Στέλλα Νιώτη, Κοινωνιολόγος

Η κεντρική ιδέα του θέματος είναι η ανάδειξη των συνθηκών και των αιτίων της γέννησης του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα και της αδιάλειπτης παρουσία του, έως και σήμερα, στη χώρα.

Η εξέταση των πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων που σχετίζονται με τη γέννηση του φασισμού στη χώρα ανατρέχει στις αφετηρίες του προκειμένου να διερευνήσει τα γεγονότα και τις εξελίξεις που συνδέθηκαν με την εμφάνιση των πρώτων εθνικιστικών και φασιστικών οργανώσεων. Με την ιστορική και συγκριτική μέθοδο επιχειρείται η εμβάθυνση, όσο το επιτρέπει το μέγεθος μιας εισήγησης, στα ζητήματα της φυσιογνωμίας, των χαρακτηριστικών, των ιδεολογικών αρχών, του πολιτικού λόγου, των δραστηριοτήτων και των δράσεων για να κατανοήσουμε τις μεταμορφώσεις και τους μετασχηματισμούς του φασιστικού φαινομένου, στη διάρκεια του χρόνου, και να προβληματιστούμε για το μέλλον και τις προοπτικές του. Η εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού δημιουργεί αναγκαστικές αφαιρέσεις, έτσι που το φασιστικό φαινόμενο, για τις ανάγκες της εξέτασης του θέματος, φαίνεται περισσότερο μεγεθυμένο σε σχέση με την πραγματικότητα, αλλά, με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η κατανόησή των συνθηκών που συνέβαλαν στη γέννηση και την αναγέννησή του, όσο και εκείνων που δυσχεραίνουν την αντιμετώπισή του.

Η γέννηση και οι πρώτες εκδηλώσεις του φαινομένου

Η γέννηση του φασισμού στην Ελλάδα τοποθετείται μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, κυρίως όμως, μετά το τέλος του Α’  Παγκοσμίου Πολέμου και τη διεθνή οικονομική κρίση που ακολούθησε, και τις συνέπειες που είχε στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την αύξηση της φτώχειας, όπως, δηλαδή συνέβη και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα σε αυτές που έλαβαν μέρος στον Μεγάλο Πόλεμο (Συλλογικό έργο, 2002).

Οι πρώτες οργανωμένες εκδηλώσεις του φαινομένου εντοπίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ως συνέπεια των διεθνών εξελίξεων και της εσωτερικής κατάστασης που επικράτησε, εξαιτίας της εξάρτησης της χώρας από τον ξένο παράγοντα, που, ουσιαστικά επέβαλε τη συμμετοχή της στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τη μικρασιατική καταστροφή και τον εθνικό διχασμό που ακολούθησε, την πολιτική αστάθεια, τη συχνή υποκίνηση και επιβολή στρατιωτικών καθεστώτων, που, σταθερά, απομάκρυναν τη χώρα από τη δημοκρατική αρχή οργάνωσης και διοίκησης του κράτους και των θεσμών του (Μ. Λυμπεράτος, 2011).

Οι πρώτες οργανωμένες εκδηλώσεις του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα συνδέονται επίσης με κοινωνικούς παράγοντες και συγκεκριμένα με τις περιπέτειες της εγκατάστασης και ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία, την οικονομική υπανάπτυξη και τη διαρκή συμπίεση του κόστους εργασίας, που συντηρούσαν σε υψηλά επίπεδα την ανεργία, τη φτώχεια και τις κακές συνθήκες υγιεινής, εκπαίδευσης και στέγασης του πληθυσμού. Σε αυτές τις συνθήκες η δημιουργία ενός ισχυρού εργατικού κινήματος, με δυναμικές κινητοποιήσεις και κοινωνικές διεκδικήσεις, σε συνδυασμό με την ίδρυση του κομμουνιστικού κόμματος, το 1918, που συνέβαλε στην περαιτέρω ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και του συνδικαλισμού του, οδήγησαν στην κρατική καταστολή, με την κινητοποίηση ενός εκτεταμένου ποινικού-κατασταλτικού μηχανισμού, στον οποίο έδρασαν ως παράλληλοι μηχανισμοί κοινωνικής ανάσχεσης εθνικιστικές και φασιστικές οργανώσεις.

Η οργάνωση ΕΕΕ- Εθνική Ένωσις Ελλάς, υπήρξε η σημαντικότερη φασιστική οργάνωση στην προπολεμική Ελλάδα, με πλούσια τρομοκρατική και εγκληματική δράση. Ιδρύθηκε το 1927, στη Θεσσαλονίκη- θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη Μακεδονία και τη Θράκη είχε εγκατασταθεί το 60% των προσφύγων-, ως βίαιη αντισημιτική και αντικομμουνιστική οργάνωση, από εμπόρους (Γ. Κοσμίδης), τραπεζικούς (Δ. Χαριτόπουλος), αλλά και τυχοδιωκτικά άτομα όπως ο Πούλος και ο Γιοσμάς, οι οποίοι θα απασχολήσουν για τη φασιστική και παρακρατική δράση τους και τα επόμενα χρόνια. Στις σοβαρότερες δράσεις της περιλαμβάνονταν το πογκρόμ κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, το 1931, και οι δολοφονίες κομμουνιστών (Δ. Κοσμάς, Δ. Μουζενίδης). Η οργάνωση επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα και ανέπτυξε μαχητικούς πυρήνες στον Πειραιά και τη Κοκκινιά, όπου επίσης είχε εγκατασταθεί μεγάλος πληθυσμός προσφύγων (Γ. Ανδρικόπουλος, 1977).

