παραλία Στρατωνίου (με Γαλάζια σημαία!)

Οι εξορύξεις χρυσού είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολύ τα μέσα ενημέρωσης το τελευταίο διάστημα. Ένα αμφιλεγόμενο θέμα με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Αφενός η δυναμική αντίδραση των τοπικών κοινωνιών και των περιβαλλοντικών φορέων στα «αναπτυξιακά» σχέδια της κεντρικής κυβέρνησης και αφετέρου η άγρια καταστολή τους, έχουν φέρει στην ημερήσια διάταξη το θέμα των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, και ιδιαίτερα της εξόρυξης χρυσού στη Β. Ελλάδα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα και χρησιμότητα τέτοιου τύπου επενδύσεων.

Τα επιχειρήματα περί ανάπτυξης, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και εισφοράς εσόδων στα ταμεία του κράτους προσπαθούν να πείσουν την κοινή γνώμη, ότι η επιλογή αυτή αποτελεί τη λύση των οικονομικών προβλημάτων της. Ωστόσο οι φωνές αυτές σκόπιμα αποσιωπούν ή υποβαθμίζουν τις ανυπολόγιστες συνέπειες που επιφέρουν αυτού του τύπου οι δραστηριότητες στο περιβάλλον και την τοπική κοινωνία. Πέραν τούτου, είναι σαφές ότι με τέτοιες επιλογές ακυρώνονται στην πράξη όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξης των περιοχών αυτών, μέσα από τη διατήρηση και ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού τους πλούτου. Η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει περίτρανα του λόγου το αληθές, καθώς μόλις πρόσφατα η Φινλανδία, η οποία  αποτελούσε «πρότυπο» για την εξόρυξη χρυσού, βιώνει τη μεγαλύτερη χημική καταστροφή στην ιστορία της καθώς εμφανίστηκε ρήγμα στη λίμνη αποβλήτων του ορυχείου. Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν υπήρξε ένας ολοκληρωμένος αναπτυξιακός σχεδιασμός προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης της περιοχής παρουσιάζεται ως δικαιολογία για να προωθηθούν οι σημερινές επιλογές και μεθοδεύσεις.

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις και η μη αναστρεψιμότητα των επεμβάσεων αφορούν πολύ μεγάλες γεωγραφικές περιοχές και περιλαμβάνουν ένα μακρύ κατάλογο: αποψίλωση δασών, καταστροφή παραγωγικών γαιών και άρα της αγροτικής παραγωγής, δημιουργία ατμοσφαιρικής ρύπανσης και διάχυσης σκόνης σε μεγάλες αποστάσεις, ηχορρύπανση και διατάραξη των οικοσυστημάτων, ενώ πολύ σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις στην ποιότητα και την ποσότητα του υδατικού δυναμικού από την προοπτική λειτουργίας μεταλλευτικών δραστηριοτήτων για την εξόρυξη χρυσού.

Ειδικότερα η εταιρία «Ελληνικός Χρυσός Α.Ε.» (95% καναδική Eldorado Gold S.A. και 5% ΑΚΤΩΡ) προγραμματίζει την έναρξη τέτοιων δραστηριοτήτων στην περιοχή της βορειοανατολικής Χαλκιδικής. Ως γενική εκτίμηση αναφέρεται, ότι οι συγκεκριμένες δραστηριότητες εγκυμονούν κινδύνους με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις για την ποιότητα και την επάρκεια των υδάτων της ευρύτερης περιοχής.

Ειδικότερα για τα επιφανειακά νερά είναι πιθανό να δημιουργηθεί υδατικό έλλειμμα και ξηρασία στα εδάφη της περιοχής καθώς από τις αντλήσεις για την εξόρυξη μειώνεται η στάθμη του νερού των γεωτρήσεων άρδευσης. Κατά συνέπεια πέρα από τη μερική καταστροφή του υφιστάμενου δάσους λόγω των εξορύξεων, η επιβίωση και του υπόλοιπου οικοσυστήματος σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων περιμετρικά του ορύγματος θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά επισφαλής, αν όχι αδύνατη. Η απώλεια του νερού σε τέτοιες περιπτώσεις οφείλεται και στο γεγονός ότι, λόγω της αποψίλωσης του δάσους, τα νερά των βροχοπτώσεων απορρέουν πλέον επιφανειακά, και δε διεισδύουν στις ρίζες των δέντρων ώστε να εμπλουτίσουν τον υπόγειο ορίζοντα, αλλά «χάνονται» ουσιαστικά από την περιοχή.

Στα υπόγεια ύδατα προκαλείται πτώση της υπόγειας στάθμης του νερού εξαιτίας των συνεχών αντλήσεων με γεωτρήσεις περιμετρικά των επιφανειακών εξορύξεων, με αποτέλεσμα να προκαλούνται και φαινόμενα διείσδυσης θαλασσινού νερού, και μόλυνση του υπόγειου ορίζοντα. Άλλα προβλήματα στα υπόγεια νερά είναι η γρήγορη οξείδωση των θειούχων μεταλλικών ενώσεων και η μόλυνση όλου του υπόγειου υδροφορέα από τις όξινες απορροές που παράγονται εξαιτίας της εισόδου αέρα και νερού στα βάθη του κοιτάσματος.

Όσον αφορά στην ποιότητα των επιφανειακών και υπόγειων νερών, αυτή επιβαρύνεται κυρίως από μέταλλα και βαρέα μέταλλα με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις. Η ρύπανση των υδάτων είναι ακόμα μεγαλύτερη, όταν το πλεονάζον νερό επαναδιοχετεύεται στον υδροφορέα μέσω των γεωτρήσεων χωρίς να φιλτράρεται και να καθαρίζεται από τα εδάφη, με αποτέλεσμα να προκαλείται μόνιμη ρύπανση των υπόγειων νερών.

