Ναταλία Πετρίτη

Η ετήσια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός, τον Ιανουάριο, είναι συνήθως μια ευχάριστη υπόθεση, μιας που κατά παράδοση, οι συμμετέχοντες μαζεύονται για να καταναλώσουν ακριβά εδέσματα συζητώντας για τα οικονομικά ζητήματα που οι ίδιοι ελέγχουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως τον περασμένο Ιανουάριο, η συζήτηση φαίνεται πως ήταν αρκετά διαφορετική σε σχέση με άλλες χρονιές, καθώς λάμβανε χώρα στον απόηχο πολύ σημαντικών εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο, που έμελλαν να κλονίσουν ιδιαίτερα την παγκόσμια οικονομία αλλά και τον τρόπο που σκεφτόμασταν μέχρι τότε.

Η «παγκοσμιοποίηση» μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα, αλλά αυτό που ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο εξ αρχής ήταν το μακροπρόθεσμο σχέδιο αύξησης των ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών πέραν των συνόρων. Το προηγούμενο καλοκαίρι, η Βρετανία ψήφισε να εγκαταλείψει το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο. Τον Νοέμβριο, η απροσδόκητη νίκη του Donald Trump, ο οποίος υποσχέθηκε να αποσυρθούν οι ΗΠΑ από σημαντικές εμπορικές συμφωνίες, φάνηκε να θέτει σε κίνδυνο τις εμπορικές σχέσεις της πλουσιότερης χώρας του κόσμου. Οι επερχόμενες εκλογές στη Γαλλία και τη Γερμανία φάνηκαν ξαφνικά να αναδεικνύουν τη δυνατότητα των κομμάτων που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση να έχουν καλύτερα αποτελέσματα από ποτέ.

Όπως διαβάζουμε στο Guardian, σε μια συζήτηση με τίτλο «Κυβερνητική Παγκοσμιοποίηση», η οικονομολόγος Dambisa Moyo, γνωστή υποστηρίκτρια του ελεύθερου εμπορίου, ζήτησε από το κοινό να δεχθεί ότι «υπήρξαν σημαντικές απώλειες» από την παγκοσμιοποίηση. «Δεν είναι ξεκάθαρο ότι θα μπορέσουμε να τα διορθώσουμε με την τρέχουσα υποδομή», πρόσθεσε. Η Christine Lagarde, επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ζήτησε μια πολιτική μέχρι τώρα ξένη στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ: «περισσότερη ανακατανομή».

Μετά από χρόνια αντιστάθμισης ή έκπτωσης των κακοηθών αποτελεσμάτων του ελεύθερου εμπορίου, ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε τα δεδομένα: η παγκοσμιοποίηση προκάλεσε απώλειες θέσεων εργασίας και μειωμένους μισθούς και οι συνηθισμένες προτάσεις του Νταβός – όπως η εκπαίδευση των πληγέντων πληθυσμών να αποδεχθούν τη νέα πραγματικότητα – δεν λειτουργούν. Αν δεν αλλάξει κάτι άμεσα, οι πολιτικές συνέπειες πρόκειται να γίνουν μόνο χειρότερες.

Η αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση βοήθησε να πυροδοτηθούν οι πολιτικές αλλαγές των τελευταίων δύο ετών. Κατά τη διάρκεια του αγώνα για να γίνει υποψήφιος του Δημοκρατικού κόμματος, ο γερουσιαστής Bernie Sanders, επιτέθηκε επίμονα στη Χίλαρι Κλίντον για την υποστήριξή της στο ελεύθερο εμπόριο. Στη δική του εκστρατεία, ο Donald Trump πρότεινε ανοικτά νέους όρους εμπορίου, αυτή τη φορά υπέρ της αμερικανικής βιομηχανίας. «Ο αμερικανισμός, και όχι η παγκοσμιοποίηση, θα είναι η πίστη μας», ανέφερε στη Ρεπουμπλικανική εθνική συνέλευση τον περασμένο Ιούλιο.

