Λευτέρης Καρχιμάκης

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη διανύει τις πρώτες ημέρες της, συγκροτήθηκε, ψήφισε τα πρώτα νομοσχέδιά της, ανακοίνωσε τις προθέσεις της για το μέλλον και έδωσε το στίγμα της. Μπορούμε πλέον να κάνουμε εμπεριστατωμένη κριτική, όχι μονάχα βάσει των εξαγγελιών της Ν.Δ., αλλά βάσει των πεπραγμένων της.

Το στρατηγικό σχέδιο που ακολουθείται μέχρι στιγμής φαίνεται να βασίζεται σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος είναι η παρουσίαση της πολιτικής της κυβέρνησης ως «επιστροφής στη λογική», ως αποϊδεολογικοποιημένου μονόδρομου, που επιβάλλεται όχι ως προϊόν ιδεολογικής επιλογής, αλλά από τη φυσική τάξη πραγμάτων. Η επιλογή αυτή είναι φανερή στη ρητορική της Ν.Δ., στην επίκληση στην οικουμενικότητα των θεσμικών αλλαγών τις οποίες φέρνει και στο στελεχικό άνοιγμα στο Κέντρο.

Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τη συγκρότηση ενός σκληρού θεσμικού πλαισίου καταστολής για τους ανυπάκουους, ώστε η οριακά θρησκευτική λατρεία στο νεοφιλελεύθερο δόγμα να μην αμφισβητηθεί ποτέ.

Σε ό,τι αφορά τον πρώτο πυλώνα, δεν μπορεί να πει κανείς ότι ξαφνιάζεται. Σε όλη τη διάρκεια της καταγραμμένης ανθρώπινης ιστορίας κάθε εξουσία παραπέμπει κάθε «αιρετική» ιδεολογία στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, εξασφαλίζοντας για τη δική της το προνόμιο του ρεαλισμού.

Ο δεύτερος πυλώνας, ωστόσο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρώτον, γιατί ξεφεύγει από τα παραδοσιακά μέσα αναπαραγωγής της εκάστοτε εξουσίας/ιδεολογίας, τα οποία στόχευαν στη διαμόρφωση οικειοθελούς συναίνεσης, βάσει κάποιου νεφελώδους κοινωνικού συμβολαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης δείχνουν ότι δεν σκοπεύει να προσπαθήσει να πείσει, αλλά να εκφοβίσει και να καταστείλει, υποτάσσοντας τη σκέψη και τις ανησυχίες των πολιτών, εκβιάζοντας τελικά την όποια κοινωνική συναίνεση. Αστυνομοκρατία, κατάργηση του ασύλου, πολεμική ρητορική απέναντι σε κάθε παραφωνία στο κυρίαρχο αφήγημα, όλα αυτά συντείνουν στα παραπάνω.

Ο δεύτερος λόγος που αυτός ο πυλώνας χρήζει περαιτέρω ανάλυσης έχει να κάνει με το ότι δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο, αλλά παγκόσμια πλέον πρακτική κάθε συντηρητικής (και όχι μόνο) κυβέρνησης που θέλει να μακροημερεύσει. Το είδαμε στη Γαλλία με την καταστολή απέναντι στα «κίτρινα γιλέκα» και τους φοιτητές, το βλέπουμε στην Αμερική και τη διάχυτη αστυνομική βία, το βλέπουμε στην Ιταλία του Σαλβίνι με την ποινικοποίηση κάθε μορφής αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες κ.ο.κ.

Στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα το αντικρατικό αόρατο χέρι της αγοράς υποτίθεται ότι θεραπεύει κάθε νόσο, ωστόσο αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι η επένδυση του κράτους σε κατασταλτικούς μηχανισμούς και η ωμή παρέμβασή του χάρη σε αυτούς. Η «ενσωμάτωση» των «επικίνδυνων» κοινωνικών δυνάμεων μέσω του κεϊνσιανού κράτους πρόνοιας δίνει γοργά τη θέση της στο νεοφιλελεύθερο κράτος-χωροφύλακα.

Το γιατί συμβαίνει αυτό, ίσως θα έπρεπε να το αναζητήσουμε στη διαρκή κρίση (για την κοινωνική πλειονότητα) του σύγχρονου καπιταλισμού, ο οποίος αρχίζει να φανερώνει στοιχεία «γεροντικού ξεμωράματος».