Τα μεταλλευτικά απόβλητα συνιστούν πηγές συνεχούς υποβάθμισης του περιβάλλοντος ακόμα σε περιπτώσεις που αυτά δεν καταλήγουν σε χώρους ανεξέλεγκτων αποθέσεων. Μέσω της απορροής υδάτων από τις βροχοπτώσεις τα απόβλητα παρασύρονται και καταλήγουν στη θάλασσα, ενώ μέρος αυτών απορροφάται από το έδαφος και κατεισδύει στον υπόγειο ορίζοντα μολύνοντάς τον. Επίσης είναι σαφές ότι τα αποχυνόμενα στη θαλάσσα νερά δεν είναι απαλλαγμένα από επικίνδυνα μεταλλικά κατάλοιπα. Επιπλέον υπάρχει ενδεχόμενο στη διάρκεια μιας καταιγίδας να υπάρξει ρευστοποίηση των υλικών, γεγονός εξαιρετικά επικίνδυνο, καθώς μπορεί να προκληθούν κατολισθήσεις.

Αναφορικά με τα παραγόμενα υγρά απόβλητα των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων, αν και θεωρητικά λειτουργούν με στόχο την πλήρη ανακύκλωση των νερών εντός των εγκαταστάσεων, στην πράξη δεν μπορεί να διασφαλισθεί πλήρως η προστασία των ποταμών / ρεμάτων, καθώς πάντα υπάρχουν αστοχίες και τα νερά των μεταλλείων βρίσκονται να υπερβαίνουν τα επιτρεπτά όρια κυρίως σε ότι αφορά στο αρσενικό, το φωσφόρο και το pH.

Σχετικά με την τοξικότητα των χρησιμοποιούμενων ουσιών αυτές πρέπει να ελέγχονται και να γίνεται διαχείρισή τους ώστε να μην διατίθενται σε ποτάμια ρυπαίνοντάς τα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην κατεργασία του μεταλλεύματος για την ανάκτηση του συμπυκνώματος χαλκού – χρυσού χρησιμοποιείται τοξική ουσία (νατριούχος ισοπροπυλική ξανθάτη) η οποία παραμένει ως απόβλητο που συνοδεύει τα υπόλοιπα απόβλητα εμπλουτισμού στο χώρο απόθεσής τους.

Στο σημείο αυτό τονίζεται, ότι οι συνέπειες αυτές είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερες στην περίπτωση ακραίων καιρικών φαινομένων (π.χ. καταιγίδων) ή έντονης σεισμικής δραστηριότητας. Οι πιθανότητες εμφάνισης των συγκεκριμένων ιδιαίτερων συνθηκών είναι αρκετά υψηλές καθώς η συγκεκριμένη περιοχή χαρακτηρίζεται από ισχυρές βροχοπτώσεις και πλημμύρες, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζεται ως ισχυρά σεισμογενής περιοχή με ενεργό ρήγμα αυτό του Στρατωνίου. Το γεγονός δε ότι το ρήγμα επιφέρει σεισμούς μεγέθους έως και 7 ρίχτερ (1932), καθιστά τη χωροθέτηση των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων πέρα από κάθε λογική και με επιστημονικά κριτήρια απορριπτέα.

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω είναι ξεκάθαρο πως πρέπει με κάθε τρόπο να αμφισβητηθεί έμπρακτα η δήθεν αναπτυξιακή προοπτική της χώρας μέσω υλοποίησης μεταλλευτικών δραστηριοτήτων για την εξόρυξη χρυσού. Αφενός γιατί πρόκειται για έναν πεπερασμένο μη ανανεώσιμο πόρο, και αφετέρου γιατί δεν έχει αποτιμηθεί σοβαρά το περιβαλλοντικό κόστος και οι ανυπολόγιστες μη αναστρέψιμες συνέπειες για το τοπίο και τους υδατικούς πόρους και σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν προσδιορισθεί τα πραγματικά οφέλη για την τοπική κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό είναι σαφές, ότι σε περίπτωση που δρομολογηθούν οι μεταλλευτικές δραστηριότητες, η περιοχή θα υποβαθμισθεί περιβαλλοντικά σε τέτοιο βαθμό που δεν θα μπορέσει πρακτικά να ανακάμψει, ώστε να ακολουθήσει ήπια αναπτυξιακή προοπτική η οποία θα προσέφερε ένα συνεχές εισόδημα στους κατοίκους.
Κλείνοντας επισημαίνεται ότι η αξιοποίηση και ανάπτυξη των φυσικών πόρων του πλανήτη πρέπει να γίνεται με ολοκληρωμένο σχεδιασμό και με στόχο αφενός την προστασία και τη διασφάλιση ανανέωσής τους και αφετέρου με σεβασμό στο δικαίωμα πρόσβασης σε αυτούς των επόμενων γενεών. Άλλωστε ο χρυσός ως ορυκτός πόρος έχει μόνο μονεταριστική αξία και η εξόρυξή του έχει πρόσκαιρα, βραχυπρόθεσμα οφέλη και μόνο προς ένα μικρό μέρος της κοινωνίας, στον αντίποδα δηλαδή των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης.

 

via http://medsos.gr/medsos/2008-08-12-07-11-15/2010-11-16-14-29-32/2010-11-16-14-32-56/1418-2012-11-28-09-58-45.html