Αθήνα, 9/6/1975. Υπογραφή του Συντάγματος του 1975 από τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή | ASSOCIATED PRESS

«Ο Λαός μού ενεπιστεύθη την εξουσίαν. Δεν είπε πώς θα την ασκήσω»

Κωνσταντίνος Καραμανλής (8/1/1975)

Στις 11 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 43 χρόνια από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975. Το Σύνταγμα αυτό, όπως τροποποιήθηκε στις αναθεωρήσεις του 1986, του 2001 και του 2008, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.

Η διαμόρφωσή του συνοδεύεται από έναν ευρέως διαδεδομένο μύθο, που αποδίδει τη μακροβιότητα και τη νομιμοποίησή του στη χαρισματική προσωπικότητα και τις ικανότητες του Κ. Καραμανλή.

Σε πολλές αναλύσεις, αυτός ο μύθος συνδυάζεται με μια διάκριση ανάμεσα στις δύο πρωθυπουργικές θητείες του Σερραίου πολιτικού: αυτή του 1955-1963, που χαρακτηρίζεται από τον αυταρχισμό του μετεμφυλιακού κράτους με αποκορύφωμα τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961, και εκείνη του 1974-1980, κατά την οποία εδραιώθηκαν η δημοκρατία και η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.

Στο επίπεδο του Συντάγματος, η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από την πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης του Φεβρουαρίου 1963, που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως «βαθεία τομή», ενώ η δεύτερη περίοδος χαρακτηρίζεται από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975.

Ετσι, μια σύντομη ματιά στην αναθεωρητική πρόταση του 1963 είναι απαραίτητη για την ανάδειξη της σχέσης της με το Σύνταγμα του 1975.

Η «βαθεία τομή»

Η «βαθεία τομή» ήταν αποτέλεσμα δύο άρρηκτα συνδεδεμένων διαδικασιών. Η πρώτη ήταν η αναπτυξιακή έκρηξη της ελληνικής οικονομίας, η οποία απαιτούσε μια πιο ταχύρρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, ιδιαίτερα μετά την υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ.

Η δεύτερη ήταν η επανεμφάνιση του πολιτικού «εσωτερικού εχθρού» που σηματοδότησε η ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση το 1958 και ο Ανένδοτος Αγώνας το 1961, αλλά και του κοινωνικού «εσωτερικού εχθρού», δηλαδή των κυριαρχούμενων τάξεων που διεκδικούσαν μερίδιο από τους καρπούς της οικονομικής ανάπτυξης.

Η πρόταση επιδίωκε να αντιμετωπίσει αυτές τις νέες συνθήκες, αναδεικνύοντας την κυβέρνηση σε κυρίαρχο πόλο εξουσίας και θωρακίζοντας την καταστολή του «εσωτερικού εχθρού».

Ετσι, περιείχε σειρά προβλέψεων που ενίσχυαν την κυβέρνηση και υποβάθμιζαν τη Βουλή, χωρίς βέβαια να θίγει τις αμφισημίες του Συντάγματος του 1952 που άφηναν περιθώρια για «μοναρχικές» ερμηνείες του.

Ταυτόχρονα, η πρόταση προέβλεπε τη δυνατότητα θέσης κομμάτων εκτός νόμου και την ποινικοποίηση της καταχρηστικής άσκησης δικαιωμάτων.

Μ’ αυτόν τον τρόπο συμπλήρωνε το παρασύνταγμα, δηλαδή τις Συντακτικές Πράξεις και τα Συντακτικά Ψηφίσματα που είχαν εκδοθεί μετά την Κατοχή και έφεραν το στίγμα των εμφυλιοπολεμικών διώξεων σε βάρος της Αριστεράς, με ρυθμίσεις συνταγματικής περιωπής.

Παράλληλα, προέβλεπε την απαγόρευση της απεργίας και την επιβολή περιορισμών στη συνδικαλιστική ελευθερία των εργαζόμενων σε νέους τομείς, όπως οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ώστε να θωρακίσει την αναπτυξιακή διαδικασία.

