liakos1

Του Αντώνη Λιάκου

Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη και δεν χρειάζεται εξωραϊσμούς. Προπαντός ιδεολογικά αναισθητικά. Η Ελλάδα μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης εξέλεξε μια αριστερή κυβέρνηση με εντολή να επιχειρήσει μια τομή στην πολιτική που εφαρμόστηκε έως τώρα. Υπάρχει όμως ένα απαγορευτικό πλαίσιο που δεν της το επιτρέπει. Η κυβέρνηση δεν έχει τον έλεγχο της νομισματικής ρευστότητας και είναι συνεχώς υπό την απειλή ασφυξίας, όχι μόνο για να εφαρμόσει τους μακροπρόθεσμους στόχους της, αλλά και τους βραχυπρόθεσμους. Οι αντιρρήσεις στις συναντήσεις κορυφής και στο Γιούρογκρουπ που ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα δεν προβάλλει τεχνικά άρτιες και κοστολογημένες μεταρρυθμίσεις μεταθέτουν το ζήτημα στο επίπεδο μιας τεχνοκρατικής συζήτησης, που υπεκφεύγει και παρακάμπτει το πολιτικό ζήτημα που είναι: «τι είδους μεταρρυθμίσεις;». Ο στόχος είναι σαφής: η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να εγκαταλείψει το πρόγραμμα της, ώστε να ευτελιστεί η πολιτική της, ή να πιεστεί μέσα από την πιστωτική ασφυξία ώστε να πέσει. Σε κάθε περίπτωση, να μην αποτελέσει προηγούμενο στην Ευρώπη.