Το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, που συνελήφθη ως ελπίδα για ελευθερία, πάνω από τα συντρίμμια της Βαστίλης, γεννήθηκε όπως κάθε άλλο ον μέσα στην οδύνη και γιγαντώθηκε ως υπόσχεση για ένα πιο πλούσιο μέλλον για όλους, αδυνατεί να ξεπεράσει τα συμπτώματα παρακμής του, παρά τα τεχνολογικά ελιξίρια που συνεχώς εφευρίσκει.

Ο γερασμένος καπιταλισμός ξεμωραίνεται και καταφεύγει όλο και περισσότερο στη φυσική και την πολιτική βία, στοιχεία που χαρακτήριζαν τη νηπιακή ηλικία του, τότε που προσπαθούσε να σπάσει τα δεσμά της φεουδαρχίας.

Θα μπορούσε λοιπόν αυτό να είναι η αρχή του τέλους;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει μάλλον να είναι αρνητική, με τις τόσες ανεπιβεβαίωτες προφητείες για το τέλος του καπιταλισμού στο μουσείο των ιδεών.

Αλλωστε θεωρητικοί και οικονομολόγοι τόσο της Αριστεράς όσο και του Νεοφιλελευθερισμού συμφωνούν στη δύναμη της Δημιουργικής Καταστροφής και των οικονομικών κύκλων.

Στη ζωή και στην κοινωνία δεν υπάρχουν μόνιμες κρίσεις. Ετσι λοιπόν και η σημερινή, αργά ή γρήγορα, θα ξεπεραστεί. Το κλείσιμό, όμως, αυτού του κύκλου δεν θα σημάνει την επιστροφή στην κανονικότητα, όπως την ορίζαμε μέχρι σήμερα. Η οικολογική καταστροφή, η υπερσυσσώρευση του πλούτου στα χέρια ελαχίστων και η απροσχημάτιστη επικυριαρχία της «αγοράς» πάνω στην πολιτική, που γέννησαν αυτήν την κρίση και τη συνοδεύουν μέχρι σήμερα, θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας.

Ο χαρακτήρας αυτής της νεόδμητης κοινωνίας είναι ακόμα άγνωστος και πιθανότατα θα κριθεί από την έκβαση της αναμέτρησης ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα. Από τη μία, του συγκροτημένου ρεύματος που αναζητά την έξοδο από την κρίση από «τα πάνω και από τα δεξιά», με τη διαμόρφωση μιας κοινωνίας οριακά όμοιας με εκείνην που περιγράφει ο Οργουελ στο «1984».

Από την άλλη, στέκει το ακόμη αδιαμόρφωτο στρατόπεδο όσων επιθυμούν την υπέρβαση της κρίσης «από τα κάτω και από τα αριστερά», προσφέροντας τη διέξοδο της δημοκρατικής ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού, εκεί που η πολιτική ελευθερία θα συναντάει την κοινωνική ισότητα, η οικονομία τις ανάγκες των πολλών και η βελτίωση των όρων ζωής την οικολογία.

Η Αριστερά έχει χρέος να φανταστεί νέους, ευρύτερους συλλογικούς τρόπους, που θα φέρνουν κοντά ανθρώπους από διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, επιρροές, κουλτούρες και παραδόσεις· χρειάζεται να σχεδιάσει αμφισβητώντας τις παλιές βεβαιότητες.

Ο πολιτικός λόγος της πρέπει να δραπετεύσει από τα στενά πλαίσια του «αντί» και να σκιαγραφεί νέες πραγματικότητες, απαντώντας στις ανάγκες τού σήμερα. Τα κινήματα ίσως χρειάζεται να ξεφύγουν από τον παραδοσιακό αμυντικό/διεκδικητικό χαρακτήρα τους και να γίνουν δημιουργικά, χτίζοντας μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα εστίες και αντιπαραδείγματα που θα φανερώνουν την κοινωνία τού αύριο.

Σε αυτό το ταξίδι δεν υπάρχουν σίγουροι χάρτες και κανείς δεν έχει συμβόλαιο με τον καιρό. H πολιτική, όμως, για εμάς δεν μπορεί παρά να είναι το μονοπάτι που μετατρέπει το αναπάντεχο σε αναπόδραστο.

via:efsyn