Η εξέλιξη του φαινομένου στα χρόνια της Κατοχής: Η ΕΣΠΟ, τα Τάγματα Ασφαλείας και οι άλλες εθνικιστικές και φασιστικές οργανώσεις

Η δικτατορία του Ι. Μεταξά (1936), που διοίκησε ως φασιστικό κράτος, αφού στηρίχθηκε, στον αυταρχισμό και τη δράση του ποινικού- κατασταλτικού μηχανισμού, ο οποίος ανέλαβε την ανάσχεση των κοινωνικών διεκδικήσεων και τις διώξεις των πολιτικών αντιπάλων, αποτέλεσε το κατάλληλο έδαφος για τη συγκρότηση και τη δράση των φασιστικών οργανώσεων, κυρίως όμως, των κρυπτοφασιστικών οργανώσεων που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της Κατοχής (Γ. Μιχαηλίδης, 2012).

Οι οργανώσεις αυτές αξιοποίησαν την πολιτική αστάθεια που δημιούργησε ο διορισμός κυβερνήσεων από τις κατοχικές δυνάμεις και ανέπτυξαν τρομοκρατική και εγκληματική δράση, με σκοπό την ανάσχεση του εργατικού και αντιστασιακού κινήματος. Για τον σκοπό αυτό ανέπτυξαν δίκτυα πληροφοριοδοτών, συνεργάστηκαν με τους κατακτητές για την κατάδοση και σύλληψη αντιστασιακών και κομμουνιστών, συμμετείχαν στα μπλόκα, τις δολοφονίες και τις εκτελέσεις, καθώς και στην αποστολή εργατών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εργασίας, στη Γερμανία. Παράλληλα αξιοποίησαν προς όφελος τους την οικονομική και παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας και επιδόθηκαν στον δοσιλογισμό. Στις τάξεις αυτών των οργανώσεων κατέφυγαν τυχοδιώκτες, φυγόδικοι, πρώην ποινικοί κατάδικοι, αλλά και ανεπάγγελτοι ή φτωχοί που απειλήθηκαν από τον λιμό, ο οποίος, στο διάστημα 1941-1944, εξόντωσε 400.000 ανθρώπους (Σ. Γασπαρινάτος, 2015 ·Α. Δάγκας, 2011· Β. Χιονίδου, 2011).

Ανάμεσα στις σημαντικότερες φασιστικές οργανώσεις στη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου  θα ξεχωρίσουμε την ΕΟΝ, την ΕΣΠΟ, τα Τάγματα Ασφαλείας και την Οργάνωση Χ (Κ. Κατσούδας, 2017· Γ. Πριόβολος, 2017· Μ. Χαραλαμπίδης, 2013).

Το φασιστικό παρακράτος μετά τον εμφύλιο

Η επικράτηση των αποκαλούμενων εθνικών δυνάμεων, στον εμφύλιο πόλεμο, διατήρησε τον συσχετισμό των προπολεμικών δυνάμεων και τους μηχανισμούς εξουσίας και αναπαρήγαγε τις πολιτικές συγκρούσεις, με την συμβολή του ξένου παράγοντα, των Βρετανών και Αμερικανών συμμάχων, που είχαν καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και στην επιβολή ενός καθεστώτος εξαίρεσης, που διήρκεσε μέχρι τη μεταπολίτευση. Χαρακτηριστικά στοιχεία αυτού του καθεστώτος υπήρξε ο αυταρχισμός της εξουσίας, αλλά και οι συχνές πολιτικές και οικονομικές κρίσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την συχνή περιστολή των λαϊκών ελευθεριών και την υποβάθμιση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, παράλληλα με την αυξημένη ανεργία, τη φτώχεια και τις κακές συνθήκες ζωής για ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού (A. Gerolymatos, 2016 ·Τ. Βουρνάς, 2008· Σπ. Λιναρδάτος, 1977).

Το μετεμφυλιακό κράτος αναπαρήγαγε τον εθνικό διχασμό και τις διώξεις των πολιτικών αντιπάλων. Έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ, αργότερα και την ΕΔΑ, και καθιέρωσε τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Η εσωτερική πολιτική του στηρίχθηκε στις δράσεις του ποινικού-κατασταλτικού μηχανισμού και του φασιστικού παρακράτους που ανέλαβαν το έργο της ανάσχεσης των κοινωνικών διεκδικήσεων, της δίωξης και της εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων. Στα θύματά του περιλαμβάνονταν ηγετικά στελέχη και μέλη του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος.

Οι βασικοί μηχανισμοί του φασιστικού παρακράτους υπήρξαν οι παραστρατιωτικές και παρακρατικές οργανώσεις. Ο ΙΔΕΑ, που ιδρύθηκε το 1949, μετά τον εμφύλιο, υπήρξε η σημαντικότερη παραστρατιωτική οργάνωση. Σκοπός της ήταν η διείσδυση στο στράτευμα, τη δημόσια διοίκηση και το πολιτικό σύστημα και η διάβρωση τους, μέχρι την ανατροπή του καθεστώτος, που επιτεύχθηκε το 1967, με την επιβολή της δικτατορίας. Στις γραμμές του ΙΔΕΑ ήταν ενταγμένοι οι πραξικοπηματίες Γ. Παπαδόπουλος, Ο. Αγγελής, Α. Μακαρέζος κ.ά.