Το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων

Επομένως το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων ή καλύτερα της παραγωγής δημόσιων πολιτικών είναι κομβικό. Ας επιχειρήσουμε να δούμε τα πράγματα από μια ευρυγώνια ιστορική προοπτική. Το κοινωνικό ευρωπαϊκό μοντέλο που οι περισσότεροι από μας, μεγαλύτερων ηλικιών, γνωρίσαμε, βρισκόταν σε ισχύ όσο εξυπηρετούσε την οικονομική ανάπτυξη. Μπήκε όμως σε μια μακρά κρίση τις τελευταίες δύο δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Αυτή η κρίση είχε τρεις αιτίες.
Η πρώτη αφορούσε την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Ψηφιακή τεχνολογία, απεριόριστη διαδικτυακή επικοινωνία, αυτοματισμός, άλλαξαν την παραγωγική δομή των κοινωνιών. Εξαφάνισαν δουλειές, δημιούργησαν καινούργιες, αλλά πολύ λιγότερες αναλογικά. Η παλιά βιομηχανία πάνω στην οποία βασίστηκε το κλασικό προλεταριάτο και ο συνδικαλισμός εξαφανίστηκε, ή μεταφέρθηκε στον Τρίτο κόσμο, και το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο εργασιακών σχέσεων αντικαταστάθηκε από την επισφάλεια και τις ευέλικτες μορφές εργασίας.
Η δεύτερη αλλαγή είχε να κάνει με την παγκοσμιοποίηση, κυρίως την παγκοσμιοποίηση των αγορών και την απεριόριστη κίνηση των κεφαλαίων. Ο ανταγωνισμός από χώρες με χαμηλότερο παραγωγικό κόστος οδηγεί στην ασιατικοποίηση των συνθηκών εργασίας, και κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου.
Τέλος, η τρίτη μεταβολή σχετίζεται με τη συσσώρευση ζητημάτων που αφορούν την επιβίωση των πληθυσμών. Ο υπερπληθυσμός του πλανήτη (7 δισ.) ζει πάνω από τα όρια των δυνατοτήτων του, μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα τον διασχίζουν από το Νότο προς το Βορρά, ο πληθυσμός της Ευρώπης γηράσκει και οι ηλικιακές πυραμίδες που εξασφάλιζαν τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους ανατρέπονται, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πληρωθούν συντάξεις, ιατρική περίθαλψη κλπ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των ιστορικών αλλαγών, όπως συμβαίνει άλλωστε και σε όλες τις μεγάλες ιστορικές αλλαγές, οι παλιοί συσχετισμοί δυνάμεων ανάμεσα σε χώρες και κοινωνικές τάξεις ανατρέπονται και ανοίγει ένας άγριος αγώνας για την ιδιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πόρων και στρατηγικών θέσεων. Η νεοφιλελεύθερη επέλαση επιδιώκει μια αναδιανομή του εισοδήματος από τους πολλούς στους λίγους και συνοδεύτηκε από την αύξηση των ανισοτήτων μέσα στις χώρες και ανάμεσα στις χώρες, από την εκποίηση των κοινών, δηλ. της δημόσιας υλικής και άυλης περιουσίας, από την εμπορευματοποίηση των αγαθών (υγείας, παιδείας, πολιτισμού). Στις μεγάλες κρίσεις αλλάζουν επίσης οι συσχετισμοί χωρών και δυνάμεων. Τρία στοιχεία να συγκρατήσουμε: Κατάρρευση του ψυχροπολεμικού διπολισμού, άνοδος των χωρών BRICS, ανάδειξη της Γερμανίας στη μόνη πλεονασματική χώρα του δυτικού κόσμου με μια πολιτική κρατικά καθοδηγούμενου νεοφιλελευθερισμού. Επομένως αυξάνει το χάσμα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σταματούν οι πολιτικές εμβάθυνσης και ολοκλήρωσης, παγιώνονται οι διαφορές σε τρεις ζώνες. Ευρωπαϊκός Βορράς, Ευρωπαϊκός Νότος, Κεντρο- Ανατολική Ευρώπη (πρώην σοσιαλιστικές χώρες).
Η κρίση του 2010 δεν ήταν μια σκόπιμη επινόηση για να αναγκαστεί η ελληνική κοινωνία να αποδεχτεί αυτές τις αλλαγές. (Αν θέλουμε να δούμε κατάματα τα πράγματα, θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη συνωμοσιολογικές εξηγήσεις). Επιβλήθηκαν, σε όσες χώρες επιβλήθηκαν, μέσω των κρίσεων, ως θεραπεία για να αντιμετωπιστούν οι κρίσεις. Οι κρίσεις ήταν η τιμωρία της μη προσαρμογής. Αλλά οι κρίσεις αυτές, στη μια χώρα μετά την άλλη, είναι ταυτόχρονα και αποτέλεσμα της προσαρμογής. Πρόκειται για νέου τύπου κρίσεις, σε νέο περιβάλλον, και χωρίς αντιστοιχία με προηγούμενες. Πρόκειται για καθεστώτα κρίσης. Η κρίση, τα έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπισή της, οι συνεχείς προσαρμογές σε ένα μοντέλο αγοράς στο οποίο κάθε συλλογικότητα, η ίδια η πολιτική ως συλλογική διαβούλευση οφείλει να υποκύψει, όλα αυτά συνιστούν μια νέα συνθήκη.

Η απόδραση του «πειραματόζωου»