Η ψηφοφορία για το Brexit ήταν ισχυρότερη στις περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου που καταστράφηκαν οικονομικά από τη διάλυση της βαριάς τους βιομηχανίας που μεταφέρθηκε σε άλλα κράτη. Στο Νταβός, η πρωθυπουργός της Βρετανίας, Theresa May, ηγέτιδα του κόμματος των συντηρητικών, ενός κόμματος δηλαδή του κεφαλαίου και του κληρονομούμενου πλούτου, μίλησε για το θέμα, προειδοποιώντας ότι «όταν μιλάνε για μεγαλύτερη παγκοσμιοποίηση, σημαίνει ότι η δουλειά θα γίνεται στο εξωτερικό και οι μισθοί θα υποχωρούν».
Εν τω μεταξύ, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά μιλούσε ενάντια στην ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων καθώς και αγαθών. Μετά την προκριματική νίκη της στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας, η Marine Le Pen υποστήριξε ότι «το κύριο ζήτημα που διακυβεύεται σε αυτές τις εκλογές είναι η αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση που θέτει σε κίνδυνο τον πολιτισμό μας».

Μόλις πριν από λίγες δεκαετίες, η παγκοσμιοποίηση αντιμετωπιζόταν από πολλούς, ακόμα και από κάποιους επικριτές της, ως μια αναπόφευκτη, ασταμάτητη δύναμη. «Η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης», γράφει ο Αμερικανός δημοσιογράφος, George Packer, «ήταν σαν να απορρίπτουμε την ανατολή του ήλιου». Η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να λάβει χώρα σε υπηρεσίες, κεφάλαια και ιδέες, καθιστώντας τα σε ένα αόριστους όρους.

Αυτό που έκανε όμως κυρίως, ήταν να καθιστά φθηνότερο το εμπόριο εκτός συνόρων, κάτι που τότε αντιμετωπιζόταν από πολλούς ως αδιαμφισβήτητο καλό. Στην πράξη αυτό σήμαινε συχνά ότι η βιομηχανία θα μετακόμιζε από πλούσιες χώρες, όπου η εργασία ήταν δαπανηρή, σε φτωχές χώρες, όπου η εργασία ήταν φθηνότερη. Οι άνθρωποι στις πλούσιες χώρες είτε θα έπρεπε να αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς για να ανταγωνιστούν τις συνθήκες στο εξωτερικό, είτε να χάσουν τη δουλειά τους.  Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό που συνέβαινε ήταν μια έκρηξη στις εισαγωγές προϊόντων, ενώ οι άνεργοι θα μπορούσαν να αποκτήσουν νέες θέσεις εργασίας υψηλότερης ειδίκευσης, εάν είχαν φυσικά την απαιτούμενη κατάρτιση. Οι mainstream οικονομολόγοι και πολιτικοί συναίνεσαν σχετικά με τα πλεονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης, χωρίς να ενδιαφερθούν για τις επικείμενες πολιτικές συνέπειές της. Πώς είναι όμως δυνατόν να μην έβλεπαν τις αδυναμίες που θα προέκυπταν στο μέλλον;

Κατά την περίοδο της ακμής παγκοσμιοποίησης, λίγοι οικονομολόγοι αμφισβήτησαν τα πλεονεκτήματά της στο κοινό. Αλλά το 1997, ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ, Ντάνι Ρόντρικ δημοσίευσε ένα βιβλίο που δημιούργησε αναταραχή. Εμφανιζόμενο ακριβώς τη στιγμή που οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να εισέλθουν σε μια ιστορική οικονομική άνθηση, το βιβλίο του Ρόντρικ «Μήπως η παγκοσμιοποίηση έχει φτάσει πολύ μακρυά;», ακουγόταν υπερβολικό.

