Η Σοσιαλδημοκρατία των «ορίων» και η ανάγκη για μια νέα «πηγή» δικαίου

Νίκος Γραικούσης*

Την Αριστερά του μέλλοντος είναι δύσκολο να την φανταστεί κανείς, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τους πρωτεργάτες – συντελεστές της.

Η κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης που μας υπόσχεται το μέλλον, θα διαμορφώσει νέες κοινωνικές σχέσεις, νέους τρόπους παραγωγής, νέες πεποιθήσεις και νέα πεδία αγώνων, ώστε σήμερα να είναι πολύ διακινδυνευμένο να προσπαθήσει κανείς να περιγράψει τη «νέα εποχή»

Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει σε τίποτα από το να περιγράψουμε το χθες και κυρίως το σήμερα και να προτείνουμε πολιτικές διεξόδου από αυτό.

Η μεταπολεμική «Σοσιαλδημοκρατία» δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την εφαρμογή ενός κεϋνσιανικού μοντέλου οικονομίας, με σκοπό  την αποφυγή μελλοντικών κρίσεων, το οποίο έτυχε της ευρείας αποδοχής του κόσμου της εργασίας, αφού περιλάμβανε αύξηση μισθών και κοινωνική πρόνοια.

Το μοντέλο αυτό συνέφερε όλες τις πλευρές,  γιατί αποκαθιστούσε τις συνέπειες της μεγάλης κρίσης του 1929 και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, τόνωνε τη ζήτηση, μεγιστοποιούσε την ανάπτυξη και δημιουργούσε πληθωρισμό αναγκαίο για την αποπληρωμή των χρεών του πολέμου.

Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 το μοντέλο αυτό έφτασε στα όρια του, ενώ η ανικανότητα του κόσμου της εργασίας για κάτι καλύτερο έφερε μια ώρα αρχύτερα το νεοφιλελευθερισμό.

Σήμερα ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός έχει θριαμβεύσει παντού, έχει καταστείλει κάθε προσπάθεια του κόσμου της εργασίας για μια αξιοπρεπή ζωή, έχει συρρικνώσει στο έπακρο κάθε έννοια κοινωνικού κράτους και έχει διαταράξει την κοινωνική συνοχή με την ανισορροπία του πλούτου που είχε σαν αποτέλεσμα.

Οι πολιτικές ηγεσίες είτε το θέλουν είτε όχι, λειτουργούν ως πειθήνια όργανα του παγκοσμιοποιημένου πλέον κεφαλαίου και στην καλύτερη περίπτωση λειτουργούν πυροσβεστικά και πάντα προς όφελος της μιας πλευράς.

Αιτίες για τα παραπάνω είναι:

α) Το πολιτικό σύστημα, αυτό της αστικής, κοινοβουλευτικής, αντιπροσωπευτικής και κατ’ επίφαση «δημοκρατίας» που έχει φτάσει στα όρια του και επιτρέπει τον πλήρη έλεγχο του από την οικονομική ολιγαρχία και

β) Η ανυπαρξία «ορίων» στα εργαλεία της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, τα οποία χρησιμοποιεί η σοσιαλδημοκρατία για να πετύχει τους στόχους της.

Ειδικότερα:

Η άσκηση νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής από ένα κράτος ή μια ένωση κρατών κατά το δοκούν και χωρίς να υπάρχουν «όρια» εντός των οποίων να ασκείται η πολιτική αυτή, είναι η γενεσιουργός αιτία, όχι της αναποτελεσματικότητας της, αλλά της έντεχνης κατεύθυνσης της προς συγκεκριμένα συμφέροντα.

Και τα συμφέροντα αυτά είναι πάντα ο κόσμος του κεφαλαίου και ποτέ ο κόσμος της εργασίας.

Φτάνει η θεσμοθέτηση τριών μόνο «ορίων» για να αναποδογυρίσει το υπάρχον οικονομικό μοντέλο, χωρίς να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία του καπιταλιστικού συστήματος, (άρα δεν οριοθετούμε μια νέα Αριστερά), αφού δεν χρειάζεται να επέμβουμε ούτε στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ούτε στην πηγή πλούτου που παράγει η υπεραξία της εργασίας.

