του Μάρκου Βλάχου

Η ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ άναψε μία πυρκαγιά που σήμανε το τέλος μιας ιστορικής πορείας της αριστεράς. Μέσα από τις φλόγες που κατατρώνε την «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιες εμφανίζονται πιο κόκκινες από άλλες: ο Π. Λαφαζάνης που «παραιτήθηκε», ο Γ. Βαρουφάκης που απομακρύνθηκε, η Κωνσταντοπούλου που εκδιώχθηκε αποτέλεσαν την καύσιμη ύλη αυτής της πυρκαγιάς που ακόμη καίει. Ο πρωθυπουργός  Α. Τσίπρας επέλεξε την αποπομπή τους, παρά την εις βάθος εξέταση του προβλήματος της αριστεράς.

Υπάρχει όμως ο χρόνος για την αντιμετώπιση του προβλήματος; Από τα ύψη της εξουσίας και την πίεση των δανειστών, ο Πρωθυπουργός δεν κατάλαβε ότι η «αριστερά» που στήριζε πέθαινε από το δηλητήριο που της είχαν χορηγήσει τα ίδια τα στελέχη της δηλαδή: τις δικές της αντιφάσεις. Η «αριστερά» πνίγηκε στις αντιφάσεις  της αντιμετώπισης του οικονομικού προβλήματος της χώρας υιοθετώντας μία διαχειριστική λογική. Και μόνο αυτό αρκεί για να αντιληφθούμε ότι η «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε φιλελεύθερες αξίες.

Η «φιλελεύθερη αριστερά» έγινε πραγματικότητα στη χώρα μας. Ο όρος είναι γεμάτος από ιδεολογικές αντιφάσεις όπως και ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός διαφέρει από τον «φιλελευθερισμό», το αληθινό νόημά του οποίου είναι: η υπεράσπιση της ελευθερίας που η αριστερά συνδυάζει με το αίτημα για ισότητα και τη δημοκρατία. Κάτω από την ίδια οπτική η «φιλελεύθερη αριστερά» διαφέρει από τον σοσιαλισμό, γιατί έχει ξεχάσει ή ακόμη καλύτερα απαρνηθεί το ιδεολογικό υπόβαθρο της. Φιλελευθερισμός και σοσιαλισμός δεν μπορούν να συνυπάρξουν, και αποκαλύπτεται ήδη μια αντίφαση με πολύ έντονες συνέπειες στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο (φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων).

Πόσο χρόνο χρειάζεται η αριστερά για να δεχτεί το « δημοκρατικό σοσιαλισμό » μια εκδοχή που ποτέ δεν τόλμησε να εμφανίσει για αυτό που πραγματικά εκπροσωπεί και δυστυχώς όσοι την υπηρέτησαν τη διαστρέβλωσαν με τη λογική της συμμετοχής στη διακυβέρνηση για να εξυπηρετήσουν προσωπικά συμφέροντα.

Έτσι εγκλωβισμένη στο δρόμο του κυβερνητισμού, η ελληνική αριστερά απογυμνώθηκε ιδεολογικά και ανίκανη να παράγει πολιτική, σύρθηκε πίσω από το άρμα του ρεφορμισμού της σοσιαλδημοκρατίας ενώ παράλληλα έμενε προσηλωμένη στις ρίζες και τις παραδόσεις της. Πώς να εξηγήσει κανείς τη στάση της την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα με την αποδοχή της υπερχρέωσης της χώρας έναντι πινακίου φακής στα λαϊκά στρώματα, τις θέσεις της για την ανάπτυξη την περίοδο της οικονομικής κρίσης, αλλά και την αποδοχή της υπερ-φορολόγησης από τη στιγμή που κατέκτησε την εξουσία. Αυτή η «φιλελεύθερη αριστερά» έχει μια αναχρονιστική άποψη για την οικονομία. Δεν μπορεί να παράγει πλούτο και αντιμετωπίζει την ταλαιπωρία των λαϊκών στρωμάτων με μέτρα λαϊκίστικου χαρακτήρα (100 δόσεις) ή ακόμη κοινωνικά μέτρα (σύμφωνο συμβίωσης για όλους, για παράδειγμα) που δεν έχουν καμία σχέση με τις ελπίδες που στήριξε σε αυτήν ο ελληνικός λαός.

