Ο φόβος της λαϊκής κυριαρχίας

του Νίκου Βλαχάκη – υποψήφιος διδάκτορας Φιλοσοφίας

Το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Εστία» (26/11/2019) αναφερόμενο στην έγκριση των αναθεωρητέων διατάξεων από την ελληνική Βουλή είναι ενδεικτικό της ιδεολογικής τομής που επιχειρούν κάποιοι στην ερμηνεία του Συντάγματος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και σίγουρα αυτή απέχει από το να θεωρηθεί ως η κλασική φιλελεύθερη αντίληψη του πολιτειακού προτύπου: «Από τον κυρίαρχο λαό στο έθνος.

Το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Εστία» (26/11/2019) αναφερόμενο στην έγκριση των αναθεωρητέων διατάξεων από την ελληνική Βουλή είναι ενδεικτικό της ιδεολογικής τομής που επιχειρούν κάποιοι στην ερμηνεία του Συντάγματος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και σίγουρα αυτή απέχει από το να θεωρηθεί ως η κλασική φιλελεύθερη αντίληψη του πολιτειακού προτύπου: «Από τον κυρίαρχο λαό στο Εθνος. Σύνταγμα υπέρ του έθνους των Ελλήνων κι όχι απλά υπέρ του λαού των Ελλήνων. Από τη λαϊκή κυριαρχία πάμε στην εθνική κυριαρχία» γράφει σχετικά με την καθιέρωση της ψήφου των αποδήμων.

Αλήθεια; Αυτή είναι λοιπόν η πρόθεση του «συνταγματικού νομοθέτη» ως προς το καταστατικό κείμενο της δημοκρατίας όπως διαμορφώθηκε με την ιστορική συναίνεση της μεταπολίτευσης; Επιχειρείται συνεπώς να αλλοιωθεί ουσιωδώς το νομιμοποιητικό υποκείμενο εκ του οποίου πηγάζει και για το οποίο ασκείται κάθε εξουσία, δηλαδή τον λαό.

Από την εποχή όμως της Γαλλικής Επανάστασης η έννοια αυτή ταυτίζεται με την έννοια της γενικής βούλησης, καθώς αποτελεί τον μοναδικό φορέα έκφρασής της. Ο Καντ θεωρεί ότι μόνο η συνενωμένη λαϊκή βούληση μπορεί να είναι νομοθετική, ενώ πρώτος ο Ρουσό είναι αυτός που αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως αυτονομία του λαού, ως πρακτική αυτονομοθεσίας.

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γ. Χάμπερμας: «Ο Ρουσό είχε ήδη σκεφτεί τη συγκρότηση του κυρίαρχου λαού ως ένα υπαρξιακό ενέργημα κοινωνικοποίησης διά του οποίου τα απομονωμένα υποκείμενα μεταμορφώνονται σε πολίτες ταγμένους στο κοινό καλό. Οι εν λόγω πολίτες αποτελούν τα μέλη ενός συλλογικού σώματος και είναι το υποκείμενο μιας νομοθετικής πρακτικής αποσπασμένης από τα επιμέρους συμφέροντα των απλών υποταγμένων στον νόμο ιδιωτών». Με άλλα λόγια η έκφραση της γενικής βούλησης ως «λαϊκής κυριαρχίας» δεν είναι μια αφηρημένη επίκληση ούτε μιας μεταφυσικής βούλησης ούτε ενός αθροίσματος ιδιωτών, αλλά η θεσμοποιημένη έκφραση του τρόπου με τον οποίο οργανώνεται η πολιτική κοινωνία.

Η λαϊκή κυριαρχία συνεπώς αποτελεί πρωτίστως μια πολιτική διαδικασία η οποία διατυπώνει κανονιστικά προτάγματα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί εκείνη τη λειτουργία που διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς επιτρέπει μόνο όσους διακανονισμούς εγγυώνται σε όλους τις ίδιες ελευθερίες, υποστηρίζει ο Γερμανός φιλόσοφος. Εχει δηλαδή χαρακτήρα συμπεριληπτικό και όχι αποκλεισμού που θα στερούσε από κάποιον το δικαίωμα του ανήκειν σε αυτή τη «συνενωμένη βούληση».

Ως εκ τούτου αποτελεί ταυτόχρονα και την έκφραση της αρχής της ισότητας ανάμεσα στους πολίτες που οργανώνονται ως συλλογικότητα, που μπροστά στον φόβο της καταπάτησης των ατομικών δικαιωμάτων εν ονόματι της «γενικής βούλησης» πρέπει να προσδιορίζει τα όριά της. Ο φόβος του bourgeois ότι μπορεί να υπερσκελιστεί από τον citoyen άλλωστε χαρακτήρισε τη συγκρότηση της αστικής δημοκρατίας από τις απαρχές της. Η μόνη εγγύηση είναι η λειτουργία της λαϊκής κυριαρχίας ως δημοκρατικής διαδικασίας, ώστε να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των μειοψηφιών.

Τα παραπάνω είναι σχεδόν στοιχειώδη για τη φιλελεύθερη αντίληψη που από την εποχή του Διαφωτισμού χαρακτηρίζει την οργάνωση των νεωτερικών δημοκρατικών κρατών. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα γιατί επιχειρείται σήμερα αυτή η προσφυγή στη μάλλον αφηρημένη έννοια ενός φαντασιακού «έθνους» που προσδιορίζεται πέραν της λαϊκής κυριαρχίας και ποια είδους επανανοηματοδότηση επιχειρείται σε αντίστιξη μάλιστα με αυτήν. Μάλλον έχουμε την επίκληση εκείνης της καταγωγικής προ-πολιτικής, εθνοφυλετικής κοινότητας με στόχο τον καθορισμό των πολιτικών ταυτοποιήσεων στη σημερινή συγκυρία. Γιατί δεν επαρκεί πλέον ο «συνταγματικός πατριωτισμός» του πολιτικού έθνους;

Στο άρθρο επιχειρείται μια διασύνδεση με τα Συντάγματα της Ανεξαρτησίας προκειμένου να προσδώσει νομιμοποιητική αίγλη αντίστοιχη μιας θεσμικής επανίδρυσης του νεοελληνικού κράτους στη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης. Ο Τζέραρντ Ντελάντι θεωρεί την ελληνική Επανάσταση του 1821 την πρώτη εκδήλωση ενός φιλελεύθερου εθνισμού, ταυτόσημου όμως με το πνεύμα ενός ρεπουμπλικανικού κοσμοπολιτισμού του 19ου αιώνα, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξε η δημιουργία των εθνικών κρατών στην Ευρώπη. Εντάσσεται άραγε στο πνεύμα μιας τέτοιας επανανοηματοδότησης η διασύνδεση που επιχειρείται με τον Ελληνισμό της διασποράς ως παράγοντα εξωτερίκευσης ενός αντίστοιχου κοσμοπολιτισμού την εποχή της παγκοσμιοποίησης;

Αντίθετα, δείχνει ότι σχετίζεται μάλλον με την κατανόηση του Ελληνισμού, όχι στο πλαίσιο των πολυπολιτισμικών και οικουμενικών του εκφάνσεων, αλλά στη βάση μιας «πολιτικής ταυτοτήτων» και μιας νεοσυντηρητικής μετάλλαξης της έννοιας του έθνους από πολιτικο-οντολογική κατηγορία σε κάτι υπερβατικό. Οπως υποστηρίζει όμως ο Φουκουγιάμα: «Η τελική λειτουργία της εθνικής ταυτότητας είναι να κάνει δυνατή τη φιλελεύθερη δημοκρατία καθαυτή».

Πηγή: efsyn.gr