Του Alfredo Reichlin*

Εχουν περάσει τρεις δεκαετίες από τότε που έφυγε από τη ζωή ο ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, θεωρητικός του δημοκρατικού δρόμου της ανανεωτικής Αριστεράς και αρχιτέκτονας του ιστορικού συμβιβασμού Ενρίκο Μπερλινγκουέρ

χρόνος που έχει περάσει από τον θάνατο του Μπερλινγκουέρ δεν είναι τόσο μεγάλος: τριάντα χρόνια. Αλλά σε αυτά τα χρόνια αυτό που άλλαξε είναι ο κόσμος. Πρόκειται για κάτι που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις γεωγραφικές ανακαλύψεις, ή με το πέρασμα από τον κόσμο της γεωργίας στη βιομηχανική επανάσταση. Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια μια άλλη επανάσταση, του ψηφιακού και της παγκόσμιας επικοινωνίας, άλλαξε τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Με την άνοδο στο προσκήνιο καινούργιων λαών τελείωσε η από αιώνες κυριαρχία της Ευρώπης, στα πλαίσια της οποίας γεννηθήκαμε εμείς, οι σύντροφοι του Μπερλινγκουέρ: το δημοκρατικό κράτος, τα ατομικά δικαιώματα, η κοινωνική δικαιοσύνη, το εργατικό κίνημα, η σοσιαλιστική ιδέα. Ξεκινώ από αυτό το σημείο. Γιατί ζω στον σημερινό κόσμο και αναρωτιέμαι ποιο σημάδι ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ μπορεί να έχει αφήσει σ’ αυτή τη βασανισμένη ιταλική ζωή.

ΟΜπερλινγκουέρ γεννιέται σαν επίγονος του Παλμίρο Τολιάτι και συνεχιστής του έργου του. Μιλάω για κείνη την πρωτότυπη επεξεργασία-σχέδιο του ιταλικού κομμουνισμού που συνίστατο στο να δοθεί ζωή σ’ ένα κόμμα νέο σε σχέση με τους επαναστατικούς σχηματισμούς που έφερναν τη σφραγίδα του λενινισμού. Και αυτό συνέβαινε γιατί αυτή η πολιτική δύναμη εμπεδωνόταν στην ιταλική ιστορία και αμφισβητούσε την εξουσία των παλιών ιθυνουσών τάξεων κάτω από τη σκοπιά της ηγεμονίας. Και αυτή η ηγεμονία δεν ήταν μόνον πολιτισμική, αλλά γινόταν πραγματικότητα σ’ ένα μεγάλο κόμμα του λαού, που ρίζωνε βαθιά στην κοινωνία και αλλάζοντας τις σχέσεις μεταξύ διευθυνόντων και διευθυνομένων είχε σκοπό να αναπτύξει τη δημοκρατία μέχρι το βάθος, μέχρι να ξεπεράσει το «σινικό τείχος» με τον σοσιαλισμό.

Αυτό ήταν το αυλάκι μέσα στο οποίο κινήθηκε ο Μπερλινγκουέρ. Το καινούργιο ήταν ότι αναμετρήθηκε αμέσως μετά την ανάληψη της γραμματείας με τα δύο μεγάλα προβλήματα που αφέθηκαν άλυτα από την τολιατική γενιά. Το πρώτο ήταν η διεθνής τοποθέτηση του ΙΚΚ, και επομένως η λύση εκείνου του «σιδερένιου δεσμού» με τη ΕΣΣΔ, που για το παράνομο κόμμα υπήρξε λόγος παραμονής στη ζωή. Και, κατά συνέπεια, το ξεκίνημα του εξευρωπαϊσμού του ΙΚΚ. Το δεύτερο, ήταν το ζήτημα πώς να οδηγηθεί στην κυβέρνηση μια πολιτική δύναμη που τοποθετούσε το πρόβλημα της αλλαγής της σχέσης μεταξύ των μαζών και του κράτους, μεταξύ της τάξης και του έθνους.

Αυτό ήταν το πολιτικό σημάδι της γραμματείας του: η δοκιμασία του. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Μπερλινγκουέρ δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια μεγάλη ηθική μορφή. Αναμετρήθηκε με το ιστορικό πρόβλημα της Ιταλικής Δημοκρατίας. Εκ των πραγμάτων, με την αποτυχία της Κεντροαριστεράς, με τις μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, με την τρομοκρατία που άρχιζε να πυροβολεί και να σκοτώνει και με τις λεγόμενες σκοτεινές σκευωρίες που εξυφαίνονταν στα δωμάτια της εξουσίας. Ερχόταν πάλι στην επιφάνεια το μεγάλο θέμα της «δύσκολης δημοκρατίας» (όπως την αποκάλεσε ο Μόρο), δηλαδή τα περί των ασθενών βάσεων του ιταλικού κράτους και η μικρότητα μιας ιθύνουσας τάξης που -ανίκανη να σκέφτεται το γενικό συμφέρον και να δίνει πραγματικές απαντήσεις στα προβλήματα της χώρας- τείνει σε κρίσεις καθεστώτος και σε αυταρχικές λύσεις.

