του Μάκη Μπαλαούρα

«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει», τραγουδούσε ο Ξυλούρης σε στίχους του Ρίτσου.
Αμέτρητες σκηνές έρχονται στο νου. Να μερικές:
 Σκηνή πρώτη.
«Τον κ. Καραπαναγιώτη, παρακαλώ».
«Περιμένετε».
«Ποιος τον ζητά»
«Ο τάδε».
Καραπαναγιώτης: «Τι θέλεις ρε;»
«Πιάσατε το πρωί τον… Θέλω να σας πω ότι έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας στο κεφάλι και γι’ αυτό παίρνει φάρμακα. Θα έρθω εγώ στη θέση του, αν τον αφήσετε ελεύθερο».
«Να πας να γ…θείς κωλόπαιδο. Όλους θα σας πιάσουμε, όλους θα σας πεθάνουμε».
Και με δύναμη κλείνει το τηλέφωνο ο αρχιβασανιστής…
Σκηνή δεύτερη.  Κρατούμενοι από την πρώτη εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 14 Φεβρουαρίου 1973 με εμφανή τα σημάδια της κακοποίησης, μεταφέρονται  από τη Γενική Ασφάλεια στο Εφετείο που στεγαζόταν στο Αρσάκειο. Κάμποσοι φοιτητές ξαφνικά εμφανίζονται και ορμούν πλευρίζοντας την κλούβα συμπαραστεκόμενοι στους κρατούμενους, φωνάζοντας: «Κουράγιο. Θα νικήσουμε!». Οι αστυνομικοί στην αρχή τα χάνουν, μετά βγάζουν τα γκλομπς και όποιον πάρει ο χάρος. Οι κρατούμενοι κλαίνε. Οι ανθρωποφύλακες τα χάνουν. Κλαίνε αυτοί που δεν έβγαλαν «κιχ» στα βασανιστήρια, θα αναρωτήθηκαν. Που να καταλάβουν!
Η ίδια σκηνή, με χιλιάδες κόσμου έξω από τα δικαστήρια. Η κλούβα και τα αυτοκίνητα συνοδείας τρέχουν μέσα στο πλήθος με κίνδυνο να τραυματίσουν ανθρώπους. Από πίσω εξοπλισμένοι αστυνομικοί χτυπούν ανελέητα και συλλαμβάνουν όποιον βρουν. Οι κρατούμενοι στην κλούβα κτυπούν τα τζάμια φωνάζοντας συνθήματα. Γεμίζουν την αίθουσα του δικαστηρίου με μυστικούς, εμποδίζοντας τους γονείς να πλησιάσουν το κτίριο και τους δικηγόρους να μπουν μέσα!
Σκηνή τρίτη. Στο σκληρό χειμώνα του 1974, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τη νέα χούντα του Ιωαννίδη. Απόφαση να σπάσουμε την τρομοκρατία. Εμφάνιση κάποιων στις σχολές. Συλλήψεις από την ΕΣΑ μέσα στις αίθουσες.  Ο Πάνος Γεραμάνης, που δούλευε τότε στην «Ακρόπολη», πήρε το μήνυμα από τον Πράκτορα και αρχίζει να τρέχει, λες και ήταν αθλητής παρά τα κιλά του, στους τηλεφωνικούς θαλάμους για να στείλει την είδηση στο BBC, στο Παρίσι, στη Ντόιτσε Βέλε, στη «Φωνή της Αλήθειας».
Τα ραδιόφωνα έπαιζαν τότε σημαντικό ρόλο για τους συλληφθέντες, γιατί δυσκόλευαν την εξόντωσή τους μέχρι θανάτου. Από τα ραδιόφωνα, επίσης, μάθαιναν οι συγγενείς, την τύχη των κρατουμένων τους που  αγνοούνταν, αναζητώντας τους εναγωνίως από την Ασφάλεια έως την ΕΣΑ και την Εισαγγελία. Η χούντα δεν έδινε καμία πληροφορία. Μετά από ενάμισι μήνα κράτησης, ανακρίσεων και βασανισμών άρχισαν να έρχονται σώβρακα και τσιγάρα. Άσσος σκέτο. Ξαφνικά έρχεται ένα πακέτο με Σαντέ σκέτο, αυτό με το κόκκινο χρώμα και στο κέντρο να το στολίζει μια όμορφη ξανθιά. Μήνυμα από τον «Πράχτορα» σαν να έλεγε είμαι καλά, είμαστε μαζί σου. Τα σλιπς έπρεπε να είναι καινούργια, στην κλειστή συσκευασία τους. Στη μέση χαρτόνι. Αυτά τα χαρτόνια κόπηκαν ομοιόμορφα, όσο μπορούσες, έγιναν τράπουλα και άρχιζε η πόκα  με έναν παίκτη και τους άλλους χιλιόμετρα μακριά, ακόμα και έτσι όμως δεν έπιαναν οι μπλόφες στον Πράκτορα, μου έπαιρνε και τα ρέστα…
Ο αξέχαστος Κώστας Σμυρνής, ο Πράκτοράς μας, παρατσούκλι που κονόμησε όταν ο ασφαλίτης και βασανιστής Βλάσης Καραθανάσης εκβιάζοντάς τον νόμισε ότι θα τον κάνει χαφιέ τους. Με βρήκε, από τα Σαβάλια αυτός, από τα Λεχαινά εγώ, μου τα είπε, συμφωνήσαμε να του λέει μικρά ασήμαντα πράγματα, γνωστά άλλωστε, προκειμένου να τους αποπροσανατολίσει όταν θα έρθει η μεγάλη ώρα. Έτσι τους τη φέραμε κοιμίζοντάς τους και μοιράσαμε χωρίς συλλήψεις και κατάσχεση, την περίφημη «Μελέτη των 12» της ΑΣΟΕΕ. Αφορμή να μας περάσουν πειθαρχικό οι αρχές της σχολής και να γίνει η πρώτη αγωνιστική και μαζική κινητοποίηση, πάνω από 1.500 φοιτητές, που φώναζαν αντιχουντικά συνθήματα και τραγουδούσαν Θεοδωράκη. Ο Πράκτορας σε διατεταγμένη υπηρεσία από τους ασφαλίτες, μαζί με μια ντουζίνα διορισμένους στο Δ.Σ της σχολής, δεν άντεξε την αγωνιστική ανάταση. Τους εγκατέλειψε με το μάγκικο βηματισμό του, βρίζοντάς τους και ήρθε μαζί μας. Κατέρρευσε η επιχείρησή μας. Κερδίσαμε όμως όλοι μα όλοι από την ΑΣΟΕΕ έως το πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Παρίσι, στα Λεχαινά, στο ΤΕΙ Πύργου έναν ντόμπρο άνθρωπο, γνήσιο μάγκα, ατόφιο, δάσκαλο και εξαιρετικό σύντροφο…

