Ένα από τα πιο επίμονα ερωτήματα γύρω από την εν εξελίξει κρίση στη Μέση Ανατολή αφορά στην προέλευση των όπλων του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους. Επί τρία χρόνια, και παρά τη γενικευμένη εκστρατεία εναντίον τους, οι μαχητές της ακραίας ισλαμιστικής οργάνωσης κατάφεραν να προβάλουν σθεναρή αντίσταση προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με την πηγή του οπλισμού τους. Το κομβικό αυτό ερώτημα απαντάται σήμερα μερικώς, πλην εμπεριστατωμένα, από την 200 σελίδων έκθεση της Conflict Armament Research που εξέτασε κατασχεμένο πολεμικό υλικό του Ισλαμικού Κράτους.

του Γιώργου Ρήγα

Η συνεχιζόμενη σύρραξη στη Συρία είναι ένα ιδιαίτερα σύνθετο ζήτημα. Το πως και γιατί προκλήθηκε ο πόλεμος, η πορεία που πήρε, καθώς και η μετάδοση του στο γειτονικό Ιράκ αποτελούν ερωτήματα που δεν αντιστοιχούν σε εύκολες και σύντομες απαντήσεις. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν καθόλου άστοχο αν παρομοιάζαμε ότι παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια στις οθόνες μας με τη συνισταμένη ενός υπό διαρκή διαμόρφωση διανύσματος που προκύπτει από το συνδυασμό πολλών μικρότερων συνιστωσών. Μάλιστα πολλές από τις τελευταίες είναι είτε δυσδιάκριτες, είτε αντίρροπες της τελικής συνισταμένης. Σε αυτό το πλαίσιο δεν ήταν καθόλου δύσκολο να δημιουργηθούν εσφαλμένες και παραπλανητικές ερμηνείες. Με άλλα λόγια, ήταν πολύ απλό με την εστίαση σε μια ευδιάκριτη συνιστώσα της συριακής κρίσης να εξαχθούν αυθαίρετα και απλουστευτικά συμπεράσματα που συνήθως ήταν σε αρμονική συμφωνία με την κοσμοθεωρία αυτών που τα αναπαρήγαγαν.

Μια τέτοια συνιστώσα ήταν αν μη τι άλλο το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος. Η δημιουργία, εξάπλωση και αντοχή της παραπάνω ακραίας οργάνωσης έγινε αιτία για διασπορά πολλών θεωριών συνωμοσίας που εξακολουθούν και σήμερα να έχουν πολλούς οπαδούς. Λογικά όλοι έχουμε κάποιο γνωστό που θα έχει πει ή γράψει με στόμφο στα κοινωνικά δίκτυα κάτι του τύπου: «πίσω από τους Τζιχαντιστές είναι οι Αμερικάνοι». Ενδεικτικό του κατά πόσο ενδιαφέρονται όλοι αυτοί για την εξαγωγή εμπεριστατωμένων συμπερασμάτων ή την εύκολη ενίσχυση των δικών τους θεωριών φαίνεται από την απήχηση της ψευδούς είδησης ότι ο γερουσιαστής Μακέιν συναντήθηκε το 2013 με τον μετέπειτα επικεφαλής του Χαλιφάτου. Φυσικά αυτή η τάση κάθε άλλο παρά αποκλειστικά ελληνική είναι. Συνακόλουθα και στις ίδιες τις ΗΠΑ δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως το Ισλαμικό Κράτος είναι δημιούργημα της CIA του Ομπάμα, του πρώτου υποτίθεται μουσουλμάνου ενοίκου του Λευκού Οίκου. Και ο Τραμπ, ο κατά τα άλλα σημαιοφόρος στον αγώνα κατά των ψευδών ειδήσεων, φρόντισε προεκλογικά να προσεταιριστεί τη συγκεκριμένη μερίδα ψηφοφόρων όταν υπό επευφημίες και χειροκροτήματα δήλωνε πως ο Ομπάμα είναι o ιδρυτής του Ισλαμικού Κράτους.