Είναι μια ιστορία πολύ μακρινή. Μια ιστορία που αντανακλάται ακόμη και σε προσωπικότητες του σήμερα: οι πρώην κωμικοί, που για να καταλάβουν την πολιτική σκηνή παίζουν με ανατρεπτικές συμπεριφορές, ή ο πολλαπλασιασμός εκείνων με την αντίληψη του ενός ανδρός στο τιμόνι της εξουσίας. Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, η επικαιρότητα ενός στοχασμού περί Μπερλινγκουέρ, ο οποίος, όμως, πρέπει να είναι σοβαρός. Γιατί αυτός αντιμετώπισε τον κόμβο των προβλημάτων, αλλά δεν τα έλυσε. Κι όμως, υπάρχει στην περίπτωσή του κάτι που, αν σωστά θεωρηθεί, μπορεί να διδάξει πολλά στην Αριστερά τού σήμερα.

Εμείς δεν υπήρξαμε φιλελεύθεροι-δημοκρατικοί. Δεν είχαμε διαβάσει τα βιβλία των Αμερικανών πολιτικολόγων, και στην έδρα του ΙΚΚ δεν μιλούσαν για το μοντέλο Westminster. Ομως αναμετρηθήκαμε με το κομβικό πρόβλημα, που αφορούσε την απαρχή της αμφισβήτησης των δημοκρατικών θεσμών ως συνέπεια των βαθιών αλλαγών των υπερεθνικών καταστάσεων. Μιλάω για το τέλος -μετά το 1960- των βασικών συνθηκών που είχαν κάνει δυνατό εκείνο το καταπληκτικό άλμα της ιταλικής οικονομίας, που υπήρξε το λεγόμενο «ιταλικό οικονομικό θαύμα»: είναι όλη αυτή η ισορροπία που ανατρεπόταν και το πολιτικό σύστημα ταρακουνήθηκε συθέμελα.

Ανοίχτηκε ο δρόμος στην Κεντροαριστερά. Ο έλεγχος της Χριστιανικής Δημοκρατίας πέρασε από τα χέρια των παλιών κομματαρχών στα χέρια των ατόμων της μικτής οικονομίας, ενώ το ’68 και το θερμό ιταλικό φθινόπωρο του ’69 φούσκωναν με ούριο άνεμο τα πανιά μας. Ετσι δημιουργούνταν μια καινούργια κατάσταση, αλλά ταυτόχρονα πάρα πολύ επικίνδυνη, γιατί από τη μια μεριά μεγάλες δυνάμεις έσπρωχναν προς το ξεπέρασμα του μπλοκαρισμένου πολιτικού συστήματος , ενώ από την άλλη έρχονταν πάλι στην επιφάνεια όλες οι ρωγμές της ιταλικής κοινωνίας: από τις τυφλές αντιστάσεις των αντιδραστικών δυνάμεων ώς τις ανατρεπτικές κινητοποιήσεις της Δεξιάς και της Αριστεράς.

Για όλα αυτά, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ είχε πλήρη και βαθιά επίγνωση. Το άγχος του ήταν ότι μια και είχε σπάσει κάτι πολύ σημαντικό στις παλιές ιταλικές ισορροπίες, η κατάσταση είχε φτάσει στο κρίσιμο σημείο που, εάν οι ωθήσεις της χώρας στην κατεύθυνση της αλλαγής δεν έβρισκαν πολιτική διέξοδο «θα υφιστάμεθα μια άγρια αντίδραση του συστήματος». Ηταν το σημείο από το οποίο ξεκίνησαν τα περίφημα άρθρα για τη Χιλή, που ενέπνευσαν τον ιστορικό συμβιβασμό.

Η βασική ιδέα ήταν ότι, για να αποφύγουμε εκείνους τους κινδύνους και εκείνες τις κρίσεις, ήταν αναγκαία μια συμφωνία συνταγματικής διάστασης. Τέτοια συμφωνία, χρησιμοποιώντας σαν μοχλό τη συμφωνία μεταξύ των μεγάλων λαϊκών κομμάτων, θα βοηθούσε συγχρόνως μια κινητοποίηση παλιών και νέων «κοινωνικών δυνάμεων» (τυπική έκφραση του Μπερλινγκουέρ). Μιλάω για τον ελιγμό «από τα επάνω και από τα κάτω» που αυτός έκρινε αναγκαίο για να ανοίξει «μια παραπέρα πορεία της δημοκρατικής επανάστασης», σε σχέση με την πρώτη -που δεν ολοκληρώθηκε-, που υπήρξε η κατάκτηση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.

