Το 2016 είναι μια χρονιά που θα μείνει στην ιστορία της δημοσιογραφίας ως η «χρονιά των fake news», ή καλύτερα, ως η χρονιά που οι δημοσιογράφοι «ανακαλύπτουν» την παραπληροφόρηση, τα ψεύδη και την δυσφήμηση. Αφορμή υπήρξε το Brexit και η εκλογική νίκη του Trump που ανέτρεψαν τα δεδομένα των mainstream media ενώ έφεραν στο προσκήνιο τις βαθιές πολιτικές και ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό των δύο χωρών. Ξαφνικά όλοι άρχισαν να αναρωτιούνται πώς έγινε αυτό.

της Φραγκίσκας Μεγαλούδη

Στις αμερικανικές εκλογές η Hillary Clinton είχε την καθολική στήριξη του Τύπου. Σύμφωνα με έρευνα του Nieman Lab του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, περίπου 360 εφημερίδες δημοσίευαν καθημερινά θετικά σχόλια για την Clinton, σε αντίθεση με μόνο 13 που στήριζαν την εκλογή του Donald Trump. Παρ’ όλα αυτά, ο Trump νίκησε στις εκλογές κάτι που αποδόθηκε στην κατά γενική ομολογία μεγαλύτερη απήχηση που είχε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Και κάπου εκεί, οι δημοσιογράφοι ανακαλύπτουν τα fake news, τους αλγόριθμους του Facebook, και τα ψεύτικα tweets.

Η δύναμη της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης βρίσκεται πρωτίστως στο γεγονός ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει θύματα. Σε έναν κόσμο πολυσύνθετο που εναλλάσσεται με γρήγορους ρυθμούς, χρειαζόμαστε «συντομεύσεις» για να αντιμετωπίσουμε τον όγκο της πληροφορίας που δεχόμαστε καθημερινά. Δεν έχουμε την ενέργεια και τον χρόνο να επεξεργαστούμε γεγονότα και νέα με αποτέλεσμανα ανατρέχουμε σεστερεότυπα, δογματικές απόψεις και αυθεντίες για να εξηγήσουμε όσα μας περιβάλλουν. Η προπαγάνδα εξάλλου κάνει ακριβώς αυτό – ενδυναμώνει κοινωνικούς μύθους και στερεότυπα, τα οποία είναι τόσο βαθιά ριζωμένα μέσα μας και στον περίγυρά μας, καθιστώντας συχνά αδύνατο να διακρίνουμε την αλήθεια από το ψέμα.

Αυτήν ακριβώς την δυναμική της προπαγάνδας, έχει χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος σε κάθε ιστορική περίοδο και σε κάθε πολιτικό σύστημα, προσαρμόζοντάς την ανάλογα με τις συνθήκες, την ηθική και την διαθέσιμη τεχνολογία.

Τα εργοστάσια των πτωμάτων και οι γιαγιάδες από τη Νότια Αφρική

Τον Απρίλιο του 1917 μια σκοτεινή ιστορία κάνει την εμφάνισή της στους Times του Λονδίνου και στη Daily Mail, όταν δημοσιεύονται ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το πώς οι δυνάμεις του Kaiser στη Γερμανία παράγουν σαπούνια γλυκερίνης από τους ίδιους τους Γερμανούς στρατιώτες που πεθαίνουν στο πεδίο της μάχης. Οι Times ισχυρίστηκαν ότι είχαν στοιχεία από ανώνυμους μάρτυρες, οι οποίοι είχαν επισκεφτεί τα εργοστάσια «των πτωμάτων», όπως τα έλεγαν, και περιέγραφαν την χαρακτηριστική μυρωδιά της καύσης τους.

Όπως είναι φυσικό, η ιστορία προκάλεσε αίσθηση στην κοινωνία της εποχής και κυρίως προκάλεσε την οργή της Κίνας με τον Κινέζο πρόξενο να δηλώνει αποτροπιασμό για την έλλειψη σεβασμού στους νεκρούς. Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο, τέσσερις μήνες μετά η μέχρι τότε ουδέτερη Κίνα κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία στο πλευρό των Συμμάχων.

Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να αποκαλυφθεί τελικά ότι η ιστορία δεν ήταν πάρα ένα κατασκεύασμα της αγγλικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, που εκείνη την εποχή απασχολούσε 38 άτομα με σκοπό να διοχετεύουν ψευδείς ειδήσεις στις εθνικές εφημερίδες. Η ιστορία των πτωμάτων είχε κατασκευαστεί για να επηρεάσει την κοινή γνώμη αλλά κυρίως για να πείσει την Κίνα να αφήσει την ουδετερότητά της.

