της Μαρίας Ανδρούτσου*

Στη χώρα μας το ζήτημα της υποεκπροσώπησης των γυναικών στην πολιτική αναδεικνύει μια σειρά από προβλήματα που δεν περιορίζονται μόνο στο πολιτικό συγκείμενο, αλλά απλώνονται σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής και εν τέλει καταλήγουν να δημιουργούν βαθύ αξιακό και δημοκρατικό έλλειμα.

Είναι μόνο μερικοί μήνες που μας χωρίζουν από τις εθνικές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές στη χώρα. Και πριν ο προεκλογικός και εκλογικός πυρετός ξεσπάσει ίσως είναι και η κατάλληλη στιγμή να αναστοχαστούμε, όχι μόνο τη διαμορφωμένη κατάσταση σε σχέση με τη θέση των γυναικών στα κέντρα πολιτικών αποφάσεων και τα αιρετά αξιώματα, αλλά επίσης τους τρόπους με τους οποίους τα αρμόδια όργανα της πολιτείας ενθαρρύνουν και υποστηρίζουν αυτή τη συμμετοχή σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.

Στη χώρα μας, η συμμετοχή των γυναικών στα κοινά και η αφοσίωση σε αυτό είναι δύσκολη υπόθεση. Η ισχνή πρόοδος σε ουσιαστικά και αποτελεσματικά προγράμματα και πολιτικές για την εναρμόνιση της οικογενειακής και με την επαγγελματική ζωή αποτελεί έναν από τους κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντες συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική ζωή, είτε σε εθνικό είτε σε τοπικό επίπεδο. Κι αν αυτό σε πολλές και πολλούς φαίνεται υπερβολικό, με τη δήθεν δικαιολογία πως οι αγώνες του γυναικείου κινήματος της μεταπολίτευσης της χώρα μας στέφθηκαν με επιτυχία και πως τα θέματα της έμφυλης ισότητας είναι ίσως «λυμένα», εγώ θα αντιτάξω μερικούς έμφυλους αριθμούς από την τοπική αυτοδιοίκηση έπειτα από τις εκλογές του 2019, που σε κάθε περίπτωση γνωρίζω καλά:

Καταρχάς οι γυναίκες υποψήφιες δήμαρχοι το 2019 ήταν μόλις 180, ποσοστό μόλις 11%, ενώ οι άνδρες υποψήφιοι δήμαρχοι 1.455, ποσοστό 88%. Η συμμετοχή των γυναικών για το αξίωμα της δημάρχου ήταν μηδενική σε 199 από τους 332 Δήμους της χώρας, ένα ποσοστό που αγγίζει το 60%, ενώ το 50% των υποψήφιων δημάρχων ήταν γυναίκες σε μόλις 2 Περιφερειακές Ενότητες της χώρας. Στο σύνολο των 332 δήμων εκλέχθηκαν μόνο 19 γυναίκες δήμαρχοι, ποσοστό 5,7% και 313 άνδρες δήμαρχοι, ποσοστό 94,3%. Στην Αττική αυτή τη στιγμή,  στο σύνολο των 66 Δήμων, είμαστε εκλεγμένες μόλις 3 γυναίκες Δήμαρχοι! Επιπλέον, σε επίπεδο περιφερειακών συμβουλίων στο σύνολο των 7.565 υποψήφιων περιφερειακών συμβούλων, οι 3.182 ήταν γυναίκες, ποσοστό 42,1% και οι 4.383 άνδρες, ποσοστό 57,9%, ενώ ο αριθμός των υποψήφιων περιφερειαρχών ανέρχεται σε 12 για τις γυναίκες (11,8%) και 90 για τους άνδρες (88,2%). Και εν τέλει στις 13 Περιφέρειες της χώρας εξελέγη 1 γυναίκα περιφερειάρχης και 12 άνδρες περιφερειάρχες.