Ο Ρόντρικ επεσήμανε τότε μια σειρά δραματικών πρόσφατων γεγονότων που αμφισβητούσαν την ιδέα ότι η ανάπτυξη του ελεύθερου εμπορίου θα γίνει ειρηνικά αποδεκτή. Το 1995, η Γαλλία είχε εγκρίνει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας προκειμένου να προετοιμαστεί για την είσοδό της στην Ευρωζώνη. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ανταποκρίθηκαν με το μεγαλύτερο κύμα απεργιών από το 1968. Το 1996, μόλις πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, της οποίας η αγορά πλέον ήταν ανοιχτή με αποτέλεσμα την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου, ένας κομμουνιστής κέρδισε 40% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές της Ρωσίας. Την ίδια χρονιά, δύο χρόνια μετά την έγκριση της βορειοαμερικανικής συμφωνίας ελευθέρων συναλλαγών (Nafta), μια από τις πιο φιλόδοξες πολυεθνικές συμφωνίες που πραγματοποιήθηκαν ποτέ, ένας λευκός εθνικιστής που συμμετείχε στις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος με το πρόγραμμα οικονομικού προστατευτισμού «America first» είχε ιδιαίτερα καλή επίδοση.

Από τη δεκαετία του 1980, και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η μείωση των φραγμών στο διεθνές εμπόριο είχε γίνει το αξίωμα των χωρών όλου του κόσμου. Οι δασμοί έπρεπε να μειωθούν και οι κανονισμοί να αυξάνονται. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες κράτησαν ψηλά τους μισθούς και καθιστούσαν πιο δύσκολες τις απολύσεις, έπρεπε να συντριφθούν. Οι κυβερνήσεις συσπειρώθηκαν μεταξύ τους για να κάνουν τη χώρα τους πιο φιλόξενη – πιο «ανταγωνιστική» – για τις επιχειρήσεις. Αυτό σήμαινε ότι η εργασία ήταν φθηνότερη και οι κανονισμοί πιο χαλαροί, συχνά σε χώρες που είχαν δοκιμάσει κάποτε το σοσιαλισμό ή είχαν περάσει χρόνια προστατεύοντας τις εγχώριες βιομηχανίες από τους δασμούς.

Ο Ρόντρικ τότε σημείωσε ότι από τη δεκαετία του ’70, οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί εργαζόμενοι με χαμηλότερες δεξιότητες είχαν υποστεί σημαντική μείωση στην πραγματική αξία των μισθών τους, οι οποίοι μειώθηκαν κατά περισσότερο από 20%. Οι εργαζόμενοι υπέφεραν επίσης σε μεγαλύτερο βαθμό από την ανεργία. Ενώ πολλοί οικονομολόγοι αποδίδουν μεγάλο μέρος της σύγχρονης οικονομικής ανασφάλειας στις τεχνολογικές αλλαγές , ο Ρόντρικ υποστηρίζει ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης θα έπρεπε να φέρει περισσότερη ευθύνη. Συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός μεταξύ εργαζομένων στις αναπτυσσόμενες και μη ανεπτυγμένες χώρες συνέβαλε στο να μειωθούν οι μισθοί και η ασφάλεια της εργασίας των εργαζομένων στις ανεπτυγμένες χώρες.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ένας αδύναμος διεθνής συνασπισμός είχε αρχίσει να αμφισβητεί την ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση ήταν λειτουργική. Ονομάστηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως «αντι-παγκοσμιοποιητικό κίνημα» και προσπάθησε να επιστήσει την προσοχή στα καταστροφικά αποτελέσματα που είχαν οι πολιτικές του ελεύθερου εμπορίου, ιδίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου η παγκοσμιοποίηση υποτίθεται ότι είχε το πιο ευεργετικό αποτέλεσμα. Οι ακτιβιστές είχαν την πρόθεση να παρουσιάσουν την σκοτεινή εικόνα της παγκοσμιοποίησης, αποκαλύπτοντας πως το ρεκόρ της συνίστατο κυρίως στους αγρότες που έχαναν τη γη τους και την αχαλίνωτη εξάπλωση της χρήσης των sweatshops. Κατέκριναν επίσης τα υψηλότερα παγκόσμια όργανα: τη G7, την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Το 1999, το κίνημα με μια μοναδική συμμαχία συνδικαλιστικών οργανώσεων και περιβαλλοντολόγων κατάφερε να ακυρώσει τη συνάντηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Σιάτλ.