Οι παρακρατικές οργανώσεις έδρασαν γύρω από ένα κέντρο, την Αστυνομία. Στελεχώθηκαν από κοινά δίκτυα ανθρώπων και ανέπτυξαν τρομοκρατική και βίαιη εγκληματική δράση. Στις σημαντικότερες οργανώσεις περιλαμβάνονται το Σώμα Αλκίμων (1948), η ΟΕΝ (1957) και η ΕΚΟΦ (1957). Στις οργανώσεις αυτές εντάχθηκαν πολλά σημαντικά στελέχη των συντηρητικών παρατάξεων και της ακροδεξιάς, όπως λ.χ. ο Κ. Πλεύρης, ο Α. Μπρατάκος, ο Λ. Παπαγγελής κ.ά. Οι οργανώσεις αυτές άσκησαν τρομοκρατική και βίαιη εγκληματική δράση σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων, των αριστερών και των κομμουνιστών (Αν. Λεντάκης, 2000· Σπ.Λιναρδάτος, 1985· Σπ. Λιναρδάτος, 1978 ).

Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη αποτελεί, ακόμα και σήμερα, παράδειγμα για τη δράση του φασιστικού παρακράτους. Σε αυτή συμμετείχαν ο Σύνδεσμος Αγωνιστών Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης Β. Ελλάδας (1960, Ξ. Γιοσμάς), που είχε και τη βασική ευθύνη της δολοφονίας, η οργάνωση της Καρφίτσας (1960, Ξ. Γιοσμάς), που υπήρξε δίδυμη οργάνωση και λειτούργησε ως μαχητικό τμήμα του Συνδέσμου, η Αντικομμουνιστική Σταυροφορία Ελλάδας, υπό τον Θ. Παπαδόγκωνα, υπαρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας, και η ΕΚΟΦ, με το μέλος της, Β. Κασελά (Στ. Νιώτη, 2013).

Στη μετεμφυλιακή περίοδο και έως τη δικτατορία του 1967, εκτός από τη συγκρότηση του φασιστικού παρακράτους, ιδρύθηκαν και εθνικιστικά, ακροδεξιά, φιλομοναρχικά ή νεοφασιστικά κόμματα. Στα σημαντικότερα περιλαμβάνονταν το Εθνικό Κόμμα Χιτών (1946), του Γ. Γρίβα, το Κόμμα Εθνικοφρόνων (1946), του Τουρκοβασίλη, το Κόμμα Αχών του Ι. Μεταξά (1956), και το Κόμμα της 4ης Αυγούστου- Κ4Α (1965), τα οποία ιδρύθηκαν από τον Κ. Πλεύρη, που αναδεικνύεται από τα κεντρικά πρόσωπα στον χώρο του δεξιού εξτρεμισμού (Δ. Ψαρράς, 2014).

Τα ακροδεξιά κόμματα στη Μεταπολίτευση

Ο χώρος του δεξιού εξτρεμισμού ανασυγκροτήθηκε μετά τη μεταπολίτευση, όπως και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, και ιδρύθηκαν νέα κόμματα. Τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, στον χώρο αυτό κυριάρχησε ο κατακερματισμός και δημιουργήθηκαν πολλές μικρές περιθωριακές οργανώσεις, στις οποίες κατέφυγαν και εντάχθηκαν οι πρώην πραξικοπηματίες, αλλά και πολιτικοί της προδικτατορικής περιόδου. Το πλαίσιο της δράσης τους παρέμεινε προσηλωμένο στις αρχές του εθνικισμού και του αντικομουνισμού (Ν. Λακόπουλος, 2013· Γ. Ξένου, 2012).

Τα σημαντικότερα κόμματα στο φάσμα του δεξιού εξτρεμισμού που συγκροτήθηκαν στην Ελλάδα, στο χρονικό διάστημα, από το 1974 έως σήμερα, είναι τα ακόλουθα:

1974 – 1989 1990 έως σήμερα
Εθνική Παράταξη, 1977,

Στ.  Στεφανόπουλος.

 

ΕΝΕΚ, 1979,

Π. Δάκογλου, Γ. Ταρναράς,

Α. Πεβερέτος, Χ. Μεγρέμης.

 

Χρυσή Αυγή, 1980,

Ν. Μιχαλολιάκος.

 

ΕΠΕΝ, 1984,

Γ. Παπαδόπουλος.

 

Πρώτη Γραμμή, 1990, Κ. Πλεύρης.

 

Ελληνικό Μέτωπο, 1990, Μ. Βορίδης

 

Εθνική Συμμαχία, 1990, Γρ. Μιχαλόπουλος.

 

Πολιτική Άνοιξη, 1993, Α. Σαμαράς.

 

ΛΑΟΣ, 2000, Γ. Καρατζαφέρης.