Οι τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα υπήρξαν η αντίδραση στη συνθήκη αυτή. Για μια σειρά λόγους, ιστορικούς αλλά και συγκυριακούς, η Ελλάδα έδειξε ενισχυμένο πνεύμα αντίστασης και έφερε μια κυβέρνηση Αριστεράς στην εξουσία. Παρομοιάστηκε με πειραματόζωο που πήδηξε έξω από το εργαστήρι. Το ζήτημα είναι έως πού μπορεί να πάει σέρνοντας στα πόδια του τη σιδερένια μπάλα του χρέους. Αλλά το χρέος είναι πρωτίστως πολιτικό. Όπως το λουρί στους σκύλους. Μπορεί να είναι χαλαρό (δηλ. μικρά επιτόκια και επιμήκυνση), σχεδόν ανεπαίσθητο για τα υπάκουα σκυλάκια, μπορεί να είναι σφιχτό, για τους ζόρικους σκύλους, ή και ασφυκτικό, ώστε να αναγκάζεται το κακότροπο ζώο, επί ποινή ασφυξίας, να υπακούει.
Τι μπορεί να κάνουμε; Η έξοδος έχει εξηγηθεί πειστικά ότι δεν συμφέρει και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Γιατί και στην περίπτωση αυτή το χρέος θα παραμείνει. Άλλωστε, τα ανεξάρτητα νομίσματα για να μην κατρακυλήσουν, χρειάζονται πρόσδεση σε ισχυρότερα. Η δραχμή ήταν προσδεμένη στις ευρωπαϊκές νομισματικές συμφωνίες και ρυθμίσεις πολύ πριν το ευρώ. Έτσι θα είναι προσδεμένη και σε υποτιθέμενη έξοδο. Ας θυμηθούμε επίσης πώς ροκάνιζε τους μισθούς και τα μεροκάματα ο πληθωρισμός: τα εισοδήματα έμεναν φαινομενικά σταθερά ενώ οι τιμές σκαρφάλωναν και οι μισθοί έχαναν την αξία τους.
Στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή υπάρχουν εχθρικές κυβερνήσεις, αλλά και αναδυόμενες δυνάμεις αλλαγής, γιατί η κρίση δεν πλήττει μόνο εμάς. Η Ελλάδα πρέπει να κρατηθεί, ώστε με το παράδειγμά της να βοηθήσει στην ανάδυσή τους. Γι’ αυτό είναι λάθος το ελληνικό πρόβλημα να τίθεται με όρους «Γερμανοί εναντίον Ελλήνων», «όπως στην κατοχή έτσι και τώρα, τότε το Τρίτο ράιχ, τώρα το Τέταρτο», ή ότι «την Ελλάδα την επιβουλεύονται οι ξένοι από τον καιρό της ανεξαρτησίας». Θα είναι ολέθριο το ζήτημα των επανορθώσεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να το χειρίζονται αναρμόδιοι και αδαείς (Υπ. Εθνικής Αμυνας) και σε μια κατεύθυνση δημιουργίας μετώπου όπου συγχέονται το τότε με το τώρα.
Η Ελλάδα, επομένως, πρέπει να κρατηθεί, αλλά όχι να σέρνεται. Πρέπει να κρατηθεί εμπνέοντας. Η κυβέρνηση πρέπει να συγκροτήσει ένα πρόγραμμα που να εμπνεύσει και στο εσωτερικό, γιατί η συμφωνία τού κόσμου δεν είναι άπαξ δεδομένη, αλλά ένα πρόγραμμα που θα βρίσκει απήχηση και στο εξωτερικό.