Το πρώτο «πρόταγμα – όριο» είναι η καθιέρωση ανώτερου πλαφόν στον πλούτο των φυσικών προσώπων.

Κανείς δεν μπορεί να είναι πλουσιότερος πέρα από ένα καθορισμένο από τα πριν όριο.

Αυτό επιτυγχάνεται με την καθιέρωση φορολογικού συντελεστή φυσικών προσώπων 100%, για ποσά πάνω από το όριο αυτό.

Το δεύτερο «πρόταγμα – όριο» έχει να κάνει με το δημόσιο δανεισμό.

Η θεσμοθέτηση της ΜΗ δυνατότητας, του να δανείζονται οι κοινωνίες (κράτη) από τις αγορές χρήματος.

Η ανυπαρξία δημόσιου χρέους περιορίζει σε ανεκτά όρια το παραστατικό χρήμα (χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας), ευεργετεί την πραγματική οικονομία, ανεξαρτητοποιεί τις κοινωνίες και τις πολιτικές αποφάσεις τους, εξισορροπεί τη διανομή του πλούτου, ενισχύει την κοινωνική συνοχή και δεν επιβαρύνει τις επόμενες γενιές.

Άλλωστε η εξόφληση κάθε δημόσιου χρέους γίνεται μέσω της φορολογίας (και ο πληθωρισμός ως μέσο μείωσης χρέους είναι μια μορφή φορολογίας), φορολογία που θα μπορούσε να είχε επιβληθεί άτοκα εκ των προτέρων χωρίς να μεσολαβήσει το ενδιάμεσο στάδιο του δημόσιου δανεισμού.

Ο δημόσιος δανεισμός είναι το εργαλείο που επιτρέπει στο συσσωρευμένο κεφάλαιο που πλεονάζει και δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην πραγματική οικονομία, να έχει έντοκη απόδοση και παράλληλα να χειραγωγεί Λαούς και κυβερνήσεις.

Το τρίτο «πρόταγμα – όριο» έχει να κάνει με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων νομικών προσώπων που οι οικονομικές δραστηριότητες τους υπερβαίνουν τα όρια μιας οικονομίας (πολυεθνικές) και γενικά οικονομικών μονάδων οι αποφάσεις των οποίων είναι δυνατό να επηρεάσουν την καθημερινή κοινωνική ζωή και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων.

Ενεργειακοί κολοσσοί, εταιρείες ιατρικών και φαρμακευτικών ειδών, τεχνολογίας τροφίμων, εταιρίες διαστημικής τεχνολογίας και παροχής υπηρεσιών διαδικτύου, είναι μερικά μόνο παραδείγματα  των μέσων με τα οποία ένας «ιδιώτης» μπορεί να επιβάλει τη θέληση του σε μια κοινωνία.

Στην περίπτωση αυτή οι αποφάσεις που παίρνονται από τέτοιου μεγέθους οικονομικές μονάδες δεν μπορεί παρά να είναι κοινωνικοποιημένες.  Οι μέτοχοι μπορούν να απολαμβάνουν τα κέρδη τους αλλά δεν μπορούν να έχουν τον έλεγχο των αποφάσεων που οδηγούν σε κέρδη, επηρεάζοντας αρνητικά την κοινωνία.

Οι κοινωνικοποίηση των αποφάσεων δεν σημαίνει κρατικοποίηση των αποφάσεων μέσω νομοθεσίας!

Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν μπορεί να συμβεί με το υπάρχον πολιτικό σύστημα και με τον τρόπο που παίρνονται οι πολιτικές αποφάσεις.

Στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες αρκεί ένας ελάχιστος αριθμός προσώπων για να παρθεί μια πολύ κακή απόφαση που αφορά όλους τους υπόλοιπους.