Το γεγονός ότι οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης αισθάνονται πλέον υποχρεωμένοι να αφιερώσουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους για να την υπερασπιστούν, υποδεικνύει πόση ορατότητα έχει επιτύχει το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Με την πάροδο του χρόνου, το κίνημα έχασε έδαφος, καθώς η πολιτική συναίνεση διευθετήθηκε υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης αποφάσισαν να μην διακοπεί ποτέ ξανά μια συγκέντρωσή τους. Σταμάτησαν να συναντώνται σε μεγάλες πόλεις και η ασφάλεια παντού ήταν πιο σφιχτή. Μέχρι τη στιγμή της εισβολής στο Ιράκ, η προσοχή του κόσμου είχε μεταστραφεί από το ελεύθερο εμπόριο στον Τζορτζ Μπους και τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», αφήνοντας ανέπαφη τη συναίνεση της παγκοσμιοποίησης.

Πάνω απ ‘όλα, υπήρξε μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η παγκοσμιοποίηση λειτουργούσε όπως έπρεπε. Οι δυσμενείς συνέπειες που επεσήμαναν οι ακτιβιστές – οι εργαζόμενοι που εργάζονταν σε άθλιες συνθήκες, οι λιμοκτονούντες αγρότες, τα ασταθή ΑΕΠ και οι εικόνες από την Κίνα – δεν ήταν αρκετές.  Μοναδικές εξαιρέσεις υπήρξαν ο Ρόντρικ και ο πρώην επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Joseph Stiglitz, που δεν ακολούθησαν τυφλά το δόγμα της παγκοσμιοποίησης. Σε τηλεοπτική συνέντευξη του 2006, ο Thomas Friedman ρωτήθηκε αν υπήρχε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που δεν θα υποστήριζε. Ο ίδιος απάντησε ότι δεν υπήρχε, παραδεχόμενος: «Έγραψα σε μια στήλη ένα κείμενο που υποστήριζε την πρωτοβουλία Cafta, δηλαδή τη συμφωνία Caribbean Free Trade. Δεν ήξερα καν τι ήταν αυτή. Ήξερα μόνο δύο λέξεις που εμπεριέχονταν μέσα σε αυτή: ελεύθερο εμπόριο».

Κατά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι ρωγμές άρχισαν να φαίνονται αναφορικά με τη συναίνεση που υπήρχε για την έννοια της παγκοσμιοποίησης, στο βαθμό που σήμερα αυτή δεν υπάρχει πλέον. Οι οικονομολόγοι που υπήρξαν κάποτε ένθερμοι υποστηρικτές της έχουν γίνει μερικοί από τους πιο σημαντικούς επικριτές της. Οι πρώην υποστηρικτές της παραδέχονται πλέον, τουλάχιστον εν μέρει, ότι η παγκοσμιοποίηση έχει προκαλέσει ανισότητα, ανεργία και τεράστια πτώση στους μισθούς σε όλο τον κόσμο. Οι επικρίσεις και οι προβληματισμοί που οι οικονομολόγοι μοιράζονταν ακαδημαϊκά μόνο σε ιδιωτικά σεμινάρια, τελικά βγαίνουν στην επιφάνεια.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η συντριβή της Αμερικανικής οικονομίας, η κρίση της Ευρωζώνης και η παγκόσμια πτώση της τιμής του πετρελαίου και άλλων βασικών προϊόντων, συνέβαλαν στη δημιουργία τεράστιων προβλημάτων στο παγκόσμιο εμπόριο. Από το 2012, το ΔΝΤ ανέφερε στην Παγκόσμια Οικονομική Προοπτική (World Economic Outlook) για τον Οκτώβριο του 2016, ότι το εμπόριο αυξανόταν κατά 3% ετησίως – δηλαδή λιγότερο από το ήμισυ του μέσου όρου των προηγούμενων τριών δεκαετιών.

Η δυσπιστία που προέκυψε από τις παραπάνω συνθήκες από την πλευρά του λαού προς το πολιτικό σύστημα είχε εμφανείς πολιτικές συνέπειες: από τη μια παρακολουθήσαμε την άνοδο των Farage, Trump και Le Pen στα δεξιά, ενώ αριστερά κόμματα, όπως οι Podemos της Ισπανίας, ισχυροποιήθηκαν. Δεν έλειψαν όμως και τα περίεργα λαϊκίστικα υβρίδια, όπως το Κίνημα Πέντε Αστέρων της Ιταλίας.