Αντίθετα στο ρεύμα

Ποια τα χαρακτηριστικά ενός προγράμματος που θέλει να πάει αντίθετα με το ρεύμα δεκαετιών; Δεν είναι κάτι απλό, κάτι που φτιάχνεται μια κι έξω. Από μια επιτροπή σοφών, ή από ένα συνέδριο. Το πρόγραμμα των μνημονίων, η φιλοσοφία του αλλά και οι τεχνικές του λεπτομέρειες φτιάχνονταν εδώ και δύο δεκαετίες, σε πανεπιστήμια, ινστιτούτα, think tanks, κλπ. Δημιουργήθηκε στη διάρκεια δεκαετιών για να αντιμετωπισθεί η οικονομική ύφεση που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 70. Το πρόβλημα τότε είχε περιγραφεί ως συνδυασμός πληθωρισμού, που δεν μπορούσε να παίξει πλέον αναπτυξιακό ρόλο, και στασιμότητας, η οποία δημιουργούσε ανεργία (στασιμοπληθωρισμός), και οδήγησε στην αναθεώρηση των παλιών οικονομικών εργαλείων κευνσιανής έμπνευσης.
Η αναθεώρηση αυτή σήμαινε μεγάλες μετατοπίσεις ιδεολογικές και πολιτικές, γιατί αφορούσε την ανάγκη συνολικής αναδόμησης της οικονομίας και κατ’ επέκταση της ίδια της κοινωνίας, και του ρόλου του κράτους. Στην αρχή οι ιδέες αυτές εμφανίστηκαν ως ρηξικέλευθες, και με τη σταδιακή υιοθέτησή τους πότε από συντηρητικές κυβερνήσεις και πότε από κεντροαριστερές, έγιναν ορθοδοξία με αξιώσεις αυτονόητου τρόπου σκέψης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκαν οι «δομικές μεταρρυθμίσεις», άλλαξε η ορολογία της πολιτικής και της οικονομικής επιστήμης, δημιουργήθηκε ένα νέο εννοιολογικό σύμπαν.
Το ερώτημα είναι γιατί αυτά τα εργαλεία δεν λειτούργησαν; Αν παρατηρήσουμε την ευρωπαϊκή οικονομική συγκυρία σήμερα, βλέπουμε ότι επί μια δεκαετία, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ανάπτυξης κυμάνθηκε χαμηλότερα από εκείνη την περίοδο της δεκαετίας του 70. Η διαφορά είναι ότι τότε υπήρχε συνδυασμός πληθωρισμού και στασιμότητας, τώρα αποπληθωρισμού και στασιμότητας, με αποτέλεσμα μια ενδημική αλλά διογκωμένη μετά το 2008 ανεργία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια διαμετρικώς αντίθετη κατάσταση κρίσης από εκείνη της δεκαετίας του ’70. Τότε στασιμο-πληθωρισμός, τώρα στασιμοαποπληθωρισμός. Γιατί τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν τότε εναντίον του στασιμο-πληθωρισμού, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στην εποχή του στασιμο-αποπληθωρισμού;