 

ΑΝΕΛ, 2012, Π. Καμμένος

 

Ελληνική Λύση, 2016, Κ. Βελόπουλος

 

 

Οι νέες συνθήκες και συγκεκριμένα η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, στη δεκαετία του 1990, η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και οι συχνές και βραχύβιες οικονομικές κρίσεις, ευνόησαν την κοινωνική και πολιτική συντηρητικοποίηση και τη συντηρητική ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών στρωμάτων που απειλήθηκαν από τη φτώχεια, και άρχισαν να έλκονται και να στρατεύονται στα κόμματα του δεξιού εξτρεμισμού. Στην Ελλάδα αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στον ΛΑΟΣ, και, βέβαια, τη Χρυσή Αυγή.

Η κρίση της Δημοκρατίας και η άνοδος της Χρυσής Αυγής, 2009-2015

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής συντελέστηκε αργά και μεθοδικά, στο διάστημα τριάντα χρόνων, από το 1980 έως το 2009, στο οποίο αξιοποίησε τόσο την φθορά και την κρίση του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος όσο και τις διεθνείς εξελίξεις. Στο διεθνές επίπεδο τα γεγονότα που συντέλεσαν στην άνοδο του κομμάτων του δεξιού εξτρεμισμού ήταν η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, στη δεκαετία του 1980, και η τρομοκρατική επίθεση, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, στη Νέα Υόρκη.

Η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, που συνδέθηκε με τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης και του παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την απουσία της Αριστεράς και την χρεοκοπία των ιδεών και των οραμάτων της, πολλαπλασίασε τους παράγοντες της διεθνούς αποσταθεροποίησης. Παράλληλα, η ανάδυση του ισλαμικού εξτρεμισμού, μετά τον πόλεμο στο Ιράκ, ενέτεινε τα προβλήματα της διεθνούς ασφάλειας. Η αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς τις χώρες της Δύσης καλλιέργησε το έδαφος της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Σε αυτές τις συνθήκες η σκλήρυνση των μηχανισμών εξουσίας και η εκτεταμένη δράση του ποινικού- κατασταλτικού μηχανισμού τροφοδότησαν την πολιτική βία που ευνόησε την περαιτέρω άνοδο της πολιτικής επιρροής και της εκλογικής δύναμης αυτών των κομμάτων (E. Traverso, 2017 ·J.  Albrecht, 2013).

Στο εσωτερικό επίπεδο οι παράγοντες που συνδέονται με την άνοδο της Χρυσής Αυγής είναι η οικονομική κρίση, που οδήγησε στην ένταξη της χώρας στα μνημόνια και επέτεινε την πολιτική αστάθεια, παράλληλα με τη σκλήρυνση των μηχανισμών εξουσίας, τον κυβερνητικό αυταρχισμό και την αστυνομική καταστολή, καθώς και η κρίση της διακυβέρνησης και της αντιπροσώπευσης, με την υποβάθμιση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, που, μετά τον Ιούλιο του 2015, εξελίχθηκε σε κρίση και της αριστερής διακυβέρνησης.

Στο διάστημα από τις εθνικές εκλογές του 2009 έως και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής πολλαπλασιάστηκαν και απέκτησε εκπροσώπηση στη Βουλή, τις Περιφέρειες και τους Δήμους.

Εθνικές εκλογές Περιφερειακές εκλογές
2009 (Οκτώβριος) ⇨ 0,29%

 

2012 (Μάιος) ⇨  6,97%, 21 έδρες

 

2012 (Ιούνιος) ⇨ 6,92%, 18 έδρες

 

2015 (Ιανουάριος) ⇨ 6,28%, 17 έδρες

 

2015 (Σεπτέμβριος) ⇨ 6,99%, 18 έδρες

2010: Δήμος Αθηναίων, «Ελληνική Αυγή για την Αθήνα», 5, 29%, 1 έδρα (Ν. Μιχαλολιάκος)

 

2014: Δήμος Αθηναίων, «Ελληνική Αυγή για την Αθήνα», 16,12%, 4 έδρες

 

2014: Περιφέρεια Αττικής, «Ελληνική Αυγή για την Αττική», 11,13%, 6 έδρες

 

Συνολικά, εξέλεξε συμβούλους στις 12 από τις 13 περιφέρειες και πήρε ποσοστό 8%.

 

 

Στο κοινωνικό πεδίο, η αποδόμηση των κοινωνικών δικτύων επιδείνωσε τις συνέπειες που δημιούργησαν η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η μείωση του κόστους εργασίας και η αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, σε συνδυασμό με την αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών και τις δυσκολίες της διαχείρισής τους. Σε αυτές τις συνθήκες, η Χρυσή Αυγή άρχισε να στρατολογεί το δυναμικό της και να οργανώνει τους τοπικούς πυρήνες στις γειτονιές.

Η φυσιογνωμία, οι βασικές αρχές και τα χαρακτηριστικά των μηχανισμών και των οργανώσεων του φασιστικού παρακράτους στην Ελλάδα

Το φασιστικό παρακράτος στην Ελλάδα, στην ιστορική διαδρομή του έως και σήμερα, είτε με τη μορφή των φασιστικών οργανώσεων και κομμάτων είτε με εκείνη των παρακρατικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων ανέπτυξε κοινά χαρακτηριστικά, κινήθηκε γύρω από ένα, επίσης, κοινό πλαίσιο αρχών και η φυσιογνωμία του διατήρησε σημαντικά γνωρίσματα.