Θα άξιζε να ζήσεις τότε μόνο και για αυτά

Η «γενιά» μας, με εισαγωγικά γιατί ποτέ δεν υπήρξε καμία γενιά ενιαία, όπως η γενιά της Αντίστασης είχε και τον Γλέζο είχε και τους ταγματασφαλίτες Κουρκουλάκο ή Παπαδόγκωνα, η «γενιά» μας, λοιπόν, αυτοί δηλαδή που αγωνίστηκαν στη δικτατορία έχουν, εφόσον σεβάστηκαν τους κώδικες που διαμορφώσαμε,  ανεξάρτητα την πολιτική ή κοινωνική μετέπειτα ένταξή τους, έναν δικό τους συναισθηματικό νήμα που τους τυλίγει. Έδρασαν μαζί σε ακραία δύσκολες εποχές, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, αναλαμβάνοντας κινδύνους, με άλλα λόγια δημιούργησαν με την πιο πλήρη σημασία της την έννοια της συντροφικότητας. Όχι αυτή που ευτελίστηκε, κυρίως, στη πασοκρατία.
«Τι αισθάνεσαι για τον τάδε ή τον δείνα άμα τους βλέπεις στο δρόμο;» με ρώτησε ο οδοντίατρός μου, ο Μιχάλης, μαρξιστής, μυαλό κοφτερό και με αναζητήσεις.
«Φιλιόμαστε, πειράζουμε ο ένας τον άλλον, κουτσομπολεύουμε θετικά τους κοινούς μας φίλους και δείχνουμε την αγάπη μας».
«Ακόμα και αν έχουν ακουστεί διάφορα για τη μετέπειτα πορεία τους;» «Δε θέλουμε να τα πιστέψουμε», του απάντησα. «Κάτι τέτοιες μέρες βρισκόμαστε στα παλιά ταβερνάκια μας και θυμόμαστε τα παλιά, όχι τα άσχημα, αλλά τις πλάκες και τους έρωτες μας.»
Ούτε το τηλέφωνο στο βασανιστή ξεχνιέται, ούτε ο ευτραφής Πάνος που είχε τις φωτογραφίες μας στο υπόγειο δωμάτιο του, ούτε το Σαντέ με το κόκκινο κουτί και τη γοητευτική κοπέλα στη μέση. Μας σημάδεψαν με τη σφραγίδα της συντροφικότητας για πάντα. Μόνο και για αυτά τα συναισθήματα θα άξιζε να ζήσει κανείς τότε.

Via : epohi.gr