Οι μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε

Ο σκοπός των καινούργιων μεταρρυθμίσεων πρέπει να αντιμετωπίσει στον πυρήνα της αυτή τη νέα συνθήκη. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις που αφορούν την νέα παραγωγική θέση της Ευρώπης στον κόσμο, την επανάσταση στα παραγωγικά μέσα, τις αλλαγές στην τεχνοεπιστήμη. Ζούμε σε μια διαφορετική εποχή από την προηγούμενη βιομηχανική εποχή. Χρειάζεται να κατανοήσουμε τις δυνατότητες αναδιάταξης που περικλείει σε πλήθος πεδίων. Επίσης πρέπει να λογαριάσουμε τη μεταβαλλόμενη σύνθεση των πληθυσμών και της ηλικιακής πυραμίδας σε σχέση με τις κοινωνικές ασφαλίσεις, τα μεταναστευτικά ρεύματα που αλλάζουν την πολιτισμική σύνθεση των κοινωνιών μας και τα μείζονα περιβαλλοντικά προβλήματα, τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως μιας διαρκούς και δια βίου διαδικασίας. Σε όλα αυτά τα πεδία η επικρατούσα ευρωπαϊκή πολιτική, αποδεικνύεται εντελώς ανεπαρκής. Ένα καινούργιο τύπο μεταρρυθμίσεων χρειάζεται να επεξεργαστεί και να προβάλει προς την υπόλοιπη Ευρώπη η νέα κυβέρνηση. Όχι αμυντικά, «αποκρούουμε τις αλλαγές που θέλετε», αλλά επιθετικά, «οι αλλαγές που μας προτείνετε είναι πίσω από τις ανάγκες της πραγματικότητας». Εδώ χρειάζεται πραγματικές διεθνείς επιτροπές, ουσιαστική διεθνή βοήθεια ειδικών επιστημόνων, αντί των θεαματικών επιτροπών επαχθούς χρέους με αμφίβολα αποτελέσματα.
Προς τις μεταρρυθμίσεις αυτές πρέπει να στραφεί η κοινωνία και η κυβέρνηση, μέσα από μια ανανεωμένη και προσαρμοσμένη στις ανάγκες προγραμματική συμφωνία. Τώρα που έχει πλεόνασμα εμπιστοσύνης, όχι αύριο. Η «βίαιη ωρίμανση» τώρα θα συμβεί, που το δάχτυλο είναι «επί των τύπων των ήλων». Πράγμα που σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας, ταυτότητας. Η Αριστερά του 21ου αιώνα θα διαφέρει από την Αριστερά του 2Οου αιώνα, όπως εκείνη διέφερε από την αριστερά του 19ου αιώνα. Επομένως, η Αριστερά του 21ου αιώνα δεν μπορεί να είναι ούτε σοσιαλδημοκρατική, ούτε κομμουνιστική. Και τα δύο σχέδια απέτυχαν. Το ένα προσαρμόστηκε, το άλλο κατέληξε σε δυστοπίες. Θα πρέπει να μάθουμε επομένως από τις αποτυχίες των προηγούμενων εγχειρημάτων και από την πρακτική της αντιμετώπισης των προβλημάτων. Να μάθουμε να αποφεύγουμε τον μανιχαϊσμό και τις απλουστεύσεις. Να μάθουμε λ.χ. ότι αντιστροφή της λιτότητας δεν σημαίνει εναγκαλισμός με τον καταναλωτισμό, και ότι χρειάζεται επανεκπαίδευση όλων μας σ΄ αυτό. Θεωρητική και πρακτική. Να μάθουμε λ.χ. ότι το ζήτημα των κοινωνικών ασφαλίσεων, πρέπει να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο αναγνώρισης της γήρανσης του πληθυσμού και της ορθολογικής οργάνωσης του συστήματος χωρίς προνόμια, ή παραχωρήσεις στις πιο δυναμικές ομάδες. Να μάθουμε λ.χ. να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της πολιτικής βίας. Η πολιτική βία παράγεται, και θα συνεχίσει να παράγεται στον 21ο αιώνα από πολλές πλευρές. Παράγεται από τους ρατσιστές και τον αναγεννώμενο φασισμό, αλλά και από τους οπαδούς του ένοπλου αγώνα, όπως επίσης και από τον ισλαμικό τζιχαντισμό. Η Αριστερά του 21ου αιώνα πρέπει να χαράξει σαφή όρια και να εμπεδώνει το αίσθημα δημοκρατίας και ασφάλειας χωρίς αμφισημίες ούτε προς το αστυνομικό κράτος, ούτε προς το μπάχαλο. Να μάθουμε ότι πρέπει να περάσουμε από τη στιγμή της αρνητικής κριτικής στη στιγμή της θετικής δημιουργίας, να εξερευνήσουμε πώς οι καλές ιδέες θα γίνουν καλές πρακτικές και θα αποκτήσουν αποτελεσματικότητα και συναίνεση.
Προφανώς τώρα, και προς την Ευρώπη, θα πρέπει να προβληθούν οι μεταρρυθμίσεις του ενδιάμεσου πεδίου ανάμεσα σε εκείνες που θέλουν οι δανειστές και σε εκείνες εναντίον της θέλησης των δανειστών, του ενδιάμεσου πεδίου ανάμεσα στο εν ενεργεία υπόδειγμα και στο αναδυόμενο. Και δεν είναι λίγες αυτές. Απαιτείται γι΄ αυτό να συγκροτηθεί ένας νέος αριστερός μεταρρυθμισμός, ο οποίος, στα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στους θεσμούς, θα βάλει τη σφραγίδα του αποφασιστικά. Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι επινοήσεις της στιγμής. Έχουν να κάνουν με τις μακροπρόθεσμες μεταβολές της κοινωνίας. Αν δεν συνειδητοποιηθεί αυτό, είναι προσωρινά μπαλώματα.