Η αιτιολογία αυτών των προβλέψεων συμπυκνώθηκε με σαφήνεια από τον Κ. Καραμανλή στην ομιλία του στους βουλευτές της ΕΡΕ στις 16 Φεβρουαρίου, στην οποία ανέφερε πως «ισχυραί ομάδες καταχρώνται των συνταγματικών των δικαιωμάτων με απεργίας και διεκδικήσεις και δημιουργούν εντυπώσεις», καθώς και ότι «δεν επιτρέπεται ο κομμουνισμός να λειτουργεί ελευθέρως εις βάρος του καθεστώτος» («Το Βήμα», 17/2/1963).

Η πτώση της κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή τον Ιούνιο του 1963 σήμανε πάντως την άδοξη διακοπή της αναθεωρητικής διαδικασίας.

Το κυβερνητικό σχέδιο

Η κατάρρευση της χούντας τον Ιούλιο του 1974 έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη θέσπισης νέου Συντάγματος. Μετά τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου και το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 που έκρινε οριστικά την τύχη του βασιλικού θεσμού, η κυβέρνηση Καραμανλή, που διέθετε μια ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 216 εδρών, κατέθεσε στη Βουλή ένα σχέδιο Συντάγματος.

Το σχέδιο κατατέθηκε «ανεπίσημα» στις 23 Δεκεμβρίου 1974 και επίσημα στις 7 Ιανουαρίου 1975, αφού η κυβέρνηση αφαίρεσε απ’ αυτό κάποιες διατάξεις που είχαν αποτυπωθεί για πρώτη φορά στην ελληνική Ιστορία στα δικτατορικά «Συντάγματα» του 1968 και του 1973. Το κυβερνητικό σχέδιο κινούνταν στα χνάρια της «βαθείας τομής» και δεν ερχόταν σε ρήξη με τον μετεμφυλιακό συνταγματισμό.

Αντίθετα, διατηρούσε σε ισχύ το παρασύνταγμα, έθετε ασφυκτικούς περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και ενίσχυε σημαντικά την εκτελεστική εξουσία.

 Ο εθνάρχης λάμβανε πάντα υπόψη τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης | ΓΓΤΠ-ΓΓΕΕ

Ο εθνάρχης λάμβανε πάντα υπόψη τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης | ΓΓΤΠ-ΓΓΕΕ

Στις 8 Ιανουαρίου, σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή, ο Κ. Καραμανλής ανέλαβε αυτοπροσώπως την υπεράσπιση του κυβερνητικού σχεδίου [1].

Ο αρχηγός της Ν.Δ. απέρριψε την πρόταση της αντιπολίτευσης για Σύνταγμα «κοινής αποδοχής» αφού «έχωμεν διαφορετικάς απόψεις επί του τρόπου της οργανώσεως της Πολιτείας».

Και αποσαφήνισε: «Εάν η Ακρα Αριστερά διέθετε την εξουσίαν, θα επέβαλλε Σύνταγμα ολοκληρωτικόν. Σύνταγμα το οποίον θα αφαιρούσε και τας ατομικάς και πολιτικάς ελευθερίας των Ελλήνων. Και θα το επέβαλλε, διά να είναι συνεπής προς την ιδεολογίαν της. Εάν είχε την πλειοψηφίαν το ΠΑΣΟΚ θα επέβαλλε Σύνταγμα, το οποίον θα ευρίσκετο μεταξύ Δημοκρατικού Σοσιαλισμού και Κομμουνισμού, συμφώνως προς τας διακηρύξεις του. Και πάντως θα ήτο Σύνταγμα, το οποίον θα ευρίσκετο εκτός της ελληνικής πραγματικότητας. Τέλος, εάν διέθετε την εξουσίαν η Ε.Κ.-Ν.Δ., θα επέβαλλε Σύνταγμα τύπου Ζαΐμη, του 1927».

Παράλληλα, προσπάθησε να αποστερήσει τη λαϊκή εντολή των πρόσφατων εκλογών από οποιοδήποτε περιεχόμενο, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «ο Λαός μού ενεπιστεύθη την εξουσίαν. Δεν είπε πώς θα την ασκήσω».