Κάνοντας συνεχώς αναφορές στο ένδοξο παρελθόν της αριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ παγιδεύτηκε σε μια αδύνατη επιλογή: είτε να αντιταχθεί στην πορεία της ιστορίας και συνεπώς στην ανανέωσή του είτε να αποδεχθεί τις κινητήριες δυνάμεις του οικονομικού φιλελευθερισμού (ατομικισμός), και ως εκ τούτου να αυτοαναιρεθεί.
Πέρα από της ιστορικές αντιφάσεις της αριστεράς, η «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να ενσαρκώσει τη ανανέωση και την κοινωνική δικαιοσύνη. Όμως ήδη από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης όπου το κοινωνικό δικαίωμα έγινε κοινωνική πολιτική, ο Α. Τσίπρας υπέγραψε το μανιφέστο της ιδεολογικής μετακίνησης, καλώντας σε μια πιο φιλελεύθερη αριστερά. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον η εκπροσώπηση των εργαζομένων αλλά η εκπροσώπηση των μεσαίων στρωμάτων και των ελεύθερων επαγγελματιών που χάνουν τα προνόμιά τους.  Αυτή η καρικατουρίστικη εικόνα της αριστεράς καταδεικνύει  μια «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ που αρνείται τις αξίες της: είναι μία αριστερά λαϊκιστική και όχι μία αριστερά που εκπροσωπεί τους εργαζόμενους και τις λιγότερο εύπορες τάξεις.
Την εποχή της οικονομικής κρίσης η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ επιβάλει τη μείωση των εισοδημάτων περιορίζοντας την αγοραστική δυνατότητα των λαϊκών στρωμάτων, αφήνοντας ταυτόχρονα στο απυρόβλητο αυτούς που πλούτισαν με παράνομους ή αθέμιτους τρόπους. Υπουργοί και στελέχη του καλούν σε λιτότητα είτε με κομψό είτε με άκομψο τρόπο για να θυμηθούμε το αδιανόητο «μία οικογένεια μπορεί να ζήσει με 5 ελιές και παξιμάδια». Αν οι ιδέες τους δεν είναι λανθασμένες είναι το λιγότερο ανεπαρκείς. Μέσα στο πλαίσιο της ταχείας παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής προόδου, η «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τίποτε να προτείνει απέναντι σε μία δεξιά που έγινε ο υπέρμαχος της λιτότητας και της ατομικής απόλαυσης για τους λίγους.

Επίσης δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη την ύποπτη και καιροσκοπική στάση ορισμένων στελεχών της αριστεράς που σαγηνεύονται περισσότερο από την κατάκτηση μίας κυβερνητικής θέσης και όχι από την υλοποίηση του οράματος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Πρέπει σε αυτή την «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ να δούμε μία υποχώρηση των ιδεών της ελληνικής αριστεράς;

Προσωπικά δεν το πιστεύω. Η ανανεωτική αριστερά συνεχίζοντας το σιωπηλό αγώνα της επαναπροσδιόρισε τη δράση της. Τη στιγμή που ή παραδοσιακή αριστερά τρέφει μία περιφρόνηση για το άτομο και τις επιθυμίες του η ανανεωτική αριστερά έθεσε το άτομο στο κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης στηρίζοντας ενεργά τη συνεργατική και κοινωνική οικονομία που μπορεί να αποτελέσει το μοχλό της ανάπτυξης της χώρας. Απέναντι στις υλοποιούμενες και αναμενόμενες ιδιωτικοποιήσεις της ενέργειας και της ύδρευσης η ανανεωτική αριστερά όρισε τα κοινωνικά αγαθά τα οποία δεν ιδιωτικοποιούνται ούτε εμπορευματοποιούνται. Απέναντι στην αναδιανομή προτείνει τον συνεργατισμό με σεβασμό στην αυτοπραγμάτωση. Για την Ανανεωτική Αριστερά η κοινωνική δικαιοσύνη είναι  οικονομικά αποδοτική γιατί είναι προϋπόθεση της κοινωνικής δυναμικής στο δρόμο της διαρκούς ανάπτυξης. Απέναντι στην κοινωνική πολιτική καθόρισε τα κοινωνικά δικαιώματα (εκπαίδευση, υγεία, ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης).
Αυτή η αριστερά που προσπαθεί να κατανοήσει την πραγματικότητα για να περάσει στο ιδανικό προτείνει μια συστράτευση  για τη διασφάλιση της οικονομική και κοινωνικής προόδου που επιθυμούν οι πολίτες της χώρας.