Eπρόκειτο για μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία, που τοποθέτησε το ΙΚΚ στο κέντρο της ιταλικής πολιτικής σκηνής. Είναι πολύ σωστό να το συζητάμε, ακόμα περισσότερο επειδή τα γεγονότα δηλώνουν ότι αποτύχαμε. Την τραγική απόδειξη, όμως, ότι εκείνη η υπόθεση δεν ήταν κάτι το ξεκάρφωτο, την έδωσε το τρομερό γεγονός ότι ο Μόρο δολοφονήθηκε. Το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε ήταν πολύ επικίνδυνο. Εμείς δεν καταφέραμε να το διαχειριστούμε. Και λέω εμείς, συμπεριλαμβάνοντας κι όποιον, σαν κι εμένα, ήταν σ’ εκείνη την ηγετική ομάδα. Ηταν αναγκαία μια στροφή. Κι αυτή έγινε, σε τέτοιο βαθμό, που άλλαξε και το όνομα του ΙΚΚ. Μια καινούργια ηγετική ομάδα μπήκε επικεφαλής της Αριστεράς και προσπάθησε να κάνει τους λογαριασμούς με το παρελθόν.

Από τότε πέρασαν 30 χρόνια. Η ΕΣΣΔ δεν υπάρχει πια. Η ιστορία του ιταλικού κομμουνισμού είναι στα αλήθεια μια τελειωμένη ιστορία. Γιατί λοιπόν μιλάμε ακόμα για τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ; Ο λόγος είναι πως στο έργο του υπάρχει κάτι που πολιτικά είναι ακόμα ενεργό. Πιστεύω ότι αυτό είναι η αντικειμενική ανάγκη από μια σκέψη που να προβάλλεται στον χρόνο, που να μην επαφίεται σε μια νέα φιλοσοφία της ιστορίας, αλλά που να είναι ικανό να διαβάζει την καινούργια δομή του κόσμου. Υπάρχει ανάγκη από μια σκέψη που να παράγει έννοια και να μας λέει προς τα πού πηγαίνουμε.

Οι σημερινοί ηγέτες του Δ.Κ. δεν μπορούν να αποφύγουν αυτό το καθήκον. Πρέπει να θυμούνται ότι το ΙΚΚ αυτοτοποθετήθηκε μέσα στη μακρόχρονη και βασανιστική διαδικασία γεγονότων σχηματισμού του ιταλικού κράτους, και από κει αντλούσε τη δύναμή του. Και με την ιστορία αυτής της χώρας πρέπει ακόμα να αναμετρηθούν. Το να κατανοήσει κανείς το παρελθόν δεν σημαίνει ότι πρέπει να το εξυμνεί. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι εμείς σήμερα βασανιζόμαστε για το πώς να δημιουργήσουμε μια βάση κι ένα νέο σκελετό για το μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Μια βάση πιο εκτεταμένη, που να εμπλέκει, από τις ρίζες τους, τις προοδευτικές κουλτούρες που συνέβαλαν να γίνει η μοναρχική και φασιστική μικρή Ιταλία μια μεγάλη και σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία. Αλλά να δημιουργήσουμε κι ένα σκελετό, με την έννοια ενός ισχυρού πολιτικού υποκειμένου, που να μην κινδυνεύει να γίνει ένα άθροισμα από μικροκόμματα και ένας πολιτικός σχηματισμός εγκρίτων κομματαρχών.

Διαβάζω το παρελθόν με τα μάτια τού σήμερα. Ολα έχουν αλλάξει σε σχέση με τότε. Και όλα αυτά μας επιβάλλουν να βγούμε από τα παλιά σύνορα, για να αντιμετωπίσουμε διλήμματα και αντιθέσεις-συγκρούσεις διαφορετικά και πιο εκτεταμένα σε σχέση με την παλιά αντίθεση-σύγκρουση που είχε σπρώξει τον Μπερλινγκουέρ στα κάγκελα της FIAT. Πρόκειται για την κάλυψη της μεγάλης διαφοράς, σε αύξηση, μεταξύ της ισχύος μιας παγκοσμιοποιημένης χρηματιστηριακής οικονομίας -που ελέγχει ακόμα και την πληροφόρηση, την τεχνολογία, και το συλλογικό φανταστικό- και της δύναμης της πολιτικής και επομένως της δημοκρατίας, θεωρώντας την σαν εκείνο τον χώρο όπου οι άνθρωποι οργανώνονται με τρόπο αυτόνομο για να συζητούν, για να αποφασίζουν, για να τους υπολογίζουν. Αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτό χωρίς μια καινούργια δημοκρατική επανάσταση;

Τελικά, αν ο Μπερλινγκουέρ μιλάει ακόμα σε μας, οφείλεται στο ότι είναι ακόμα ανοιχτό αυτό το ζήτημα.

Μετάφραση Στάθη Λουκά

………………………………………………………………………..

* Το άρθρο αυτό στο αφιέρωμα για τα τριάντα χρόνια (11 Ιουνίου 1984) από τον θάνατο του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ συνόδευε την «Unita στις 3 Ιουνίου. Ο Αλφρέδο Ράιχλιν είναι μαθητής και επίγονος του Παλμίρο Τολιάτι, με πλούσια πολιτική, δημοσιογραφική και βιβλιογραφική δραστηριότητα, αντάρτης, δημοσιογράφος, διευθυντής της «Unità» (1958), επί μια σχεδόν τριακονταετία βουλευτής. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέλος της διεύθυνσης του ΙΚΚ και στενός συνεργάτης του Μπερλινγκουέρ. Σήμερα είναι μέλος του

Δ.Κ.

Via : www.efsyn.gr