Στη χώρα μας ο αριθμός των προσώπων αυτών ανέρχεται στους 151 με την τάση να διαμορφωθεί στους 101, αν καταστεί εφικτή η μείωση του αριθμού των βουλευτών από 300 σε 200 όπως διακαώς επιθυμούν τα συντηρητικά κόμματα και αφελώς συνυπογράφουν και κάποια προοδευτικά.

Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να βρεθούν 101 ή 151 άτομα μέσα από μια κοινωνία εκατομμυρίων που να δεχτούν να βάλουν την υπογραφή τους κάτω από οτιδήποτε, αφού εξαιρέσουν πρώτα τον εαυτό τους από αυτό.

Οι Νόμοι και οι διαδικασίες που παράγονται από ένα αστικό, κοινοβουλευτικό και αντιπροσωπευτικό  πολιτικό σύστημα δεν προστατεύουν επ΄ ουδενί την κοινωνία, για το λόγω του ότι είναι δυνατό να αντικατασταθούν εν μία νυκτί από μια άλλη έστω και πρόσκαιρη πλειοψηφία.

Το Σύνταγμα μιας χώρας αδυνατεί λόγο της φύσης του να παρέχει  προστασία αυτού του είδους όπως περιγράφεται παραπάνω.

Άλλωστε η σημερινή πραγματικότητα αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Το «τέταρτο πρόταγμα –  πρόταση» λοιπόν  είναι η δημιουργία μιας νέας πηγής δικαίου κάπου ανάμεσα από το Σύνταγμα και τους Νόμους.

Η πηγή του νέου δικαίου θα είναι το αποτέλεσμα Δημοψηφισμάτων, που θα διενεργούνται αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό αυτό και για θέματα που κάθε φορά θα καθορίζει με ιδιαίτερο τρόπο η ίδια η κοινωνία.

Το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί μόνο από ένα νέο Δημοψήφισμα.

Δηλαδή το πολίτευμα, με μια απλή Συνταγματική αναθεώρηση!, καθίσταται λιγότερο ευάλωτο στις ορέξεις κάθε είδους ολιγαρχίας, αποκτά αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα και προσεγγίζει τη θέληση της κοινωνίας.

Είναι προφανές ότι για την ανάλυση των παραπάνω θεμάτων  θα μπορούσαν να χυθούν τόνοι μελάνι, αλλά σε ένα άρθρο σαν και αυτό καταθέτονται ιδέες και μόνο ιδέες.

Τα παραπάνω θα ήταν αρκετά για να διαμορφώσουν ένα πολιτικό πλαίσιο για ένα διαφορετικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο, με την ελπίδα να δημιουργήσουν τον προθάλαμο για τη Νέα Αριστερά του μέλλοντος.

Αλλά η προσπάθεια θα παρέμενε ατελής, αν εξαιρούσαμε από αυτήν τον παράγοντα Άνθρωπο και τον αγώνα για τη χειραφέτηση του.

Καμιά αλλαγή δεν μπορεί να είναι εφικτή, αν δεν εμπνέεται από ανθρώπους  που πιστεύουν και οραματίζονται ένα Νέο Πρότυπο Ζωής.

Ένα Νέο Πρότυπο Ζωής, με ανθρωποκεντρική διάσταση, εκπορευόμενο από Αυτεξούσιους Ανθρώπους, το οποίο να ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες σε περιβάλλον ελευθερίας και ευημερίας με τη διάχυση του πλούτου, υλικού και πνευματικού, σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνίας ανάλογα με τις ανάγκες και την προσπάθεια του καθενός.

Ο αγώνας για τη δημιουργία του αυτεξούσιου ανθρώπου που θα ελέγχει το μυαλό του και δεν θα ελέγχεται από αυτό, είναι το ‘’πέμπτο πρόταγμα’’ που προτείνεται, στην προσπάθεια για έναν διαφορετικό καλύτερο κόσμο.

*Ο Νίκος Γραικούσης είναι μέλος του Δικτύου Ανανεωτικής Αριστεράς