sourdis

Δημήτρης Σούρδης*

Σε ένα μεγάλο τμήμα των πολιτικών χώρων της Αριστεράς και της Οικολογίας γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι η πολιτική, περιορισμένη στον ορίζοντα που διαμορφώθηκε τον προηγούμενο αιώνα, δεν είναι πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει τις δύο κύριες σύγχρονες προκλήσεις, την κοινωνική και οικολογική κρίση.

Η αδυναμία εκπόνησης εφαρμόσιμων λύσεων «αειφόρου ανάπτυξης», η ανεπάρκεια πράσινων τεχνολογικών λύσεων για την αντιμετώπιση της διάρρηξης των οικολογικών ισορροπιών, και η αδυναμία πολιτικής αντιμετώπισης της κοινωνικής κρίσης έχει οδηγήσει πολλούς να θεωρούν ότι βιώνουμε την παρακμή του δυτικού πολιτισμού. Έτσι διατυπώνεται όλο και πιο συχνά η ανάγκη, για ένα «άλλο πολιτισμικό παράδειγμα», έναν «διαφορετικό πολιτισμό» ή ακόμη και η ανάγκη για έναν άλλο «ανθρωπολογικό τύπο».

Στον ευρωπαϊκό χώρο οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν, με όποια κριτήρια διαχωρισμού και να τεθούν, είχαν ως σημείο εκκίνησης τον «ελληνισμό» και τον «χριστιανισμό». Ο κυρίαρχος μέχρι τον 3ο ή και 4ο μ.Χ. αιώνα ελληνικός πολιτισμός αντικαταστάθηκε σταδιακά από τον χριστιανισμό. Η αλλαγή αυτή περιλαμβάνοντας και την αλλαγή θρησκείας (πίστης) άλλαξε ριζικά «κοινές πεποιθήσεις», καθοριστικές για την πορεία του δυτικού πολιτισμού. Αντίθετα οι πολιτισμικές αλλαγές της νεωτερικότητας, είχαν μεν αναφορά στον ελληνισμό, αλλά με την διατήρηση του χριστιανισμού, παρέμειναν εγκλωβισμένες σε αυτόν.

Σε σχέση με την οικολογική κρίση η συγκεκριμένη αλλαγή θρησκείας ήταν καθοριστική. Οι θεοί του ελληνικού πολιτισμού σαφώς υποδεέστεροι της φύσης, –  «ἀνάγκᾳ δ᾿ οὐδὲ θεοὶ μάχονται» –  αντικαθίσταται από έναν θεό δημιουργό της φύσης και του ανθρώπου «καθ’ ομοίωσιν». Διαχωρίζοντας τον άνθρωπο από την υπόλοιπη φύση και θέτοντάς τον πάνω από αυτήν, τον προτρέπει «όπως κυριεύσει την γη» και «ας εξουσιάζει … επί πάσης της γης». Σε μία τέτοια αντίληψη, η σημαντικότερη ίσως κοινή παραδοχή του ελληνικού πολιτισμού, το «μέτρον», δε έχει καμία θέση και η «ύβρις» υφίσταται μόνον σε σχέση με τον θεό.

Σε ότι αφορά στην κοινωνική κρίση η συμβολή του χριστιανισμού είναι επίσης σημαντική. Με την αναγκαία εγκατάλειψη του αρχικού αιτήματος της ισότητας, περιορίστηκε στην προετοιμασία για την επικείμενη μελλοντική σωτηρία και λύτρωση. Η μακραίωνη αυτή πρακτική άφησε ένα βαθύ αποτύπωμα που δεν αφορά πλέον στην έλευση του Κυρίου, αλλά στο να πράττουμε και να προσπαθούμε για ένα προσωπικό λυτρωτικό μέλλον.

Τέτοιες βαθιές αντιλήψεις δεν αλλάζουν εύκολα και το κυριότερο δεν υπάρχει κάποια ένδειξη για αυτό. Η ενδεχόμενη υιοθέτηση ενός νέου πολιτισμικού προτύπου δεν φαίνεται ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί εντός των χρονικών ορίων που θέτει η επιτακτική ανάγκη επίλυσης των παραπάνω προβλημάτων. Φθάσαμε έτσι πάλι στο αρχικό αδιέξοδο; Ίσως όχι. Οι μεγάλες κρίσεις μέχρι τώρα, όταν δεν οδήγησαν σε πόλεμο, αντιμετωπίστηκαν είτε με την ανάληψη της εξουσίας από αυταρχικά καθεστώτα, είτε με την ενεργή συμμετοχή της πλειοψηφίας του κοινωνικού συνόλου. Επειδή μία αιφνίδια ανατροπή δεν φαντάζει εφικτή, αλλά ούτε φαίνεται να είναι επιθυμητή από την πλειοψηφία των πολιτών, ως μόνη λύση μένει η «ενεργή συμμετοχή» στην πολιτική.

Για να μπορέσει όμως να είναι και αποτελεσματική απαιτείται αυτή η συμμετοχή να δημιουργήσει πολιτικές δυνάμεις που θα υπερβαίνουν τους περιορισμούς που έχουν τεθεί στην πολιτική κατά την διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Οι επαναφορά των στόχων της αναδιοργάνωσης της πολιτικής και της παραγωγής,  που έχουν εγκαταλειφθεί από την Αριστερά και από την Πολιτική Οικολογία φαίνεται να είναι η μόνη πολιτική διέξοδος.

* Μέλος της πολιτικής επιτροπής της Πράσινης Αριστεράς