του Γιώργου Μελιγγώνη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ

Όσο περνούν οι μέρες, τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους εξαντλούνται και εντείνονται οι συνθήκες θρίλερ αναφορικά με το αν υπάρχουν λεφτά για να πληρωθούν μισθοί-συντάξεις, αλλά και δανειοδοτικές υποχρεώσεις που λήγουν, τόσο αυξάνουν οι φωνές που ζητούν από την κυβέρνηση «να κλείσει τη συμφωνία εδώ και τώρα».

Πρόκειται για φωνές που προέρχονται κυρίως από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από φορείς δημοσίου λόγου οι οποίοι στο παρελθόν υποστήριξαν την ανάγκη να υλοποιηθούν οι απαιτήσεις των δανειστών –όσο παράλογες κι αν ήταν οι περισσότερες απ’ αυτές- προκειμένου «να μην κινδυνεύσει η θέση της χώρας στο ευρώ». Άλλοι τους είπαν «μνημονιακούς». Αλλά ακόμη και σε όποιον δεν αρέσουν οι ταμπέλες, οι φωνές αυτές ήταν οπωσδήποτε φωνές που υποστήριζαν έναν συγκεκριμένο «μονόδρομο» πολιτικών –αυτών των πολιτικών που μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε.

Ωραία, λοιπόν, να κλείσει η συμφωνία «εδώ και τώρα». Με ποιους όρους; Με ποια «προαπαιτούμενα»; Με ποιες νέες ανειλημμένες «δεσμεύσεις»; Γι’ αυτά δεν λένε τίποτα όσοι κραυγάζουν για την ανάγκη να επιτευχθεί συμφωνία. Και μαζί μ’ αυτά, δεν λένε τίποτα και για το μέλλον της χώρας. Το να κλείσει η συμφωνία της Αθήνας με τους δανειστές της δεν είναι μία αυτόματη διαδικασία. Όλες οι πληροφορίες συντείνουν στο συμπέρασμα ότι οι εκπρόσωποι των δανειστών δεν ζητούν απλώς μέτρα που θα κλείσουν το δημοσιονομικό και χρηματοδοτικό κενό, ούτε παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν την εισπραξιμότητα των φόρων. Πέρα από αυτά, δηλαδή από το να «βγαίνουν» τα νούμερα, οι εκπρόσωποι των δανειστών ζητούν παρεμβάσεις και μέτρα που είναι ιδεολογικής φύσης και δεν έχουν σχέση με την διασφάλιση της εκτέλεσης ενός πρωτογενώς πλεονασματικού ή ακόμη και ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.

Ζητούνται, επιπροσθέτως, νέες μειώσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, αλλά και περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και των εργασιακών δικαιωμάτων, όπως η νέα αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων.

Μ’ άλλα λόγια, για μία ακόμη φορά, ακόμη και τώρα, παρά την νωπή λαϊκή εντολή σε  μία αριστερή κυβέρνηση και τους επαλαμβανόμενους γύρους «πολιτικής  διαπραγμάτευσης» που έλαβαν χώρα σε Βρυξέλλες, Ουάσινγκτον και Βερολίνο, οι δανειστές συνεχίζουν να επιμένουν στην λογική του «πειραματόζωου» για την Ελλάδα. Γιατί, προφανώς, οι ομαδικές απολύσεις δεν επηρεάζουν τον προϋπολογισμό του κράτους. Όχι, τουλάχιστον, θετικά, γιατί αν η αύξηση του ορίου συνοδευθεί με αύξηση των απολύσεων, τότε ο προϋπολογισμός απλώς θα επιβαρυνθεί με νέους δικαιούχους δικαιωμάτων ανεργίας και η ανεργία θα ενισχυθεί.

Όπως και στο θέμα του Ασφαλιστικού, παρά το γεγονός ότι μία χώρα με δημογραφικό πρόβλημα και ανεργία κοντά στο 30% δεν έχει βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα μακροπρόθεσμα, οι δανειστές δεν αμφισβητούν απλώς την βιωσιμότητα του συστήματος. Αμφισβητούν το αυτονόητο δικαίωμα ενός κράτους να επιλέξει –αν του βγαίνει ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός- να δίνει το 7% (όπως γίνεται τώρα) του προϋπολογισμού του σε συντάξεις, αντί του 4 ή του 5 ή του 6% που θα ήθελαν οι δανειστές. Το πώς κατανέμονται εσωτερικά οι δημόσιοι πόροι είναι θέμα του κάθε κράτους και όχι των δανειστών.

