Το χειρότερο δεν είναι η λανθασμένη ανάγνωση της πολιτικής πραγματικότητας και της πολιτικής εξέλιξης. Είναι η υποβόσκουσα προσπάθεια των «φανατικών του Κέντρου» να εξηγήσουν γιατί ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να συνεχίσει να κυβερνά τη χώρα.

Μαριλένα Κοππά *

Αν αποτυπώσουμε σχηματικά το παραδοσιακό πολιτικό δίπολο Αριστερά- Δεξιά, το κέντρο προφανώς βρίσκεται στη μέση μεταξύ των δυο. Οι πολιτικοί επιστήμονες που για χρόνια προσπαθούν να εκφράσουν το ιδεολογικό φάσμα συμφωνούν ότι υπάρχει ένας μεσαίος χώρος ανάμεσα στα δυο άκρα, όπου οι δυο πολιτικές παραδόσεις τέμνονται και το οποίο υιοθετεί επιλεκτικά στοιχεία και από τις δυο. Έτσι οι οπαδοί του κέντρου συχνά συμφωνούν με κοινωνικά προοδευτικές θέσεις αλλά οικονομικά φιλελεύθερες ή ακόμη και νεοφιλελεύθερες.

Η έλλειψη συνεκτικής ιδεολογικής αντίληψης δεν δείχνει να προβληματίζει τους θιασώτες του κέντρου, δεδομένης της περιρρέουσας ατμόσφαιρας για το τέλος των ιδεολογιών. Εν απουσία όμως ενός καθαρού ιδεολογικού πλαισίου κυριαρχεί στην αντίληψη αυτή η λογική ότι η πολιτική είναι σαν ένα μπουφές όπου μπορείς να επιλέγεις ότι θέλεις και να απορρίψεις ότι θέλεις κάνοντας μια δική σου σύνθεση. Όταν όμως έχεις να αντιμετωπίσεις μεγάλα ζητήματα όμως η μετανάστευση, τα δικαιώματα, η οικονομία, τότε η έλλειψη ιδεολογικού πλαισίου μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα αδιέξοδα. Στην πράξη, ο καθείς μπορεί να ορίσει το χώρο αυτό κατά το δοκούν: η απουσία κωδικοποιημένων πεποιθήσεων και ενός σαφούς πλαισίου είναι ουσιαστικά η μεγάλη αδυναμία και η αχίλλειος πτέρνα του εγχειρήματος.

Στην Ελλάδα, όπου συχνά οι μεγάλες συζητήσεις έρχονται με καθυστέρηση και μερικές φορές και ως παρωδία, η συζήτηση περί «σώφρονος κέντρου» που «όλοι πλέον στρέφονται προς αυτό» έχει πάρει το τελευταίο διάστημα μεγάλες διαστάσεις. Από τους «μαχητές» και «μαχήτριες» του Κέντρου διαβάζουμε ότι κατ’ ουσία το Κέντρο είναι το σύνολο των ανθρώπων της λογικής και του μέτρου, που απεχθάνονται τα άκρα και θέλουν το καλό της πατρίδας, ως όλοι οι άλλοι να απεργάζονταν το κακό της! Παρουσιάζουν τον κεντρώο χώρο ως τον χώρο της προόδου, συμβιβασμού και πρακτικών λύσεων.

Ποιόν συμβιβασμό όμως; Είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού; Είναι ή υπονόμευση των εργασιακών δικαιωμάτων αποδεκτή πολιτική επιλογή για αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται και ως «προοδευτικοί»; Στην ανάλυση τους εξομοιώνουν μια τεχνοκρατική αντίληψη της πολιτικής, η οποία έχει κριθεί και κρίνεται ακόμη αυστηρά για τα αποτελέσματα που έχει παράξει πανευρωπαϊκά, με την λογική και την πρόοδο, την μετριοπάθεια και την απουσία ιδεολογίας η οποία είναι- κατ’αυτούς- «πια ξεπερασμένη». Ουσιαστικά όμως πάσχουν από ένα ιδεολογικό αλληθωρισμό, τον οποίο καλύπτουν στο όνομα της λογικής και τελικά λειτουργούν υποστηρικτικά στην κυρίαρχη αφήγηση.

Η ιδέα ότι κάποιος είναι πέραν των ιδεολογιών είναι απλά αφελής. Η πολιτική κοινωνικοποίηση ωθεί το άτομο να δομήσει ένα σύστημα πεποιθήσεων το οποίο φυσικά μπορεί να μεταβάλει στη διάρκεια της ζωής του. Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει έξω από αυτό.
Το αν οι ιδεολογίες έχουν ακόμη κυρίαρχο ρόλο, το αν η διάκριση αριστερά- δεξιά, πρόοδος- συντήρηση είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, δεν χωράει αμφισβήτηση. Αρκεί να δούμε παγκόσμια τι συμβαίνει για να καταλήξουμε ότι η διάκριση αυτή είναι εδώ για να παραμείνει. Θα έλεγε κανείς ότι η συζήτηση έχει λήξει αρκετές δεκαετίες πριν, με το επιχείρημα του Φράνσις Φουκουγιάμα για το «Τέλος της ιστορίας» να έχει οριστικά καταρρεύσει. Ούτε η ιστορία έφτασε στο τέλος της, ούτε η πολιτική και οι ιδεολογίες μετατράπηκαν σε κάποιου είδους χυλό όπου επιπλέουν οι άριστοι, οι πραγματιστές και οι τεχνοκρατικά επαρκέστεροι. Και ευτυχώς..

 Το χειρότερο όμως δεν είναι η λανθασμένη ανάγνωση της πολιτικής πραγματικότητας και της πολιτικής εξέλιξης. Είναι η υποβόσκουσα προσπάθεια των «φανατικών του Κέντρου» να εξηγήσουν γιατί ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να συνεχίσει να κυβερνά τη χώρα. Κατά βάση όλο το επιχείρημα έρχεται να στηρίξει την κυβερνητική πολιτική και τον κύριο Μητσοτάκη προσωπικά στον οποίο (σιωπηλά) ομνύουν. Έτσι, οι υποκλοπές υποβαθμίζονται και παρουσιάζονται απλά ως να είναι μια από τις πολλές παθογένειες του ελληνικού κράτους, η καταστολή που υπόσχεται η πανεπιστημιακή αστυνομία (η εφαρμογή της οποίας ευτυχώς πάγωσε) ονομάζεται εξορθολογισμός και μαζί με πολλά άλλα νομιμοποιούνται πίσω από τον υπέρτατο στόχο μιας ψευδεπίγραφης ‘σταθερότητας’.

Η αντίληψη ότι το πολιτικό κέντρο είναι ιδεολογικά ουδέτερο είναι ψευδής: στην πραγματικότητα, το κέντρο, όπως το εκλαμβάνουν αυτοί και αυτές που το επικαλούνται είναι ευθυγραμμισμένο με το ιδεολογικό status quo της σημερινής κυρίαρχης πολιτικής παράταξης. Σε κάθε περίπτωση, ελάχιστη επιρροή και απήχηση έχουν σε συνθήκες πόλωσης και καθαρών επιλογών, παρά τη δυσανάλογη προβολή τους από τα συστημικά ΜΜΕ. Το κούνημα του δαχτύλου- κυρίως στην Αριστερά- και οι από καθέδρας αναλύσεις τους απλώς είναι άνευ σημασίας.

*(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος του ΔΣ του ΙΔΙΣ)