Την επιθετική τοποθέτηση του Κ. Καραμανλή απέναντι στην κομμουνιστική Αριστερά σχολίασε γλαφυρά ο Μποστ, αμφισβητώντας μάλιστα μια βασική τότε εκτίμηση του ΚΚΕ εσωτ.: «Προσπαθόντας ο κ. Καραμανλής να απαντήση στον κ. Ηλιού κατά την συζήτηση του Συντάγματος, είπε ότι “αν η Ακρα Αριστερά του κ. Ηλιού ή η άλλη αριστερά πάρη την εξουσία, θα κατασκεβάση σύνταγμα ολοκληροτικόν”. Κε ύστερα σου λέγουν μερικοί ότι ο κ. Προθυπουργός ήλθεν ανανεομένος κε δεν είνε ο παλαιός που εγνορίζαμε, διότι η πάροδος των ετών εις την Γαλίαν τον έκανε άλλον άνθρωπον. Αφτά είνε ανοησίε» («Η Αυγή», 12/1/1975).

Οι υποχωρήσεις της κυβέρνησης

Παρότι όμως οι δηλώσεις του Κ. Καραμανλή άφηναν να εννοηθεί ότι δεν υπήρχαν σημαντικά περιθώρια τροποποιήσεων, η απόσταση του Συντάγματος που τελικά ψηφίστηκε τον Ιούνιο είναι πραγματικά μεγάλη σε σχέση με το κυβερνητικό σχέδιο.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η απάλειψη της διάταξης η οποία προέβλεπε τη θέση εκτός νόμου πολιτικών κομμάτων, η μη ποινικοποίηση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, καθώς και η μείωση των περιορισμών στην ελευθερία του Τύπου.

Επίσης, ενδεικτική είναι η κατοχύρωση για πρώτη φορά σε ελληνικό Σύνταγμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας και του δικαιώματος στην απεργία, αν και οριοθετήθηκαν με ισχυρές δικλίδες ασφαλείας.

Η σημασία αυτών των αλλαγών θα ήταν όμως πενιχρή εάν, όπως προέβλεπαν η «βαθεία τομή» και το κυβερνητικό σχέδιο, διατηρούνταν σε ισχύ το παρασύνταγμα.

Η κατάργησή του σήμανε τη ρήξη της νομικής συνέχειας με το εμφυλιοπολεμικό καθεστώς στο επίπεδο των δικαιωμάτων.

Από την άλλη πλευρά, στο οργανωτικό μέρος του Συντάγματος, η κυβερνητική πλειοψηφία επέμεινε στη γραμμή της «βαθείας τομής», ενισχύοντας αποφασιστικά την εκτελεστική εξουσία σε βάρος της Βουλής.

Γιατί όμως η Ν.Δ. του Κ. Καραμανλή υποχώρησε, έστω και εν μέρει, από τις κατευθύνσεις τις οποίες είχε χαράξει η «βαθεία τομή» και αντέγραφε το κυβερνητικό σχέδιο;

Η απάντηση είναι ότι ο αυταρχικός προσανατολισμός τους ερχόταν σε σύγκρουση με τη μεταπολιτευτική ριζοσπαστικοποίηση και τη λαϊκή απαίτηση για την πλήρη κατοχύρωση της δημοκρατίας και των συνταγματικών ελευθεριών.

Η ορμητική άνοδος της ταξικής πάλης, σε συνδυασμό με την αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση, επηρέασε έντονα το κλίμα κατά την περίοδο συζήτησης του νέου Συντάγματος.

Ετσι, από το «Ο Λαός μού ενεπιστεύθη την εξουσίαν. Δεν είπε πώς θα την ασκήσω» της 8ης Ιανουαρίου, ο Κ. Καραμανλής στην επόμενη ομιλία του για το Σύνταγμα, στις 28 Μαρτίου, αναγκάστηκε να κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο κύμα απεργιών και διαδηλώσεων που συγκλόνιζε τη χώρα [2]. Ταυτόχρονα, στην εγκατάλειψη της πρόθεσης διαιώνισης της «καχεκτικής» μετεμφυλιακής δημοκρατίας συνέβαλε και το κλίμα που επικρατούσε διεθνώς μετά τον Μάη του ’68 [3].

