θα αποφύγει προσωρινά οξύνσεις στο Αιγαίο για να αντιμετωπίσει άλλα πιο φλέγοντα εσωτερικά και εξωτερικά θέματα. Βέβαια οι πιέσεις της Άγκυρας δεν θα σταματίσουν όπως φαίνεται και από το θέμα της έκδοσης των 8 αξιωματικών που ζήτησαν άσυλο στη χώρα μας.

Παρά τις μεγαλοστομίες του Τούρκου Προέδρου θεωρώ ότι οι βασικές κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής θα παραμείνουν οι αυτές με πρόσκαιρη υιοθέτηση της «πολιτικής μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» αλλά με απώτερο στρατηγικό στόχο να παραμένει η ανάδειξη της Τουρκίας ως της σημαντικότερης περιφερειακής δύναμης στην περιοχή. Βέβαια οι αυτές οι προκλήσεις είναι πιθανόν να οδηγήσουν, προσχεδιασμένα ή εξ ατυχήματος, σε μια σημαντική ρήξη που μπορεί να επιφέρει σημαντικές ανακατατάξεις στις ισορροπίες της περιοχής.


*Ο Μάρκος Βλάχος είναι μέλος του ΔΙΚΤΥΟΥ Ανανεωτικής Αριστεράς