Το 1994 ο ιταλικός τύπος δημοσιεύει την συγκλονιστική μαρτυρία της αδελφής Λουκίας, μια νεαρής Βόσνιας μοναχής που βιάζεται άγρια από Σέρβους εθνικιστές. Η ιστορία αναπαράγεται από όλα τα μέσα καθώς περιέγραφε με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις θηριωδίες των Σέρβων στη Βοσνία. Ένα χρόνο μετά,οι εφημερίδες της εποχής μας πληροφορούν ότι η αδελφή Λουκία γέννησε ένα αγόρι ως αποτέλεσμα του βιασμού της. Θα ήταν όντως ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, εάν η αδελφή Λουκία ήταν πραγματικό πρόσωπο. Δυστυχώς, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, η Βόσνια μοναχή δεν υπήρξε παρά μόνο στην φαντασία του Monsignor Alfred Contran ο οποίος μάλιστα το 1993 είχε πάρει και λογοτεχνικό βραβείο για την ιστορία της.

Το 2003 ο αμερικανικός τύπος και μαζί του ολόκληρος ο πλανήτης ανακαλύπτει μια νέα ηρωίδα: την στρατιώτη Jessica Lynch που έπεσε σε ενέδρα στην ιρακινή πόλη Nassyriha και πάλεψε μέχρι να της τελειώσουν τα πυρομαχικά οπότε και αιχμαλωτίστηκε από τους Ιρακινούς στρατιώτες. Οι εικόνες της δραματικής διάσωσής της έκαναν τον γύρο του κόσμου: Αμερικανοί στρατιώτες εισβάλλουν τη νύχτα στο νοσοκομείο που την κρατούσε τραυματισμένη ο ιρακινός στρατός και την απελευθερώνουν. Η Washington Post δημοσιεύει εκτενή ρεπορτάζ και ανακοινώνει ότι η Jessica θα παρασημοφορηθεί για το θάρρος της. Η περιπέτειά της έγινε τηλεταινία και τα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά δίκτυα την κυνηγούσαν για μια δήλωση.

Η ιστορία της Jessica ήταν εντυπωσιακή αλλά είχε άδοξο τέλος. Όπως τελικά αποκάλυψε και η ίδια, δεν είχε βρεθεί ποτέ στο πεδίο μάχης. Ήταν βοηθητικό προσωπικό και τραυματίστηκε όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε αναποδογύρισε λόγω κακών χειρισμών του οδηγού. Οι ιρακινοί στρατιώτες απεγκλώβισαν την Jessica από το όχημα και την μετέφεραν στο νοσοκομείο. Η διάσωσή της δεν ήταν παρά ένα επικοινωνιακό κόλπο που στήθηκε αποκλειστικά για τις κάμερες του CNN όταν πλέον δεν υπήρχε κανένας ιρακινός στο νοσοκομείο.

Τα παραδείγματα των fake news είναι άπειρα. Από τα πρωτοσέλιδα των New York Times για τα «όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ» και τα χημικά που «πουλούσε» ο Saddam Hussein στην AlQaida, μέχρι τα δημοσιεύματα του BBC και του Newsweek για τα 120 σκυλιά στα οποία έριξε ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας τον προς εκτέλεση θείο του.

Και φυσικά τα ελληνικά μέσα έχουν το δικό τους μερίδιο από fake news.Ποιος μπορεί να ξεχάσει άλλωστε στα τέλη Ιουνίου του 2015 – για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα – τα πλαστά ρεπορτάζ του Mega Channel, όταν ο δημοσιογράφος με στόμφο περιέγραφε το φόβο των ηλικιωμένων στο κέντρο της Αθήνας καθώς έκαναν αναλήψεις από ΑΤΜ, ξεχνώντας βέβαια να διευκρινίσει ότι οι φωτογραφίες του «ρεπορτάζ» του ήταν από τη Νότια Αφρική και όχι από την Κυψέλη…

Ψάχνοντας τον ένοχο των Fake news

Τελευταία, η συζήτηση γύρω από τα fake news εστιάζει στο ποιος φταίει για την διάδοσή τους. Έχουν γραφτεί πολλές αναλύσεις τόσο για τις ευθύνες των μέσων ενημέρωσης όσο και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αναμφίβολα οι ευθύνες και των δύο είναι τεράστιες.