Η αξιωματική αντιπολίτευση επισήμαινε διαρκώς στην κυβερνητική παράταξη ότι εάν δεν ήθελε να υπάρξει αντίστοιχη έκρηξη στην Ελλάδα, θα έπρεπε να προβεί σε υποχωρήσεις.

Χαρακτηριστική ήταν η αποστροφή του Δημήτρη Τσάτσου ότι «εάν κύριοι βουλευταί –για να δώσω ένα παράδειγμα– καταργήσετε το δικαίωμα της μειοψηφίας να οδηγεί τη Βουλή σε σύσταση εξεταστικών επιτροπών, οδηγείτε σε ίδρυση Εξεταστικών Επιτροπών του Λαού» [4].

Αντίστοιχη ήταν η τοποθέτηση του Ευάγγελου Παπανούτσου για τη συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των ΑΕΙ: «Εφ’ όσον τους έχωμεν έξω, θα φωνάζουν. Βάλτε τους μέσα για να σιωπήσουν» [5].

Η διαφορά ανάμεσα στο κυβερνητικό σχέδιο και το Σύνταγμα του 1975 στο επίπεδο των δικαιωμάτων δεν πρέπει λοιπόν να αποδοθεί, όπως συνήθως γίνεται, στις πολιτικές ή ιδεολογικές εξελίξεις στο εσωτερικό της πλειοψηφίας, αλλά κυρίως στην κινητοποίηση των κυριαρχούμενων τάξεων.

Το κυβερνητικό επιτελείο αντιλήφθηκε πως εάν αγνοούσε την κοινωνική δυναμική επιμένοντας σε μια εκδοχή συνέχειας του «κράτους των εθνικοφρόνων», θα έθετε σε κίνδυνο την αναγκαία νομιμοποίηση του νέου Συντάγματος. Με τα λόγια του ίδιου του Κ. Καραμανλή, «έκανα το Σύνταγμά μου ύστερα από μια δικτατορία, που ήταν φυσικό ο ελληνικός λαός να ζητεί περισσότερες ελευθερίες» [6].

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αλλαγές αυτές έγιναν μετά από πλήθος αμφιταλαντεύσεων. Χαρακτηριστική είναι η διαδρομή που ακολούθησε η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγματος, η οποία προέβλεπε τη θέση εκτός νόμου κομμάτων «των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της Χώρας» κατόπιν απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Η Β’ Υποεπιτροπή στις 21 Μαρτίου απάλειψε αυτήν την πρόβλεψη, αλλά η Ολομέλεια της Επιτροπής ψήφισε στις 22 Μαρτίου την επαναφορά της. Η αντιπολίτευση διαμαρτυρήθηκε για την αλλαγή στάσης των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, έλαβε όμως απλώς τη λακωνική απάντηση του Κ. Τσάτσου ότι «είναι δικαίωμά των» [7].

Στην Ολομέλεια της Βουλής, η κυβέρνηση απέσυρε εκ νέου την επίμαχη διάταξη. Η αντιφατική στάση της πλειοψηφίας οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπορούσε να εξισώσει την Αριστερά, που μόλις είχε πρωτοστατήσει στον αντιδικτατορικό αγώνα, με τους νοσταλγούς της χούντας και του φασισμού.

Τη δυσκολία της επέτεινε η πίεση που δεχόταν από τη ραγδαία ανάπτυξη μιας έντονης κοινωνικής κίνησης, η οποία διεκδικούσε πρόσβαση στον δημόσιο λόγο και στην παραγωγή των αποφάσεων.

Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, η πρόβλεψη, πολλώ δε μάλλον η εφαρμογή, της θέσης κομμάτων εκτός νόμου θα αποτελούσε θανάσιμο πλήγμα για τη συνολική νομιμοποίηση τόσο του Συντάγματος όσο και του πολιτικού συστήματος.