Το μεγάλο παράδοξο είναι πως παρ’ όλο που οι ΗΠΑ αναμίχθηκαν στον πόλεμο της Συρίας ο Ομπάμα ήταν εκείνος που έβαλε φρένο σε σχέδιο της CIA που προέβλεπε ευρύ εξοπλισμό της συριακής αντιπολίτευσης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Christopher Phillips στο βιβλίο του για τη συριακή κρίση, όταν το 2012 η τότε υπουργός εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον μαζί με τον επικεφαλής της CIA στρατηγό Ντέιβιντ Πετρέους παρουσίασαν στον πρόεδρο ένα ολοκληρωμένο πλάνο ενίσχυσης των μετριοπαθών ανταρτών εκείνος το απέρριψε με την πεποίθηση ότι ο κίνδυνος διάχυσης των όπλων σε ακραίες και ανεξέλεγκτες ομάδες ήταν πολύ μεγάλος.[i] Βέβαια αυτά τα στοιχεία λίγο ενδιαφέρουν όλους όσοι επιμένουν να συσχετίζουν τις ΗΠΑ γενικά, και την κυβέρνηση Ομπάμα ειδικά, με το Ισλαμικό Κράτος. Από την άλλη όμως οι συλλογισμοί των συνωμοσιολόγων δεν είναι τελείως μετέωροι. Αντίθετα οι θεωρίες τους αντέχουν διότι υποστηρίζονται και από σοβαρά επιχειρήματα ή, για να ακριβολογούμε, από την μη ύπαρξη ικανοποιητικών απαντήσεων σε καίρια ερωτήματα. Κορωνίδα των τελευταίων δικαιωματικά αποτελεί το: «πως και που βρήκε το Ισλαμικό Κράτος τόσα όπλα;» Σε αυτό το πλέον κρίσιμο ζήτημα έρχεται να απαντήσει η Conflict Armament Research (CAR) με σχετική έκθεση της που δημοσιεύθηκε πριν λίγες μέρες.

Μέχρι τώρα για την προέλευση του οπλοστασίου του Ισλαμικού Κράτους μόνο υποθέσεις μπορούσαν να γίνουν. Άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο ασφαλείς. Και αυτό γιατί ήταν πρακτικά αδύνατο κάποιος ουδέτερος παρατηρητής να ταξιδέψει στις περιοχές που τελούσαν υπό τον έλεγχο των τζιχαντιστών, να επιθεωρήσει τα πυροβόλα και τα τυφέκια τους, και στη συνέχεια να επιστρέψει σε ασφαλές περιβάλλον και να παρουσιάσει τα ευρήματα του. Ως εκ τούτου, το πιο αξιόπιστο στοιχείο για τα όπλα των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους παρέμενε το οπτικοακουστικό υλικό που διοχέτευαν οι ίδιοι στο διαδίκτυο για προπαγάνδα. Αυτό άλλαξε με την στρατηγική τους ήττα σε Ιράκ και Συρία και τη συνακόλουθη εγκατάλειψη μεγάλων ποσοτήτων όπλων και πυρομαχικών. Το παραπάνω υλικό συλλέχθηκε από τις δυνάμεις που αντιμετώπισαν το Ισλαμικό Κράτος και τοποθετήθηκε σε χώρους αποθήκευσης στους οποίους οι ερευνητές της CAR απέκτησαν απρόσκοπτη πρόσβαση.

Η CAR είναι μια εταιρεία εμπειρογνωμόνων που αποσκοπεί στην ουσιαστική χαρτογράφηση των δρόμων του παράνομου εμπορίου όπλων στις διάφορες ζώνες σύρραξης και συγκρούσεων. Η CAR έχει έδρα το Λονδίνο και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Με άλλα λόγια, η ουδετερότητα της δεν είναι απόλυτη και γι’ αυτό οι ερευνητές της κατάφεραν να συνεργαστούν μόνο με τις ιρακινές και κουρδικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ, και με τους Κούρδους αντάρτες στη Συρία. Δεν επιθεώρησαν δηλαδή τα όπλα του Ισλαμικού Κράτους που κατάσχεσε ο στρατός του Άσσαντ. Επίσης, πάλι για πρακτικούς λόγους, ο περιορισμένος αριθμός των εμπειρογνωμόνων της μελέτησε μόνο ένα τμήμα του ανακτημένου οπλισμού που φυσικά αντιστοιχεί σε ένα ακόμα μικρότερο κλάσμα του συνόλου των όπλων που περιήλθαν στα χέρια των μαχητών του Χαλιφάτου. Παρ’ όλα αυτά η έκθεση της CAR είναι σήμερα ότι πιο αξιόπιστο και επιστημονικά αποδεκτό υπάρχει σχετικά με το ζήτημα των όπλων του Ισλαμικού Κράτους.