Ένα περίεργο θέμα σχετικά με τη συναίνεση υπέρ της παγκοσμιοποίησης της δεκαετίας του 1990 και της δεκαετίας του 2000, αλλά και την κατάρρευσή της τα τελευταία χρόνια, είναι το πόσο πολύ θυμίζει το ζήτημα μια προηγούμενη εποχή. Η επιδίωξη του ελεύθερου εμπορίου προήγαγε πάντοτε τον εκτοπισμό και την ανισότητα, το πολιτικό χάος και τον λαϊκισμό. Κάθε φορά που παραβλέπονται οι κοινωνικές συνέπειες του ελεύθερου εμπορίου, ακολουθεί πολιτική αντίδραση. Αλλά το ελεύθερο εμπόριο είναι μόνο μία από τις πολλές μορφές που μπορεί να λάβει η οικονομική ολοκλήρωση. Η ιστορία φαίνεται, ωστόσο, να υποδηλώνει ότι μπορεί να είναι η πιο αποσταθεροποιητική.

Σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι και οι μελετητές της παγκοσμιοποίησης επισημαίνουν το γεγονός ότι η οικονομία ήταν μάλλον παγκοσμιοποιημένη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Όταν οι ευρωπαϊκές χώρες αποίκισαν την Ασία και την υποσαχάρια Αφρική, μετέτρεψαν τις αποικίες σε προμηθευτές πρώτων υλών για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές, καθώς και σε αγορές για την πώληση των ευρωπαϊκών αγαθών.

Το εμπορικό σύστημα που εφαρμόστηκε σε μελλοντικό χρόνο, μεταπολεμικό χρόνο, ήταν επίσης παγκόσμιο, με υψηλά επίπεδα εμπορίου – αλλά πραγματοποιήθηκε με όρους που συχνά επέτρεπαν στις αναπτυσσόμενες χώρες να προστατεύσουν τις βιομηχανίες τους. Επειδή, από τη σκοπιά των ελεύθερων εμπόρων, ο προστατευτισμός θεωρείται πάντοτε κακός, η επιτυχία αυτού του μεταπολεμικού συστήματος έχει σε μεγάλο βαθμό υποεκτιμηθεί.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 και του ’40, οι φιλελεύθεροι διανοητές, μεταξύ αυτών ο John Maynard Keynes, οι οποίοι προηγουμένως θεωρούσαν τις υποχωρήσεις  από το ελεύθερο εμπόριο ως «ηλιθιότητα και ένδειξη οργής» άρχισαν να αναθεωρούν. «Ο παρακμιακός διεθνής αλλά συνάμα ατομικιστικός καπιταλισμός, που εφαρμόστηκε μετά τον πόλεμο, ήταν ανεπιτυχής», έγραψε ο Keynes το 1933. «Δεν είναι ευφυής, δεν είναι όμορφος και δεν εξυπηρετεί τα αγαθά. Εν ολίγοις, δεν τον συμπαθούμε και αρχίζουμε να το περιφρονούμε». Αντιμετώπισε με συμπάθεια «εκείνους που θα ελαχιστοποιούσαν, αντί αυτούς που θα μεγιστοποιούσαν, την οικονομική εμπλοκή μεταξύ εθνών» και ισχυρίστηκε ότι τα αγαθά πρέπει να είναι εγχώρια «όταν αυτό είναι λογικό και δυνατό να συμβεί».

Τα διεθνή συστήματα που κατηγόρησαν άτομα με την ιδεολογία που είχε ενστερνιστεί ο Keynes συνέβαλαν στην σύναψη τα επόμενα χρόνια συμφωνιών όπως αυτή του Bretton Woods, αλλά και η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (Gatt) και έθεσαν τους όρους υπό τους οποίους θα πραγματοποιούνταν το νέο κύμα της παγκοσμιοποίησης.