Υπερεξουσίες: η «κόκκινη γραμμή»

Η πλειοψηφία τήρησε πιο σκληρή στάση αναφορικά με τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από την αντιπολίτευση ως «υπερεξουσίες».

Μπορεί το τελικό κείμενο του Συντάγματος να μετέβαλλε τον χαρακτηρισμό του ΠτΔ από εγγυητή της αρμονικής λειτουργίας των εξουσιών της Πολιτείας (όπως όριζε το κυβερνητικό σχέδιο) σε ρυθμιστή του πολιτεύματος, δεν άλλαξε όμως σημαντικά το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που μπορούσε να ασκήσει χωρίς την υπουργική προσυπογραφή, δηλαδή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης.

Ετσι, οι διατάξεις του κυβερνητικού σχεδίου που έδιναν στον ΠτΔ τη δυνατότητα να ασκήσει έναν διευρυμένο πολιτικό ρόλο διατηρήθηκαν.

Ειδικότερα, ο ΠτΔ μπορούσε να διαλύει τη Βουλή εάν έκρινε ότι η σύνθεσή της βρισκόταν σε δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα, αλλά και να παύει την κυβέρνηση, ακόμα και αν αυτή εξακολουθούσε να διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Επίσης, του δινόταν η ευχέρεια να προκηρύξει δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, διατυπώνοντας μάλιστα ο ίδιος το σχετικό ερώτημα.

Επιπλέον, ο ΠτΔ είχε τη δυνατότητα σε έκτακτες περιστάσεις να συγκαλεί το υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του και να απευθύνει διαγγέλματα στον λαό, καθώς και να αναπέμπει στη Βουλή ψηφισμένα νομοσχέδια εάν διαφωνούσε με το περιεχόμενό τους.

Στην πραγματικότητα, πολλές αντισυνταγματικές πρωτοβουλίες του Στέμματος κατά τη διάρκεια των Ιουλιανών του 1965 εντάχθηκαν στο Σύνταγμα του 1975 ως θεσμικές δυνατότητες του ΠτΔ.

Η καθιέρωση των «υπερεξουσιών» του ΠτΔ οφείλεται στο γεγονός ότι στη συγκυρία της μεταπολίτευσης, η αποδυνάμωση του στρατού και η κατάργηση του βασιλικού θεσμού άφηναν εκτεθειμένη την κυρίαρχη τάξη σε περίπτωση κυβερνητικής εναλλαγής.

Οι «υπερεξουσίες» του ΠτΔ έδιναν τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων του Συντάγματος σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των δύο πόλων της εκτελεστικής εξουσίας, αποσκοπώντας ακριβώς στην πρόληψη ενός τέτοιου ενδεχομένου.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι «υπερεξουσίες» καταργήθηκαν με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, αφού το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα είχε πια σταθεροποιηθεί.

Ο μεταπολιτευτικός συμβιβασμός

↳ Τα σχέδια ενός αυταρχικού αναπτυξιακού μοντέλου αντιμέτωπα με την έκρηξη του διακεκομμένου «ελληνικού Μάη». Πάνω, η υπογραφή της σύμβασης με τον Νιάρχο για το εργοστάσιο της Πεσινέ (29/8/1960- ΓΓΤΠ-ΓΓΕΕ) και διαμαρτυρία για την επιστράτευση των απεργών εκπαιδευτικών (8/2/1963-ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»). Κάτω: απεργοί της «Ολυμπιακής» (Δεκ. 1974-«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 12/12/1974) και η πρώτη μεταπολιτευτική Πρωτομαγιά (ΓΣΕΕ, «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ» -Αθήνα 2001)

