Γράφει ο Αργύρης Κωστάκης

Λυπήθηκα βαθιά για το θάνατο του Χρόνη Μίσσιου. Ενός ωραίου Ανθρώπου. Ενός αληθινού Αριστερού στην καρδιά. Ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με τους ψευτοαριστερούς του κώλου των ημερών μας.

Ο Χρόνης Μίσσιος -φοβάμαι πως ίσως αρκετοί νέοι, δεν τον γνωρίζουν- ήταν ένας σπουδαίος συγγραφέας. «Το βιβλίο του «Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε» είναι ένας πραγματικός ύμνος.

Ο Μίσσιος ζούσε εδώ και τριάντα χρόνια στο  Καπανδρίτι. Μέσα στη φύση. Μαζί με τα σκυλάκια του. Την Ήρα, τον Στόρμι  και την ‘Αργη. Είχα την ευτυχία να συναντήσω ένα απόγευμα τον μεγάλο  αυτόν Έλληνα. Ήταν η επιτομή της αθωότητας και της εντιμότητας. Ένα  σύμβολο της ανένταχτης Αριστεράς. Έμαθε γράμματα μέσα στη φυλακή  ανάμεσα στο ξύλο των δεσμοφυλάκων και στη βασανιστική μοναξιά της  ψυχής.

Άνοιξα το μαγνητόφωνο και ξανάκουσα τη συνέντευξη που  είχαμε κάνει με το Χρόνη Μίσσιο. Μακάρι έστω κι ένας από εσάς που θα  διαβάσει ένα μικρό απόσπασμα που διάλεξα να ξυπνήσει το επόμενο πρωί  καλύτερος άνθρωπος.

«Όταν σταμάτησα να είμαι επαγγελματίας  επαναστάτης, είπα να γίνω κι εγώ μέλος αυτής της κοινωνίας. Να αντιληφθώ  τι γίνεται και τι είναι αυτό που θέλω να ανατρέψω. Όταν συνειδητοποίησα  ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με  αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία  πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής.  Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου  βλέμμα. Η ζωή είναι ένας δώρο που μας δίνεται μία φορά. Οι περισσότεροι  άνθρωποι όταν ξημερώνει λένε «άντε να τελειώσει κι αυτή η κωλομέρα». Και  δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν άλλο ένα βήμα προς το θάνατο.

Έσβησε άλλο  ένα κεράκι. Αμύνομαι, λοιπόν, για να μην με αλλάξει το σύστημα. Να  παραμείνω άνθρωπος. Κι αυτό για εμένα είναι μεγάλη επανάσταση. Να μη  γίνω σαν κι αυτούς. Τα κατάφερα και γλίτωσα. Έσωσα την τρυφερότητα, την  ευαισθησία και το ρομαντισμό μου. Γιατί πάντα έλεγα «εγώ είμαι κάποιος  άλλος, δεν είμαι σαν κι εσάς. Και θέλω να παραμείνω έτσι». Αυτό, όμως,  σημαίνει να αποκρούεις την καθημερινή κοινωνική βαρβαρότητα. Αν έγραφα  ένα τελευταίο βιβλίο θα ήταν για το σήμερα και το αύριο. Δεν μπορώ να  φανταστώ, όμως, ένα ωραίο αύριο. Το μεγάλο μου πρόβλημα θα ήταν πού να  πάω τους ήρωές μου. Δεν βρίσκω κάποιο μέρος σε αυτό τον πλανήτη».

Ο  Χρόνης Μίσσιος ταξιδεύει τώρα στο δικό του «πλανήτη». Αφήνοντας το δικό  μας πιο φτωχό. Αφήνοντας την Ελλάδα πιο μίζερη και άσχημη. Ανοίγοντας  κι άλλο το αβυσσαλέο χάσμα μεταξύ καλοσύνης και κακίας. Αθωότητας και  ηλιθιότητας. Εντιμότητας και βαρβαρότητας. Αξιοπρέπειας και ηθικής  βρωμιάς.

Τουλάχιστον, ας θυμόμαστε πάντα την προτροπή του. «Χαμογέλα ρε! Τι σου ζητάνε»;

Εγώ κρατώ πάντα εκείνο το παιδικό βλέμμα του μέσα από τα σκούρα γυαλιά  μυωπίας. Εκείνο το μειδίαμα κάτω από το χαρακτηριστικό μουστάκι. Εκείνο  το κουρασμένο χέρι που έπαιρνε δύναμη όταν χάιδευε τα σκυλάκια του.

via Ο Χρόνης Μίσσιος δεν ήταν σαν τους ψευτοαριστερούς του κώλου « Aixmi.gr.