Το βασικό πλαίσιο αρχών των μηχανισμών του φασιστικού παρακράτους διέπεται από τις αρχές του εθνικισμού και τη ρητορική του λαϊκισμού, του αντικοινοβουλευτισμού, του αντικομουνισμού, του αντισημιτισμού, του αντιφεμινισμού, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Στα βασικά χαρακτηριστικά του, επίσης, περιλαμβάνονται οι ισχυροί δεσμοί με τους μηχανισμούς εξουσίας και τους μηχανισμούς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, στο πλαίσιο των οποίων αναπτύχθηκαν παράλληλες δράσεις στην άσκηση του κοινωνικού ελέγχου, ιδιαίτερα στη δίωξη των πολιτικών αντιπάλων κατά το παρελθόν. Η δράση για την οποία, όμως, διαχρονικά διακρίθηκε είναι η παρακρατική, τρομοκρατική και βίαιη εγκληματική δραστηριότητα, που σχετίζεται με τη «μάχη του πεζοδρομίου» και αποσκοπεί στην πρόκληση απορρυθμίσεων, την αποσταθεροποίηση και την ανατροπή του πολιτεύματος (E. Traverso, 2017· Ν. Πουλαντζάς, 2006).

Στην Ελλάδα, τα κόμματα του δεξιού εξτρεμισμού, παρά τις εμφανείς ομοιότητες και τις συγγένειές τους με τα αντίστοιχα κόμματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, παρουσιάζουν ιδιοτυπίες, γιατί, σε αντίθεση με αυτά, δεν ενδιαφέρθηκαν να αναπτύξουν φασιστικό κίνημα και να καταλάβουν την εξουσία, παρόλο που, άλλοτε υποκίνησαν και, σε κάθε περίπτωση, συνέβαλαν στην επικράτηση στρατιωτικών και δικτατορικών καθεστώτων, έως και την επιβολή της δικτατορίας, το 1967.

Η Χρυσή Αυγή αποτελεί εξαίρεση στην πρακτική αυτή και διαφοροποιείται από την πολιτική των ακροδεξιών κομμάτων, μετά τη μεταπολίτευση. Τουλάχιστον από το 2009 και μετά, στους στόχους και το πρόγραμμά της, αλλά και στην πρακτική που ακολούθησε, με τη σταθερή επιδίωξη της εκπροσώπησης των συνδυασμών της στην αυτοδιοίκηση και το κοινοβούλιο, εξέφρασε τις προθέσεις της να διεκδικήσει και να ασκήσει εξουσία. Ενδεικτικό στοιχείο των επιδιώξεών της αποτελεί η οριστική μεταβολή του βασικού προσανατολισμού της, από εθνοσοσιαλιστικό σε εθνικιστικό κόμμα.

Τα θύματα και τα χαρακτηριστικά τους

Στις κοινωνικές κατηγορίες, από τις οποίες οι φασιστικές οργανώσεις έχουν αντλήσει, διαχρονικά, τα θύματά τους, περιλαμβάνονται εργάτες, μαθητές, φοιτητές, συνδικαλιστές, πολιτικοί και πολίτες αντίπαλων κομμάτων και παρατάξεων, κομμουνιστές, εβραίοι, εκπρόσωποι του φιλειρηνικού κινήματος, κοινωνικοί ακτιβιστές, μετανάστες και πρόσφυγες (…). Αυτή την παράδοση συνέχισε και η Χρυσή Αυγή. Ωστόσο, από το 1996 και μετά στα θύματα της περιλαμβάνονται οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, στους οποίους εστιάζονται οι επιθέσεις της, από το 2004 και μετά (Μ. Γλέζος, 2013· Δ. Ψαρράς, 2012).

Οι δεξαμενές στρατολόγησης του ανθρώπινου δυναμικού και η θέση των νέων

Οι μηχανισμοί του φασιστικού παρακράτους, έως και σήμερα, διατηρούν τις ίδιες δεξαμενές από τις οποίες στρατολογούν τα μέλη τους. Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά των μελών, οι δεξαμενές αυτές είναι τρεις: στην πρώτη περιλαμβάνονται μικροαστικές κατηγορίες επαγγελματιών και υπαλλήλων στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Η δεύτερη δεξαμενή περιλαμβάνει τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα των ανέργων, των ανεπάγγελτων, των ανειδίκευτων και των ατόμων με χαμηλό μορφωτικό κεφάλαιο. Η τρίτη δεξαμενή περιλαμβάνει κατηγορίες του κοινωνικού περιθωρίου, όπως λ.χ. οι πρώην ποινικοί κατάδικοι, οι φυγόδικοι, οι αλήτες των συνοικιών, κατά το παρελθόν κ.ά.

Η εκπαίδευση στη βία και τη «μάχη του πεζοδρομίου», με σκοπό την κοινωνική απορρύθμιση, την πολιτική αποσταθεροποίηση, με την καλλιέργεια κλίματος σύγχυσης και τη διασπορά του φόβου και του πανικού, με απώτερο σκοπό την πολιτική ανατροπή, αποτελούν βασικά γνωρίσματα των οργανώσεων και κομμάτων που εγγράφονται στο φάσμα του δεξιού εξτρεμισμού (H. Arendt, 2000). Οι σκοποί αυτοί εξηγούν γιατί αυτός ο χώρος, και στην Ελλάδα, παραδοσιακά, αξιοποιούσε τη ψυχοδυναμική των νέων ανθρώπων και στρεφόταν στη στρατολόγησή τους, κυρίως, νέων ανδρών, ηλικίας 16-25 ετών, μαθητών, φοιτητών, εργατών, ανέργων κ.ά., οι οποίοι επανδρώνουν, συνήθως, τις ομάδες κρούσης και λειτουργούν ως δράστες σε επιθέσεις. Τα ίδια χαρακτηριστικά αναγνωρίζονται στα μέλη της Χρυσής Αυγής που έχουν συμμετάσχει σε επιθέσεις ταγμάτων εφόδου.