↳ Τα σχέδια ενός αυταρχικού αναπτυξιακού μοντέλου αντιμέτωπα με την έκρηξη του διακεκομμένου «ελληνικού Μάη». Πάνω, η υπογραφή της σύμβασης με τον Νιάρχο για το εργοστάσιο της Πεσινέ (29/8/1960- ΓΓΤΠ-ΓΓΕΕ) και διαμαρτυρία για την επιστράτευση των απεργών εκπαιδευτικών (8/2/1963-ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»). Κάτω: απεργοί της «Ολυμπιακής» (Δεκ. 1974-«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 12/12/1974) και η πρώτη μεταπολιτευτική Πρωτομαγιά (ΓΣΕΕ, «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ» -Αθήνα 2001)

Δεν είναι δυνατό να κατανοήσει κανείς το στίγμα του Συντάγματος του 1975 ως «Συντάγματος συμβιβασμού» χωρίς να αναφερθεί στον διακεκομμένο «ελληνικό Μάη».

Το πρελούδιο του ελληνικού Μάη ήταν τα Ιουλιανά του 1965, όταν εκδηλώθηκε η μαζική αμφισβήτηση ενάντια στην ειδική μορφή με την οποία ήταν διαρθρωμένη η αστική εξουσία στην Ελλάδα. Ακολούθησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, που αποκατέστησε το νήμα που είχε κόψει βίαια το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.

Η δικτατορία έκλεισε προσωρινά αυτό το ρήγμα με τα τανκς, αλλά η κατάρρευσή της τον Ιούλιο του 1974 σηματοδότησε την ορμητική επανεμφάνιση των μαζών στο προσκήνιο, με αιχμή το εργατικό κίνημα.

Αυτή τη φορά η δυναμική του κινήματος δεν ανακόπηκε όπως τις προηγούμενες, παρά τα εμπόδια που έθετε η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή και το συναινετικό κλίμα στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό.

Το κίνημα της μεταπολίτευσης, ως αποκορύφωση του διακεκομμένου ελληνικού Μάη, ανάγκασε τις κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να αποδεχτούν τη διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων σε έκταση πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα.

 Πάνω, η πρώτη επετειακή διαδήλωση για το Πολυτεχνείο. Κάτω, η καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων της 25ης Μαΐου 1976 κατά του αντεργατικού Ν. 330 | ASSOCIATED PRESS

Πάνω, η πρώτη επετειακή διαδήλωση για το Πολυτεχνείο. Κάτω, η καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων της 25ης Μαΐου 1976 κατά του αντεργατικού Ν. 330 | ASSOCIATED PRESS

Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα θεμέλια της κοινωνικής εξουσίας έμειναν άθικτα. Αλλωστε, και τα κοινοβουλευτικά κόμματα της Αριστεράς έριξαν το βάρος της κριτικής τους στα ειδικά γνωρίσματα της μετεμφυλιακής δομής εξουσίας (αντικομμουνισμός, στεγανά κ.λπ.), χωρίς να βάλουν στο στόχαστρό τους ούτε την αστική εξουσία καθεαυτή ούτε τον κοινοβουλευτισμό.

Ετσι, από την πλευρά του ΚΚΕ εσωτ. και της ΕΔΑ, ο Η. Ηλιού επέμενε ότι πρέπει «να μη σκοτώσουμε τη χρυσοτόκο όρνιθα» του κοινοβουλευτισμού, καθώς η προβολή των μειονεκτημάτων του τελευταίου θα ευνοούσε τους νοσταλγούς της δικτατορίας [8].

Αντίστοιχα, από την πλευρά του ΚΚΕ ο Κ. Κοντογιαννάκης τόνιζε ότι «ο Κοινοβουλευτισμός, ανανεωμένος όσο θα ήταν δυνατό να ανανεωθεί στα πλαίσια του καθιερωμένου οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, με την εφικτή προώθηση της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας σε (νομικό και πλασματικό πάντα) θεμέλιο του Πολιτεύματος, θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην ανάγκη αντιμετώπισης των τρεχόντων προβλημάτων της πολιτικής ζωής. Οπως άλλωστε συμβαίνει σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, που δεν έχουν απομακρυνθεί από τις αρχές του αστικού Κράτους, αλλά στις οποίες η κυρίαρχη τάξη δεν αποβλέπει να υποβιβάσει τον εργαζόμενο Λαό σε πολιτικά άμορφη αγέλη» [9].