Οι δανειστές, λοιπόν, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως πειραματόζωο για τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες τους. Μοντέλο Βουλγαρίας ήθελαν απ’ την αρχή, κι ας έλεγαν σε συνεντεύξεις τους ορισμένοι εξ αυτών ότι «εμείς δεν είπαμε να μην φορολογηθούν οι εφοπλιστές» και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Γιατί σε κάθε διαπραγμάτευση, ενώ οι επικουρικές συντάξεις και οι απολύσεις έμπαιναν στο στόχαστρο των «τροϊκανών» και ασκούντο φοβεροί εκβιασμοί στην εκάστοτε κυβέρνηση, ουδείς «τροϊκανός» είδε ποτέ ολιγάρχες, καναλάρχες, φοροαποφυγή μέσω off shore και τριγωνικών συναλλαγών. Γι’ αυτά δεν έθεσε ποτέ κανένας όρους, ούτε τα χαρακτήρισε «προαπαιτούμενα» για κάποια δόση. Σημασία είχαν πάντα η συρρίκνωση του Δημοσίου, η περικοπή συντάξεων, η αποδιάρθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και της αγοράς εργασίας.

Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, συνιστούν ιδεολογικές εμμονές που μία κυβέρνηση έχει υποχρέωση να αποκρούσει. Και, κατά τα φαινόμενα αυτό κάνει, διεξάγοντας σκληρές διαπραγματεύσεις, κρατώντας δυο-τρεις «κόκκινες γραμμές» στοιχειώδους αξιοπρέπειας –αυτές τις οποίες άλλοι είχαν κάνει «ροζ» και μετά άσπρες, κάτασπρες, στη μία εβδομάδα «διαπραγμάτευσης». Και αυτό οφείλει να κάνει. Γιατί η εντολή του λαού ήταν «λύση εντός ευρώ» πράγματι, αλλά δεν ήταν «ευρώ κι ας γίνουμε Βουλγαρία»…

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τυχαίο ότι οι «προτροπές» για «συμφωνία εδώ και τώρα» προέρχονται κυρίως από τους δύο κυβερνητικούς εταίρους της προηγούμενης κυβέρνησης, οι οποίοι ακολούθησαν σκληρή –και μονόπλευρη και απολύτως ταξική- πολιτική λιτότητας και αποδοκιμάστηκαν σκληρά στις εκλογές. Αλλά και απ’ όσους τους στήριξαν λυσσαλέα με νύχια και με δόντια.

Εκείνοι, δηλαδή, που «στράγγιξαν» την αγορά με προκαταβολές φόρου και φορολόγηση ελευθέρων επαγγελματιών με 46% από το πρώτο ευρώ, οδύρονται τώρα γιατί «η αγορά παγώνει». Εκείνοι που έψαχναν «δεξαμενές απολύσεων» στο Δημόσιο και περιέκοπταν τους δικαιούχους του επιδόματος ανεργίας οιμώζουν για «νέα λουκέτα που μας γυρίζουν στην ύφεση».

Και, τούτων δοθέντων, θα μπορούσε κανείς βασίμως να εικάσει πως οι ως άνω δεν συγκινούνται τόσο για τις –πραγματικές, είναι η αλήθεια- επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία της «αβεβαιότητας», όσο για την επιδίωξή τους να κάνει κι αυτή η κυβέρνηση ό,τι έκαναν και οι ίδιοι. Για να πανηγυρίσουν μετά πως ό,τι έκαναν ήταν μονόδρομος, πως ο ΣΥΡΙΖΑ κορόιδεψε τους πολίτες και πως τώρα θα πιει το πικρό ποτήρι του Μνημονίου.

Ως μικροκομματική πολιτική επιλογή «μικρών» και «φτηνών» πολιτικών –που ονειρεύονται» κυβερνητικά σχήματα «τύπου Παπαδήμου»-  δύο μήνες μετά τις εκλογές, είναι κατανοητή. Μόνο που αυτό δεν λέγεται «συναίσθηση ευθύνης για τη χώρα, όπως το προβάλλουν. Λέγεται «σύνδρομο δικαίωσης» ή αλλιώς «σύνδρομο του καθρέφτη».

Via : www.matrix24.gr