Η σχέση του νεοφασισμού με τις υποκουλτούρες της βίας και η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στον χώρο των γηπέδων 

Η  δομική σχέση του φασισμού με την βία και η στρατολόγηση μελών από τους χώρους του κοινωνικού και του ποινικού περιθωρίου, παράδοση που συνεχίστηκε και μεταπολεμικά, εξηγεί τη διείσδυσή του στον χώρο των γηπέδων και τους συνδέσμους των οπαδών, όπου κυριαρχεί ο φανατισμός, η σύγκρουση με τον αντίπαλο και η αρρύθμιστη βία. Η Χρυσή Αυγή αξιοποίησε αυτή την παράδοση και διείσδυσε στους χώρους των γηπέδων προκειμένου να επανδρώσει τις γραμμές της με ένα νέο μαχητικό ή ετοιμοπόλεμο δυναμικό. Η διείσδυση αυτή απέκτησε οργανωμένη έκφραση με τη Γαλάζια Στρατιά, το 2000. Ο αρχηγός της, Η. Παναγιώταρος, είναι σήμερα βουλευτής του κόμματος αυτού (Μ. Λούκα, 2013· Δ. Ελευθεράτος, 2010).

Τα διακριτά στοιχεία στον πολιτικό λόγο της Χρυσής Αυγής: Οι σχέσεις με το παρελθόν και η συνέχιση μιας μακράς παράδοσης

Παρά τα νεωτερικά στοιχεία που διαπιστώνονται στην πολιτική και τη δράση της Χρυσής Αυγής, η σχέση της με το παρελθόν του φασιστικού παρακράτους είναι πρόδηλη και διαρκής.  Η παράδοση αυτή μπορεί να διαπιστωθεί  στους βασικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς, τη σχέση με τη βία και τις δεξαμενές στρατολόγησης, τη στοχοποίηση ατόμων από συγκεκριμένους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους, όσο και στις πηγές χρηματοδότησης και την ιστορική διαδρομή των δημιουργών και των συνεχιστών της.

Οι φασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα έχουν αντλήσει χρηματοδοτήσεις από το εθνικό βιομηχανικό, ναυτιλιακό και εμπορικό κεφάλαιο, που τις επιχορηγούσαν για τους σκοπούς τους, ιδιαίτερα στις περιόδους οικονομικών και πολιτικών κρίσεων και έντονων κοινωνικών διεκδικήσεων (Σ. Γασπαρινάτος, 2015, Μ. Χαραλαμπίδης, 2015).

Στις οργανώσεις αυτού του χώρου έχουν παρατηρηθεί συχνά συγγενικοί και πολιτικοί δεσμοί μεταξύ των μελών τους. Πρόκειται είτε για άτομα που συνέχισαν τη μακρόχρονη σταδιοδρομία τους, μεταπηδώντας από φασιστικές σε παρακρατικές ή ακροδεξιές οργανώσεις, είτε για φυσικούς απογόνους ή πολιτικούς επιγόνους, που συνέχισαν την πορεία των συγγενών ή των καθοδηγητών τους σε αυτόν τον χώρο. Χαρακτηριστικά θα αναφερθούν τα παραδείγματα του Γ. Πούλου, που ξεκίνησε τη διαδρομή του από την οργάνωση ΕΕΕ, υπήρξε επικεφαλής του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ΕΣΚΕ, για να συνεχίσει την πορεία του στην Κατοχή, ως συνεργάτης των Γερμανών, ιδρύοντας δικό του τάγμα. Όμοια περίπτωση είναι και εκείνη του Ξ. Γιοσμά, ο οποίος απασχόλησε περισσότερο με τη δραστηριότητά του, αφού ξεκίνησε ως μέλος της ΕΕΕ και της ΕΟΝ, οργάνωσε τις «Αντικομουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας», το 1943, συνεργαζόμενος με τους Γερμανούς, συνέχισε τη δράση του στους παρακρατικούς μηχανισμούς του μετεμφυλιακού κράτους, και ως επικεφαλής των οργανώσεων Σύνδεσμος Αγωνιστών Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης Βορείου Ελλάδας και της Καρφίτσας, συμμετείχε στη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη. Μια ιδιαίτερη πορεία στον χώρο του δεξιού εξτρεμισμού διαγράφει ο Κ. Πλεύρης, με βασικό χαρακτηριστικό την ίδρυση κομμάτων που επιδιώκουν να συνεχίσουν στο πνεύμα του Ι. Μεταξά και του καθεστώτος του. Τα παραδείγματα αυτά μιμούνται οι Ν. Μιχαλολιάκος και Χρ. Παππάς, οι οποίοι, από νεαρή ηλικία εντάσσονται στις οργανώσεις της ΕΠΕΝ και της ΕΝΕΚ, αντίστοιχα, που ίδρυσαν τα περιβάλλοντα των πραξικοπηματιών, Γ. Παπαδόπουλου και Δ. Ιωαννίδη. Εύλογα, λοιπόν, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι βασικοί πυλώνες της Χρυσής Αυγής θεωρούνται ακόμα α) το μεταξικό καθεστώς και η ιδεολογία του, β) το καθεστώς των απριλιανών πραξικοπηματιών.

Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, το 2012, αποτέλεσε ένα νέο κεφάλαιο στη διαδρομή της Χρυσής Αυγής και συνδέθηκε με τη χρησιμοποίηση των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών προκειμένου να διευρύνει την επιρροή της, παράλληλα με την ένταση της τρομοκρατικής και εγκληματικής δραστηριότητας, στην οποία πλέον μετείχαν ή υποκίνησαν βουλευτές του κόμματος.

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα: Η αντίστροφη μέτρηση και το παιχνίδι της θεσμικής κανονικότητας

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα υπήρξε καθοριστικό γεγονός για την αναστροφή της τρομοκρατικής και εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής. Το πολιτικό σύστημα υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τη βαρύτητα και τον κοινωνικό αντίκτυπο που είχε, συνολικότερα, η δράση της Χρυσής Αυγής μέσα και έξω από το κοινοβούλιο. Η ποινικοποίησή της ως εγκληματικής οργάνωσης αποτέλεσε ουσιαστική ομολογία ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί στο διηνεκές το φασιστικό παρακράτος για να ξεπερνά τις κρίσεις του.

Παρόλα αυτά οι αδράνειες στην ποινική και πολιτική αντιμετώπιση του φαινομένου έχουν καταστήσει δύσκολο τον περιορισμό της επιρροής της Χρυσής Αυγής, αφού δεν έχουν ληφθεί πολιτικά και διοικητικά μέτρα για την πλήρη αναστολή της δράσης της. Η καθυστέρηση στη διεξαγωγή και την ολοκλήρωση της δίκης, κυρίως όμως η συνέχιση της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την σκλήρυνση της εξουσίας, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, συμβάλλουν στην περαιτέρω αύξηση της επιρροής της, κυρίως, όμως της ιδεολογίας και των πρακτικών του φασισμού.

Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης, η Χρυσή Αυγή έχει περιορίσει τη συχνότητα της τρομοκρατικής, κυρίως, όμως της εγκληματικής δράσης της, δεν παρουσιάζεται ως ανατρεπτική δύναμη και, αποδεχόμενη τη θεσμική κανονικότητα, αναφέρεται στον στόχο της κατάληψης της εξουσίας, εκμεταλλευόμενη τη δυσαρέσκεια, κυρίως, των μεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων που εξακολουθούν να μαστίζονται από την κρίση και την οικονομική στέρηση.

Ωστόσο, τον χώρο που αφήνει η Χρυσή Αυγή, στην άσκηση βίας και τρομοκρατίας, καταλαμβάνουν άλλες νεοφασιστικές ομάδες, που αναπτύσσουν τρομοκρατική και εγκληματική δράση.

Ανάγκη για αναστροφή της πορείας

Η ανακοπή της φασιστικής παράδοσης στην Ελλάδα, και περισσότερο της προοπτικής που διαγράφεται είτε με τις διεκδικήσεις της Χρυσής Αυγής είτε με τη δράση νεώτερων νεοφασιστικών και νεοναζιστικών οργανώσεων προϋποθέτει άλλες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες: την ανατροπή της περιοριστικής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και των διαδικασιών της αντιπροσώπευσης, την ανάκτηση της αξιοπιστίας του πολιτικού προσωπικού, την οικονομική ανάπτυξη με αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, με έμφαση στην προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων και την κοινωνική προστασίας, καθώς και την εθνική κυριαρχία.

 

Βιβλιογραφία

-Albrecht, J.  (2013) Εισαγωγή στο Οι ακροδεξιές παρατάξεις της Ευρώπης, Εκπρόσωποι της Ακροδεξιάς και της Λαϊκιστικής Δεξιάς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Εκδότης: J. Ph. Albrecht, Μέλος του ΕΚ, Ομάδα Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Brussels.

-Ανδρικόπουλος, Γ. (1977) Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού, Στρατός και Πολιτική, Ιστορικά τεκμήρια, Διογένης, Αθήνα.

-Arendt, H. (2000) Περί βίας,  Εισαγωγή-Μετάφραση: Β. Νικολαϊδου- Κυριανίδου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα.

-Βουρνάς, Τ. (2008) Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια ως την ημέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος των συνταγματαρχών, τ. Ε΄, Πατάκης, Αθήνα.

-Γασπαρινάτος, Σ. (2015), Οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, Δίκες κατοχικών δοσίλογων και εγκληματιών πολέμου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα.

-Γλέζος, Μ. (2013) «Η ματωμένη 20ετία της Χ.Α.», TVXS, http://tvxs.gr/news/ellada/1992-2012-i-matomeni-20etia-tis-xa, Σεπτέμβριος.

-Δάγκας, Α. (2011) Το κράτος κατά του κομμουνισμού, Συλλογή πληροφοριών από τις υπηρεσίες Ασφαλείας, 1927, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη.

-Ελευθεράτος, Δ. (2010) «Η βία των χούλιγκαν και ο θεσμικός χουλιγκανισμός», στο Οπαδική Βία και άλλες πτυχές της βίας στον αθλητισμό (συλλογικός τόμος), Θρησκευόμενοι Κόκκινοι Επιστήμονες, Νοβόλι, Αθήνα, σ. 45-60.