Κυβέρνηση και κόμμα

Η κρίση είναι μια μηχανή που καταβροχθίζει και καταστρέφει κόμματα. Έφαγε το ΠΑΣΟΚ, έφαγε το ΛΑΟΣ, έφαγε τη ΔΗΜΑΡ, πετσόκοψε τη ΝΔ. Θα γλιτώσει ο Σύριζα; Αυτό το ερώτημα δεν είναι ρητορικό και δεν απαντιέται εύκολα. Λειτουργεί ως προειδοποίηση. Και ερχόμαστε στο επίμαχο: Ποιο ρόλο μπορεί να έχει το κόμμα ως προς την κυβέρνηση; Υπάρχει μεγάλη κριτική για τον τρόπο με τον οποίο το Πασόκ κομματικοποίησε τον κρατικό μηχανισμό. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε. Ούτε αν η λογική του πράσινοι και μπλε, επανέρχεται ενίοτε ως μνημονιακοί/αντιμνημονιακοί. To κόμμα δεν πρέπει να λειτουργεί σαν τον Καθαρό Λόγο του Καντ απέναντι στην Κυβέρνηση η οποία κάνει συμβιβασμούς, εγκαλώντας την για παραβίαση αρχών, υποχωρήσεις κλπ. Δεν είναι διεκδικητική μηχανή, αλλά ένας χώρος διαύγασης των προβλημάτων, σύνδεσης με την κοινωνία και ανίχνευσης αυτού που μπορεί να λυθεί σε διαφορετικά επίπεδα.
Ο Λένιν άνοιξε τον 20ο αιώνα με το Τι να κάνουμε; μέσα από το οποίο εισήγαγε τον Δημοκρατικό Συγκεντρωτισμό. Το μοντέλο αυτό υιοθετήθηκε και από τα άλλα κόμματα και ακόμη έγινε το οργανωτικό μοντέλο του βιομηχανικού 20ου αιώνα. Αυτή ήταν η επιτυχία του. Τώρα χρειάζεται ένα καινούργιο μοντέλο, καινούργια οργανωτικά πρότυπα. Όπως οι οργανισμοί αναπτύσσονται μέσα από την ανταλλαγή ύλης με το περιβάλλον τους, με τον ίδιο τρόπο το κόμμα πρέπει να εξασφαλίσει την ανταλλαγή ύλης με την κοινωνία, ως προϋπόθεση ανάπτυξης.
Η νέα ψηφιακή εποχή έχει εισάγει πολύτιμα εργαλεία: στη θέση της καθετοπoιημένης οργάνωσης, να σκεφτούμε την πρακτική του πληθωπορισμού (crowd sourcing). Όχι ένα δένδρο όπου οι χυμοί (πληροφορίες-εντολές) ξεκινούν από τον κορμό και φτάνουν στα κλαδιά, αλλά ένα ρίζωμα, όπως τα καλάμια και η αγριάδα. Δίκτυα δηλαδή που απορροφούν χυμούς από πολλές δεξαμενές και με πολλά στόματα και επικοινωνούν μεταξύ τους. Όχι κάτι δικό μου, κάτι δικό σου, και ένα τρίτο τζάμπα (δημόσιο), αλλά κάτι δικό μου και δικό σου, και άλλων, που ο καθένας συμμετέχει με τη δουλειά του. Επομένως το επίπεδο βιώματος, συμμετοχής και διαλόγου οφείλει να χτιστεί από τα κάτω προς τα πάνω και σε αυτή τη διαδικασία ο ρόλος του κόμματος γίνεται διαμεσολαβητικός ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο σύνολο της κοινωνίας.
Πρέπει να ξεπεράσουμε το στάδιο του καθρέφτη όπου λέμε πόσο καλοί, ωραίοι και ανώτερης ηθικής είμαστε ως αριστεροί. Το καινούργιο παράδειγμα κοινωνίας που θέλουμε είναι ακόμη αδιευκρίνιστο. Συμφωνούμε στις αξίες τής ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης, αλλά οι τρόποι για να προκύψει είναι εν πολλοίς πειραματικοί, υβριδικοί, επομένως κόμμα και κινήματα έχουν μεγάλο ρόλο, δίπλα στην κυβέρνηση. Οι δυσκολίες της παρούσας κατάστασης απαιτούν εμπιστοσύνη στην ηγεσία, και η ίδια πρέπει συνεχώς να την κερδίζει θέτοντας αποφασιστικά προτεραιότητες. Οι μεγάλες θεσμικές τομές και οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν τη συγκρότηση ενός ισχυρού μπλοκ εξουσίας που θα καταφέρει να διασώσει τη χώρα και την κοινωνία με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.

* Το κείμενο που δημοσιεύουμε, αποτελεί μεγάλο μέρος της ομιλίας του ιστορικού Αντώνη Λιάκου σε εκδήλωση με τίτλο «Κόμμα, κυβέρνηση, κίνημα: Η αριστερά στον 21ο αιώνα», που έγινε στις 6 Απριλίου, με πρωτοβουλία της νομαρχιακής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ Α΄ Αθήνας.

Via : http://epohi.gr