Το Σύνταγμα του 1975 αποτέλεσε λοιπόν προϊόν του αντιφατικού κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, κατά την οποία η κοινοβουλευτική παντοδυναμία της Ν.Δ. συνυπήρχε με την αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Κ. Καραμανλής, ποιούμενος την ανάγκη φιλοτιμία, υποχώρησε από το «αντικομμουνιστικό κεκτημένο» του μετεμφυλιακού κράτους.

Η ολική επαναφορά της «βαθείας τομής» ήταν αδύνατη, όχι επειδή άλλαξαν οι αντιλήψεις του αρχηγού της Ν.Δ., αλλά επειδή είχαν αλλάξει οι συνθήκες.

Από αυτήν την άποψη, είχε μάλλον δίκιο ο Σερραίος πολιτικός όταν είπε στον Λ. Κύρκο στα τέλη της δεκαετίας του ’70: «Εχω παράπονα από σας. Τι είναι αυτά που λέτε, πως ο Καραμανλής άλλαξε; Οτι η πολιτική του χωρίζεται σε δυο περιόδους, μια πριν από τη χούντα και μια ύστερα; Ο Καραμανλής είναι ένας. Εσείς δεν τον καταλάβατε» [10].

Συνολικά λοιπόν, οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη μετεμφυλιακή θεσμική κληρονομιά για να μην αμφισβητηθεί ο πυρήνας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής από μια επαναστατική διαδικασία όπως εκείνη που εκτυλισσόταν τότε στην Πορτογαλία: όλα έπρεπε να αλλάξουν, για να παραμείνουν όπως ήταν.

Ο χαιρετισμός των δολοφόνων

Η αντισυγκέντρωση που κατέληξε στη δολοφονία του Λαμπράκη (22/5/1963)

Η αντισυγκέντρωση που κατέληξε στη δολοφονία του Λαμπράκη (22/5/1963) |

Η προσπάθεια του εκ των υστέρων εξωραϊσμού της «βαθείας τομής» έχει πολλές πλευρές. Μια από αυτές είναι και ο ισχυρισμός ότι η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας από την αναθεωρητική πρόταση αποσκοπούσε μεταξύ άλλων και στον περιορισμό των παρακρατικών ομάδων (Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Ελληνικός φιλελευθερισμός. Το ριζοσπαστικό ρεύμα 1932-1979», Αθήνα 2010, σ. 386).

Αυτός ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί, καθώς δεν χρειαζόταν καμία αλλαγή στο Σύνταγμα του 1952 για να αντιμετωπιστεί η παρακρατική δράση των ακροδεξιών οργανώσεων. Το μόνο που έλειπε ήταν η πολιτική βούληση.

Ενα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο αποδεικνύει ότι οι ακροδεξιοί παρακρατικοί είχαν κατανοήσει πως στόχος της «βαθείας τομής» ήταν να ενισχύσει την κυβέρνηση ενάντια στον κοινωνικό και πολιτικό «εσωτερικό εχθρό» και όχι να αποδυναμώσει το αντικομμουνιστικό κεκτημένο του μετεμφυλιακού κράτους: ο «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος» χαιρέτισε με επιστολή που απέστειλε προς τη Βουλή και καταχωρίστηκε στα πρακτικά την 1η Μαρτίου 1963 την αναθεωρητική πρόταση ως «αποβλέπουσαν εις την καλυτέραν διαμόρφωσιν της Πολιτείας και εξυπηρέτησιν των συμφερόντων Ελληνικού λαού» (Βουλή των Ελλήνων, «Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής. Περίοδος ΣΤ΄, Σύνοδος Β΄», τ.Β΄, Εν Αθήναις 1963, σ. 528).

Τα συγχαρητήρια της οργάνωσης του Φον Γιοσμά για τη «βαθεία τομή» (1/3/1963).