Η CAR ήταν παρούσα στη Συρία για ένα χρόνο (Ιούλιος 2014 – Σεπτέμβριος 2015) και στο Ιράκ για τρία (Ιούλιος 2017 – Νοέμβριος 2017). Στη Συρία επιθεώρησε 562 όπλα και 11,816 μονάδες πυρομαχικών, ενώ στο Ιράκ 1,270 όπλα και 29,168 μονάδες πυρομαχικών.[ii] Η συντριπτική πλειοψηφία του υλικού (97% στη Συρία και 87% στο Ιράκ) έχει προέλευση από τη Ρωσία, την Κίνα και άλλες χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας. Επιπλέον μόνο το 1,37% των όπλων που κατασχέθηκε στη Συρία και το 1,62% των αντιστοίχων που βρέθηκαν στο Ιράκ έχουν κατασκευαστεί μετά το 2010. Αυτά τα ευρήματα παραπέμπουν στο ότι βασικοί, πλην απρόθυμοι, προμηθευτές του Ισλαμικού Κράτους ήταν αυτές καθαυτές οι χώρες της Συρίας και του Ιράκ μέσω των αποθηκών όπλων που λεηλατήθηκαν από τους αντάρτες.

Εντύπωση επίσης προκαλεί η φαινομενική απουσία του αμερικάνικου παράγοντα. Αυτό δεν οφείλεται στη μη ανάμιξη των ΗΠΑ, αλλά στον πλάγιο τρόπο μέσω του οποίου επέλεξαν οι Αμερικανοί να εξοπλίσουν όσους αντιμάχονταν τον Άσσαντ. Με δεδομένο ότι τα πυρομαχικά που κυριαρχούσαν στη συριακή σύγκρουση ήταν ανατολικού τύπου η Ουάσινγκτον αποφάσισε να προμηθεύσει τους Σύρους αντικαθεστωτικούς με ανάλογα όπλα. Έτσι η CAR εντόπισε μερίδα όπλων που είχαν κατασκευαστεί από πρώην σοσιαλιστικές χώρες που σήμερα ανήκουν στην Ε. Ε. και διατηρούν καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Αυτές οι χώρες, συγκεκριμένα Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία και Τσεχία, είχαν εξάγει ποσότητες όπλων σε ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία με πιστοποιητικό τελικού χρήστη. Με άλλα λόγια οι εταιρείες που αγόρασαν τα συγκεκριμένα όπλα δεσμεύονταν να μην τα μεταπωλήσουν.

Όμως, όπως έδειξε η έρευνα, τα συγκεκριμένα όπλα διοχετεύτηκαν σε ένοπλες ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης που στη συνέχεια είτε απορροφήθηκαν, είτε αναγκάστηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους στο Ισλαμικό Κράτος. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό πως ενώ όλες σχεδόν οι εμπλεκόμενες εταιρείες παράγωγης όπλων της ανατολικής Ευρώπης συνεργάστηκαν με την CAR, τα αντίστοιχα νομικά πρόσωπα σε ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία που εμφανίζονται ως αγοραστές και τελικοί χρήστες των κατασχεμένων όπλων αγνόησαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τις ερωτήσεις της CAR. Η ανάμιξη τους σε κάποιο εμπιστευτικό πρόγραμμα της CIA για τον εξοπλισμό της συριακής αντιπολίτευσης είναι παραπάνω από προφανής. Σε καθέ περίπτωση όμως αυτό δεν αλλάζει το γενικότερο συμπέρασμα της έκθεσης πως το συγκεκριμένο πολεμικό και έφτασε έμμεσα στο Ισλαμικό Κράτος, και δεν ήταν η κύρια πηγή εξοπλισμού του.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο της έκθεσης αφορά στην προμήθεια πρώτων υλών για την κατασκευή αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών. Σε πολλά εργαστήρια σε περιοχές που είχε καταλάβει το Ισλαμικό Κράτος βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες υλικών που κυκλοφορούν ελεύθερα στο εμπόριο και με την κατάλληλη επεξεργασία μπορούν να μετατραπούν σε εκρηκτική ύλη. Τέτοια υλικά ήταν φυτοφάρμακα, απολυμαντικά, λιπάσματα και σορβιτόλη, μια γλυκαντική ουσία που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων και στη μαγειρική.[iii] Η έρευνα έδειξε πως η πλειοψηφία των παραπάνω υλικών είχαν προέλθει από την Τουρκία.