-Gerolymatos, A. (2016) Εμφύλιος, Ελλάδα 1943-1949, Ένας διεθνής πόλεμος, Η εξέλιξή του και ο αντίκτυπος στη σύγχρονη Ελλάδα, επιμ. Σ. Πράρα, μτφρ. Δ. Αρκαδιανός, Διόπτρα, Αθήνα.

-Κατσούδας, Κ. (2017) «Η δυναμικότερα όλων των εθνικών οργανώσεων : Η οργάνωση Χ στην Κατοχή και τα Δεκεμβριανά», στο Π. Βόγλης, Ι. Παπαθανασίου, Τ. Σακελλαρόπουλος, Μ. Χαραλαμπίδης (επιμ.), Δεκέμβρης 1944, Το παρελθόν και οι χρήσεις του, Αλεξάνδρεια, Αθήνα.

-Λακόπουλος, Ν. (2013) «Φάκελος, Οι Ναζί της Αθήνας, Το 1986 για την Χρυσή Αυγή και τα παλικάρια τους», Περιοδικό «ΕΝΑ», Αναδημοσίευση Truth Fights back!, http://www.costadino-serafimidis.blogspot.gr/2013/12/1986.html, Δεκέμβριος.

-Λεντάκης, Αν. (2000) Το Παρακράτος και η 21η Απριλίου, Πρόλογοι: Γ.Α. Μαγκάκης- Π. Πετρίδης, Επιμέλεια: Α. Σιδεράτος, Προσκήνιο, Αθήνα.

-Λιναρδάτος, Σπ. (1977)  Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Α΄, 1949- 1952, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα.

-Λιναρδάτος, Σπ. (1978) Από τον εμφύλιο στη χούντα, τ. Γ΄, 1955- 1961, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα.

-Λιναρδάτος, Σπ. (1985) Από τον εμφύλιο στη χούντα, τ. Δ΄, 1961- 1964, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα.

-Λούκα, Μ. (2013), «Η Ακροδεξιά της εξέδρας», Βήμαgazino, https://www.tovima.gr/2013/07/09/vimagazino/i-akrodeksia-tis-eksedras/.

-Λυμπεράτος, Μ. (2011) «Πολιτική κρίση και Στρατός, Δομές πολιτικής κυριαρχίας και πραξικοπήματα στη δεκαετία του 1920 στην Ελλάδα», στο Κινήματα, Πραξικοπήματα, Δικτατορίες στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, Ε Ιστορικά-Ελευθεροτυπία, Αθήνα, Απρίλιος, σ. 33-68.

-Μιχαηλίδης, Γ. (2012) «Η δικτατορία του Μεταξά: ο ιδεολογικός «πρόγονος» της Χούντας και της Χρυσής Αυγής», http://www.iefimerida.gr/news/62186/, Αύγουστος.

-Νιώτη, Στ. (2013) «Ο ρόλος των παρακρατικών οργανώσεων στη δολοφονία Λαμπράκη», http://tvxs.gr/news/ ,  Μάιος.

-Ξένου, Γ. (2012) «Η Ελληνική Ακροδεξιά στη Μεταπολίτευση, Η πρώτη φάση, Δεκαετίες ’70 και ’80», Άρδην, Τ. 90, http://ardin-rixi.gr/archives/10172, Δεκέμβριος.

-Πουλαντζάς, Ν. (2006) Φασισμός και Δικτατορία, Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον Φασισμό, μτφρ. Χ. Αγριαντώνη, Επιμέλεια- Θεώρηση: Α. Ελεφάντης, Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα.

-Πριόβολος, Γ. (2017) Εθνικιστική «αντίδραση» και Τάγματα Ασφαλείας, Εμφύλιος και αντικατοχικός πόλεμος 1943-1949, Πατάκης, Αθήνα.

-Συλλογικό έργο (2002) Η Μεγάλη Ιστορία του 20ου αιώνα, Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, τ.Β΄,  Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

-Traverso, E. (2017) Τα νέα πρόσωπα του φασισμού, Συζήτηση με τον Régis Meyran, μτφ.: Ν. Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα.

-Χαραλαμπίδης, Μ. (2013) «Τάγματα Ασφαλείας, Χωροφυλακή και Χρυσές Λίρες», http://tvxs.gr/news/ταξίδια-στο-χρόνο/τάγματα-ασφαλείας-χωροφυλακή-και-χρυσές-λίρες-του-μενέλαου-χαραλαμπίδη, Αθήνα.

-Χιονίδου, Β. (2011) Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα 1941-44, μετφρ: Δ. Μιχαήλ, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα.

-Ψαρράς, Δ. (2014) «Ο Κωνσταντίνος Πλεύρης και το Κόμμα της 4ης Αυγούστου, Από τον Μανιαδάκη στον Μιχαλολιάκο», στο Η Ακροδεξιά στο φως της ιστορίας, ΑρχειοΤάξιο, Περιοδική Έκδοση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, τχ.16, Θεμέλιο, Αθήνα, Νοέμβριος,  σ. 47-68.

-Ψαρράς, Δ. (2012) Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, Ντοκουμέντα από την ιστορία και τη δράση μια ναζιστικής ομάδας, Πόλις, Αθήνα.