Προσωπικά, αυτά τα νούμερα τα θεωρώ εξαιρετικά προβληματικά. Από τη μία οι πολλαπλοί ρόλοι που καλούνται οι γυναίκες να επιτελέσουν (που συνοψίζονται στα: εργασία, μέριμνα παιδιών και άλλων μελών της οικογένειας, οικιακή απλήρωτη εργασία)  και οι διαχρονικές στερεοτυπικές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας, από την άλλη, όχι μόνο αποτρέπουν τις εργαζόμενες γυναίκες και μητέρες να ασχοληθούν με την πολιτική δράση, αλλά όσο δεν υπάρχει μια ουσιαστική μετατόπιση από τη θλιβερή αυτή κατάσταση, το πρόβλημα θα διαιωνίζεται, όπως συμβαίνει τώρα.

 Και επειδή ο κριτικός αναστοχασμός αποτελεί στοιχείο της φεμινιστικής μου προσπάθειας, με σιγουριά λέω πως είναι ελάχιστες οι πρωτοβουλίες και οι πολιτικές από την Πολιτεία για τη διαμόρφωση θετικών δράσεων που θα ενθαρρύνουν ουσιαστικά τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο. Οι αδυναμία των πολιτικών αυτών – που αφορούν κυρίως στα θέματα της ποσόστωσης και όχι τόσο της ουσιαστικής ενδυνάμωσης  και υποστήριξης – είναι εν μέρει και ένας από τους λόγους που η Ελλάδα κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη στα θέματα συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική.

Οι γυναίκες όμως, έχοντας σαφή συμφέροντα τα οποία θα πρέπει να εκπροσωπούνται μέσα στα κέντρα λήψης πολιτικών αποφάσεων είναι σχεδόν απίθανο να εκπροσωπηθούν αν δεν συμμετέχουν οι ίδιες ενεργά και με παρουσία στην πολιτική σκηνή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως όλες οι γυναίκες μοιράζονται τα ίδια συμφέροντα ή ότι η αύξηση της εκπροσώπησης και συμμετοχής των γυναικών αναγκαστικά και αμέσως θα ωφελήσει όλες τις γυναίκες ή θα σημαίνει αυτομάτως θετικές δράσεις για τις διαχρονικές αξιώσεις των γυναικών. Όμως η υποεκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική σημαίνει ότι σημαντικοί τομείς της ανθρώπινης εμπειρίας αποκλείονται από τον πολιτικό διάλογο.

Επίσης είναι σαφές για μένα, πως όλα τα συμφέροντα και όλες οι διεκδικήσεις έχουν έμφυλη διάσταση και οι γυναίκες έχουν τα γνωρίσματα και τις εμπειρίες που μπορούν αδιαμφισβήτητα να βελτιώσουν την ποιότητα της πολιτικής ζωής, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ( όπως οι διαδοχικές κρίσεις που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια ) και οι στερεοτυπικές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας θα πρέπει να σταματήσουν να αποτελούν το ανάχωμα στο όραμα της πολιτικής χειραφέτησης των γυναικών. Οι ρωγμές στα θέματα της έμφυλης ανισότητας οφείλουν να έχουν αφετηρία τους διαχρονικούς αγώνες του γυναικείου κινήματος και της φεμινιστικής πολιτικής σκέψης, να γίνονται σε βάθος, ανατρεπτικά, διαθεματικά και δίκαια και αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα με όχημα θαρραλέες, ριζοσπαστικές και μετασχηματιστικές πολιτικές που θα στοχεύουν στην ουσιαστική ισότητα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αμφισβητούμε διαρκώς την «φυσιολογικότητα» των προτύπων και της πολιτικής πραγματικότητας που διαμορφώθηκαν από τους άνδρες για τους άνδρες και να επισημαίνουμε τις ανισότητες και όχι τις διαφορές μας.

* Η Μαρία Ανδρούτσου είναι δήμαρχος Αγίου Δημητρίου