Η προμήθεια πρώτων υλών για εκρηκτικά από την Τουρκία δεν αποδεικνύει συμπαιγνία με το καθεστώς Ερντογάν. Αντίθετα, περισσότερο αντανακλά τον πραγματισμό και την ικανότητα των ανθρώπων του Ισλαμικού Κράτους να εκμεταλλευτούν τα ανοιχτά σύνορα και τις δυνατότητες μιας αγοράς που συνόρευε με τα εδάφη που έλεγχαν. Οι εισαγωγές των φαινομενικά αθώων υλικών κορυφώθηκαν το 2014 και το 2015. Τον Ιούλιο του 2015 η τουρκική κυβέρνηση πήρε μέτρα με αποτέλεσμα οι σχετικές εισαγωγές να μειωθούν δραστικά το 2016. Εκπρόσωποι των εμπλεκόμενων τουρκικών εταιρειών δήλωσαν ότι είχαν διοχετεύσει το εμπόρευμα τους νόμιμα στην εσωτερική αγορά. Μεγάλο τμήμα του είχε πάει στα νότια της χώρας από όπου ενδιάμεσοι, προφανώς για λογαριασμό του Ισλαμικού Κράτους, το προώθησαν σε Συρία και Ιράκ. Με άλλα λόγια οι τζιχαντιστές κατάφεραν να προσαρμοστούν με επιτυχία στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας οικονομίας πολέμου χωρίς να έχουν την ανάγκη να οικοδομήσουν μια στρατηγική συμμαχία με ένα όμορο στα εδάφη τους κράτος.

Η έκθεση της CAR μπορεί να μην ξεκαθαρίζει απόλυτα το τοπίο, ενισχύει όμως σημαντικά την υπόθεση ότι το φαινόμενο του Ισλαμικού Κράτους δεν ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου που εκπονήθηκε σε ένα σκοτεινό υπόγειο του Πενταγώνου. Σε τελική ανάλυση αν ίσχυε κάτι τέτοιο τότε το καλοκαίρι του 2014, όταν δηλαδή οι τζιχαντιστές προέλαυναν, οι Αμερικάνοι θα τους άφηναν να καταλάβουν τη Βαγδάτη και να ανατρέψουν την ιρακινή κυβέρνηση στην οποία κυριαρχούσαν σιίτες πολιτικοί. Στη συνέχεια, με ανανεωμένη ορμή θα κινούνταν προς τη Δαμασκό και θα απειλούσαν σοβαρά το σιιτικό τόξο που τόσο ανησυχεί την Ουάσιγκτον. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν έγινε, αλλά επιπλέον ο Ομπάμα ενέκρινε άμεσους βομβαρδισμούς στο Ιράκ και ριζική αναπροσαρμογή τηςαμερικάνικης προσέγγισης στη Συρία. Και αυτές οι αποφάσεις δεν ενίσχυσαν, αλλά αντίθετα περιόρισαν την επιρροή της Ουάσιγκτον σε Ιράκ και Συρία.

Γιατί λοιπόν οι ΗΠΑ να ακολουθήσουν μια κοστοβόρα για τα συμφέροντα τους πολιτική ανάσχεσης του Ισλαμικού Κράτους αν όντως εκείνο ήταν όργανο τους με τη στενή έννοια; Γιατί μάλλον δεν ήταν. Μάλιστα, η έκθεση της CAR όχι μόνο ενισχύει αυτή την οπτική, αλλά στρέφει επίσης την προσοχή σε άλλα πιο δύσκολα ερωτήματα. Συγκεκριμένα, αν το Ισλαμικό Κράτος δε στηριζόταν σημαντικά σε ξένη βοήθεια, μήπως τότε η μη κατάρρευση του για τρία χρόνια οφείλεται σε γνήσια υποστήριξη από τα κάτω; Και αν ναι, ποιοι και γιατί είδαν τους τζιχάντιστες ως τη λιγότερο επιβλαβή εναλλακτική;

 


[i]Christopher Phillips, The Battle for Syria: International Rivalry in the New Middle East (New Haven: Yale University Press, 2016), 143-144.
[ii]Conflict Armament Research, Weapons of the Islamic State: A three-year Investigation in Iraq and Syria (London: Published Online, December 2017), 10.
[iii]Ibid., 116.