Το κρίσιμο σημείο καμπής ήρθε τη δεκαετία του 1980. Η ανάπτυξη και ο υψηλός πληθωρισμός στη Δύση, μαζί με τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από την Ιαπωνία, άνοιξαν το δρόμο για ένα πολιτικό μετασχηματισμό. Οι εκλογικές μάχες με νικητές τη Μάργκαρετ Θάτσερ και το Ρόναλντ Ρέιγκαν σε Βρετανία και ΗΠΑ αντίστοιχα ήταν σημαντικές, θέτοντας «ριζοσπάστες» της ελεύθερης αγοράς ως υπευθύνους για δύο από τις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και θέτοντας τις βάσεις μια εποχής υπερπαγκοσμιοποίησης. Στη νέα τάξη πραγμάτων, οι οικονομίες με μεγάλους δημόσιους τομείς και ισχυρές κυβερνήσεις στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος δεν θεωρούνταν πλέον ως βοηθήματα στη λειτουργία αυτού, αλλά εμπόδιο.

Η πιο ακραία εκδοχή της υπερπαγκοσμιοποίησης δοκιμάστηκε στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980. Γνωστό ως «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», το μοντέλο περιελάμβανε συνήθως δάνεια από το ΔΝΤ που εξαρτώνταν από τις χώρες που μείωναν τους εμπορικούς φραγμούς και ιδιωτικοποιούσαν πολλές από τις εθνικές τους βιομηχανίες.

Αλλά η συναίνεση της Ουάσινγκτον ήταν καταστροφική για τις επιχειρήσεις: οι περισσότερες χώρες είχαν μικρότερα κέρδη από πριν. Η ανάπτυξη υποχώρησε και οι πολίτες της Λατινικής Αμερικής εξεγέρθηκαν ενάντια στις προσπάθειες ιδιωτικοποίησης του νερού και του φυσικού αερίου. Στην Αργεντινή, η οποία ακολούθησε τη συναίνεση της Ουάσινγκτον κατά γράμμα, το αποτέλεσμα ήταν μια σοβαρή κρίση που ξέσπασε το 2002, προκαλώντας οικονομική κατάρρευση και μαζικές διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης που είχε επιδιώξει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Η εξέγερση της Αργεντινής προκάλεσε μια άνοδο των αριστερών και πολλές φορές λαϊκίστικων κομμάτων σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική: από το 1999 έως το 2007, αριστεροί ηγέτες και κόμματα ανέλαβαν την εξουσία στη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και τον Ισημερινό, με μια εκστρατεία κατά της συναίνεσης της Ουάσινγκτον για την παγκοσμιοποίηση. Αυτές οι εξεγέρσεις ήταν μια προεπισκόπηση της αντιδραστικότητας του σήμερα στον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Ρόντρικ πιστεύει ότι η παγκοσμιοποίηση, είτε αυτή μειώνεται, είτε αυξάνεται, είναι απίθανο να παράγει το είδος των οικονομικών επιπτώσεων που είχε κάποτε. Για αυτόν, αυτή η επιβράδυνση που υφίσταται η παγκόσμια οικονομία έχει να κάνει με αυτό που ονομάζει «πρόωρη αποβιομηχανοποίηση». Στο παρελθόν, το απλούστερο μοντέλο της παγκοσμιοποίησης πρότεινε ότι οι πλούσιες χώρες θα γίνονταν σταδιακά «οικονομίες υπηρεσιών», ενώ οι αναδυόμενες οικονομίες ανέλαβαν τη βιομηχανική επιβάρυνση.

Ωστόσο, οι πρόσφατες στατιστικές δείχνουν ότι ο κόσμος στο σύνολό του αποβιομηχανοποιείται. Χώρες που θα περίμενε κανείς να έχουν μεγαλύτερη βιομηχανική δυναμική περνούν στα στάδια του τεχνολογικού αυτοματισμού ταχύτερα από ό, τι προηγουμένως οι αναπτυγμένες χώρες και έτσι δεν καταφέρνουν να αναπτύξουν το ευρύ βιομηχανικό εργατικό δυναμικό που θεωρείται κλειδί για την κοινή ευημερία.

Via : tvxs.gr