Η δημοσιογραφία έχει στις μέρες μας απαξιωθεί και έχει χάσει τον προσανατολισμό της. Οι μεγάλες εφημερίδες κλείνουν, οι τηλεοπτικοί σταθμοί ακολουθούν σταδιακά την ίδια μοίρα ενώ το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα επιβάλλουν μια νέα νοοτροπία όπου το είδος της συσκευής ορίζει το περιεχόμενο της είδησης. Οι ερευνητικές δημοσιογραφικές ομάδες των μεγάλων συγκροτημάτων τύπου συρρικνώνονται για να δώσουν χώρο στα τμήματα δημοσίων σχέσεων και διαφημίσεων. Οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης είναι παράλληλα ιδιοκτήτες πολλαπλών εταιρειών, συνδέονται άμεσα με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο και οι σχέσεις αυτές ορίζουν και το περιεχόμενο της έρευνας. Χωρίς να υπάρχει πάντα καθαρή γραμμή από την ιδιοκτησία, ο δημοσιογράφος ξέρει να αυτολογοκρίνεται για να μην θίξει τα συμφέροντα εκείνων που στηρίζουν με χρήματα ή με διαφημίσεις το μέσο που τον πληρώνει.

Τα μέσα ενημέρωσης – στην πλειοψηφία τους – λειτουργούν μέσα σε μια πολιτικοκοινωνική φούσκα, αποκομμένα από το κοινό στο οποίο απευθύνονται, δίνοντας την εντύπωση ότι εξυπηρετούν περισσότερο τα συμφέροντα των οικονομικών και πολιτικών ελίτ παρά την αλήθεια. Αποτελεί γενική διαπίστωση ότι για τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης το πρόβλημα δεν είναι τα fake news στο σύνολό τους, αλλά τα fake news που δεν ακολουθούν την γραμμή του χρηματοδότη τους.

Μέσα σε αυτό το τοξικό περιβάλλον, ο πολίτης νιώθει ξένη την πληροφορία που του παρέχεται. Σε έναν κόσμο όπου οι κοινωνικές και οι οικονομικές ανισότητες αυξάνονται σταθερά και συνεχόμενα από το 1980 και έπειτα, παρ’ όλες τις όποιες αυξομειώσεις, και όπου το 1% των εχόντων κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου, ο πολίτης συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται έξω από τα κέντρα των αποφάσεων που ορίζουν το μέλλον του. Το αποτέλεσμα είναι να έχει χαθεί η εμπιστοσύνη όχι μόνο προς τους δημοσιογράφους αλλά και γενικότερα προς το πολιτικό κατεστημένο. Η εμπιστοσύνη αυτή πάντοτε κλυδωνιζόταν, δεν είναι δηλαδή αποκλειστικά φαινόμενο της εποχής μας, όμως έχει χαθεί η γενικότερη συναίνεση.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι κινητοποιήσεις των πολιτών και οι δημοσιογραφικές έρευνες – πάντα βέβαια μέσα στο πλαίσιο ελέγχου που ασκούσε ή προσπαθούσε να ασκήσει η άρχουσα τάξη- είχαν έναν μετρήσιμο αντίκτυπο. Οι πορείες ειρήνης και οι αποκαλύψεις για τις σφαγές του Βιετνάμ και τα σκάνδαλα του Προέδρου Νίξον επίσπευσαν το τέλος του πολέμου και οδήγησαν στην πτώση του Αμερικανού προέδρου.

Έκτοτε όμως πολλά άλλαξαν. Η δεκαετία του ’80 και ό,τι ακολούθησε έπειτα, έφερε οικονομικές και πολιτικές αλλαγές αλλάκαι το τελικό χτύπημα στα κινήματα πολιτών, στους συνδικαλιστές και στην ερευνητική δημοσιογραφία.

Καθώς λοιπόν η συναίνεση χάθηκε ο πολίτης προσπαθεί να ελέγξει την ενημέρωσή του και σε αυτό η διείσδυση του διαδικτύου υπήρξε καθοριστική. Τα εναλλακτικά sites πολλαπλασιάζονται ταχύτατα παρ’ όλο που συχνά αναπαράγουν θεωρίες συνομωσίας παρά γεγονότα. Προσφέρουν όμως την εναλλακτική ενημέρωση για την οποία διψάει ο σύγχρονος άνθρωπος και την οποία νιώθει ότι του αποκρύπτουν. Σε εποχές κρίσης και αβεβαιότητας, όπως η σημερινή, ο πολίτης ανατρέχει εύκολα σε φωνές που εκφράζουν τους φόβους του, τον σκεπτικισμό και την δυσπιστία του, ακόμα και αν οι φωνές αυτές είναι αμφιβόλου προέλευσης και ποιότητας.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοήθησαν στην διάδοση κάθε είδους αφιλτράριστης πληροφορίας αφού αρκεί μια κοινοποίηση ή ένα «κλικ» σε ένα άρθρο για να δούμε μετά δεκάδες παρόμοια στο timeline μας. Αυτή η επιλογή νέων όμως δεν είναι κάτι καινούριο. Στα παραδοσιακά μέσα γινόταν από τον αρχισυντάκτη και την ομάδα του, όπου αποφάσιζε ποια νέα ενδιαφέρουν το κοινό, ποια θα μπουν πρωτοσέλιδο και σε ποια θα εστιάσει η εφημερίδα ανάλογα με το τι είδους μηνύματα ήθελε να περάσει στο κοινό. Στη σημερινή εποχή του διαδικτύου, ο αρχισυντάκτης έχει αντικατασταθεί από έναν αλγόριθμο.

Περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι ενεργοί στο Facebook  παγκοσμίως ενώ 100 εκατομμύρια χρησιμοποιούν το Instagram κάθε μήνα. Ο αλγόριθμος ταξινομεί τα νέα ανάλογα με την επισκεψιμότητα τους χωρίς ποιοτικό έλεγχο. Δημιουργείται έτσι μια διαδικτυακή «φούσκα», ένα νέο είδος «echo  chambers» όπου το εύρος της διαθέσιμης πληροφορίας μειώνεται,δημιουργώντας παράλληλες κοινότητες χωρίς την ίδια πληροφόρηση για όλους.

Ακόμα όμως και αν αντικαταστούσαμε με κάποιο τρόπο τον αλγόριθμο με συντακτική ομάδα αληθινών δημοσιογράφων, δεν θα ήταν παρά μια προσωρινή λύση. Όσο η έλλειψη εμπιστοσύνης στο δημοσιογραφικό λειτούργημα παραμένει, και τα μέσα ενημέρωσης ακολουθούν τις πολιτικές και οικονομικές ατζέντες των κέντρων εξουσίας, ο πολίτης θα συνεχίσει – και δικαίως- να ψάχνει εναλλακτικές φωνές.

Το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ αποκτά ουσία όχι από τις αποκαλύψεις που κάνει αλλά από τον αντίκτυπο αυτών των αποκαλύψεων και τις αλλαγές που επιφέρει σε πολιτικό και νομοθετικό επίπεδο. Αποκαλύψεις όπως τα πολυδιαφημιζόμενα Paradise Papers υπενθύμισαν με τον πιο κυνικό τρόπο, αυτό που όλοι γνωρίζαμε – ότι οι πλούσιοι φοροδιαφεύγουν και ότι έχει στηθεί ένα ολόκληρο δίκτυο από επαγγελματίες, νομοθέτες και οικονομικούς αναλυτές ώστε αυτό να γίνεται νόμιμα.

Όσο λοιπόν δεν αλλάζουν οι νόμοι και δεν υπάρχει πολιτική βούληση ώστε να ελεγχθεί το σύστημα που επιτρέπει στις πολυεθνικές και στις ελίτ να φοροδιαφεύγουν νόμιμα, ρίχνοντας παράλληλα τα βάρη στο υπόλοιπο 99% του πλανήτη, οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις είναι κενό γράμμα.Αντιθέτως ενισχύουν τον κυνισμό, την αβεβαιότητα και την σύγχυση.

Στην εποχή μας των εναλλασσόμενων εικόνων, της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, της αβεβαιότητας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μαςδίνουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι η γνώμη μας έχει δύναμη. Βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από ευτελή θεάματα, επίδειξη πλούτου,βασιλικούς γάμους και συμβουλές πετυχημένου lifestyle. Ακόμα και ό,τι παρουσιάζεται ως εναλλακτικό δεν είναι παρά μια ακόμα έκφανση του mainstream. Καλούμαστε να πιστέψουμε ότι με «σκληρή δουλειά και πειθαρχία»θα έχουμε πρόσβαση στα αγαθά των εκάστοτε ελιτ. Το αποτέλεσμα είναι να συναινούμε στην γενικότερη αποχαύνωσή μας χωρίς να το συνειδητοποιούμε.Αυτό που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν κάποτε «άρτος και θεάματα» εκφράζεται όσο ποτέ στο σύγχρονο κόσμο μας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τα περιθώρια αντίδρασης στενεύουν επικίνδυνα για όλους. Οι λύσεις δεν είναι εύκολεςκαι απαιτούν πρωτίστως πολιτική βούληση ώστε να επενδύσουμε σε μια ανοιχτή και πλουραλιστική κοινωνία. Χρειάζεται ο καθένας ατομικά αλλά και συλλογικά να απαιτήσουμε ποιοτική ενημέρωση και να αντισταθούμε σε φωνές που κηρύττουν μίσος, ρατσισμό και μισαλλοδοξία. Και αυτό θα γίνει μόνο εάν συμμετέχουμε ενεργά στην κοινωνία μας ώστε να επαναπροσδιορίσουμε τις ηθικές μας αξίες αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διεξάγουμε τον δημόσιο διάλογο.

Via : www.thepressproject.gr