Τα συγχαρητήρια της οργάνωσης του Φον Γιοσμά για τη «βαθεία τομή» (1/3/1963). |

Αυτή η οργάνωση, παρά το παραπλανητικό της όνομα, είχε ιδρυθεί το 1960 από ανθρώπους που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί την περίοδο της Κατοχής και προσωρινός πρόεδρός της ήταν ο Ξενοφών Γιοσμάς, καταδικασμένος ερήμην σε θάνατο από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Θεσσαλονίκης.

Ο «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος» είχε επίσημη συνεργασία με τις κρατικές αρχές, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι τα μέλη του κλήθηκαν από το υπουργείο Βορείου Ελλάδος και την Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης να συμμετάσχουν στα μέτρα ασφαλείας κατά την επίσκεψη του Γάλλου προέδρου της Δημοκρατίας Ντε Γκολ στη συμπρωτεύουσα, στις 20 Μαΐου 1963.

Η δραστηριότητα της συγκεκριμένης παρακρατικής οργάνωσης έγινε γνωστή στο πανελλήνιο δύο ημέρες αργότερα και δυόμισι μήνες μετά τη χαιρετιστήρια επιστολή της για την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, όταν μέλη της δολοφόνησαν τον συνεργαζόμενο με την ΕΔΑ βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη…

Υποσημειώσεις

[1] Βλ. την ομιλία του σε Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Προεδρευομένης Δημοκρατίας – Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομελείας της Βουλής των συζητήσεων επί του Συντάγματος 1975, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι, Αύγουστος 1975 (Ολομέλεια Βουλής), σελ. 15-18.
[2] Βλ. Ολομέλεια Βουλής, σελ. 44.
[3] Βλ. C. Harman, Π. Γκαργκάνα, Μ. Στύλλου, Μάης ’68. Η επιστροφή της επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2018.
[4] Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Σύνοδος Α΄, Επίσημα εστενογραφημένα πρακτικά συνεδριάσεων της Ολομελείας της Επιτροπής του Συντάγματος 1975, Προεδρία Κωνσταντίνου Δ. Τσάτσου, Αθήναι 1975 (Ολομέλεια Επιτροπής), σελ. 59.
[5] Βλ. Ολομέλεια Βουλής, σελ. 494.
[6] Παρατίθεται από τον Ρ. Μασσίπ, Καραμανλής. Ο Ελληνας που ξεχώρισε, δ΄ εκδ., Ι. Σιδέρη, Αθήνα 1982, σελ. 124.
[7] Βλ. Ολομέλεια Επιτροπής, σελ. 413-414.
[8] Βλ. Η. Ηλιού, Ολομέλεια Βουλής, σελ. 52.
[9] Βλ. Κ. Κοντογιαννάκη, «Το Σύνταγμα και η ταξική σημασία του», ΚΟΜΕΠ, Απρίλης 1975, σελ. 110 και γενικότερα σελ. 103-115.
[10] Λ. Κύρκος, Στιγμές από την προσωπική μου διαδρομή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σελ. 149-150.

* διδάκτορας Νομικής του ΑΠΘ

 Διαβάστε
► Χαράλαμπος Κουρουνδής, Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη «βαθεία τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975 (Αθήνα 2018, εκδ. Νήσος). Εξαιρετικά εμπεριστατωμένη -και ευχάριστα καλογραμμένη- μελέτη της διασύνδεσης ανάμεσα στις συνταγματικές τομές της ύστερης μεταπολεμικής περιόδου και τις κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής. Αναλυτική σύγκριση των μεταβολών που πρόβλεπε η «βαθεία τομή» του 1963, της τελικής θέσπισης του 1963 και της εκάστοτε στάσης της Αριστεράς, με ειδικά κεφάλαια για κάθε αντικείμενο: ρύθμιση του κομματικού φαινομένου, απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, συνδικαλιστική ελευθερία και δικαίωμα απεργίας, καθεστώς του τύπου, ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας, εισαγωγή των κοινωνικών δικαιωμάτων, προστασία της ιδιοκτησίας, εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης, αλλαγές στη λειτουργία της Βουλής, οργάνωση της δικαστικής εξουσίας κ.ο.κ.

 

Via : www.efsyn.gr