Το Τέχνης έχει τη δική του ιστορία

ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΛΑΤΣΟΥ   iblatsou@neaselida.news

Το Θέατρο Τέχνης ιδρύθηκε από τον Κάρολο Κουν το 1942, στην αρχή της γερμανικής Κατοχής. Εγκαινιάστηκε με την «Αγριόπαπια» του Χένρικ Ιψεν στις 7 Οκτωβρίου 1942 στο Θέατρο Αλίκη. «Πεινούσαμε αγρίως, ήμασταν σε κατάσταση τρομακτική. Αλλά υπήρχε πίστη που σήμερα δεν τη βρίσκεις εύκολα. Η εποχή της Κατοχής ήταν μια συναισθηματικά πλούσια εποχή. Επαιρνες και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία. Γι’ αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης και θυσίας», καταγράφει ο Κάρολος Κουν.

Ο ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης ονειρευόταν «ένα θέατρο συνόλου – όχι βέβαια χωρίς πρωταγωνιστές, αλλά μια ομάδα που θα έδινε τις ίδιες δυνατότητες σε όλους να εξελιχθούν, να ανθίσουν μέσα στο θέατρο. Κι όπου όλο το βάρος της δουλειάς θα ήταν η παράσταση του έργου». Μέσα από αυτό τη θέατρο «βγήκαν ο Διαμαντόπουλος, η Χατζηαργύρη, ο Καλλέργης, ο Ζερβός, η Κατσέλη, η Μεταξά, η Γιαννακοπούλου, η Λαμπροπούλου, ο Βασταρδής, ενώ παράλληλα ήρθα σε επαφή με μερικούς βασικούς συνεργάτες, τον Σεβαστίκογλου, τον Πλωρίτη, τον Στεφανέλλη, τον Νομικό και προς το τέλος της Κατοχής με τον Χατζιδάκι».

Το 1943 ιδρύθηκε ο Ομιλος Φίλων του Θεάτρου Τέχνης με σκοπό την επικοινωνία μεταξύ των θεατών και του Θεάτρου, καθώς και την οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου. Στο μεταξύ, στο ρεπερτόριο του Θεάτρου Τέχνης οι θεατές παρακολουθούσαν Στρίνμπεργκ («Σουάνεβιτ»), Ιψεν («Ρόσμερσχολμ», «Βρυκόλακες»), Πιραντέλο («Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε», «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα»), Σεβαστίκογλου («Κωνσταντίνου και Ελένης»), Ξενόπουλο («Στέλλα Βιολάντη»).

theatre_texnis_2-600x793

Ταραγμένα χρόνια

Το 1945 το Θέατρο Τέχνης αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του. «Αλλα περιμέναμε κι άλλα μάς βρήκανε. Χτυπήθηκαν και χάθηκαν ιδανικά και όνειρα και προοπτικές και πάνω απ’ όλα έλλειψε η πίστη. Η πίστη και η μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή», ομολογεί ο Κουν.

Την περίοδο 1945-1946 ο Κουν επιστρέφει στον θίασο της Κατερίνας, όπου σκηνοθετεί πέντε έργα. Από το 1946 έως το 1949 το Θέατρο Τέχνης επαναλειτουργεί με έδρα το Θέατρο Μουσούρη. Ο Κουν συνεργάζεται, μεταξύ άλλων, με την Ελλη Λαμπέτη και τη Μελίνα Μερκούρη. Στο τέλος αυτής της περιόδου παραδέχεται ότι «αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικοπολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα έπρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω από την αρχή πάλι έναν πυρήνα. Αυτό και έγινε. Εργάστηκα στο Εθνικό Θέατρο για δύο χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του Θεάτρου Τέχνης. Παράλληλα συνέχισα τη Σχολή με νέα παιδιά. Μαζεύοντας συνδρομές, διαμορφώσαμε τον χώρο στο Υπόγειο του Ορφέα.

Το 1954 ανάψαμε πρόχειρους προβολείς για να φωτίσουμε μπρος σε καμιά εκατοστή θεατές τη “Μικρή μας Πόλη” του Θόρντον Ουάιλντερ. Ετσι λειτούργησε πάλι το Θέατρο Τέχνης σχεδόν αποκλειστικά με νέους αδειούχους μαθητές. Αυτή την περίοδο παίξαμε πολύ Τσέχοφ, Πιραντέλο, Ουάιλντερ, Ουίλιαμς και Μίλερ. Μέσω του Πιραντέλο ξανοιχτήκαμε στη φάση του θεάτρου του παραλόγου, στο οποίο “πέσαμε με τα μούτρα”. Στο θέατρο του παραλόγου και στο επικό θέατρο του Μπρεχτ. Δουλέψαμε συγχρόνως αυτές τις δύο τάσεις, που είναι οι δύο πόλοι του σύγχρονου θεάτρου».

Το 1957 ο Κουν ανεβάζει την «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακολουθούν έργα των Δημήτρη Κεχαΐδη, Λούλας Αναγνωστάκη, Γιώργου Σκούρτη, Μήτσου Ευθυμιάδη κ.ά. Το 1967 ο Κουν σκηνοθετεί «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» στο Stratford με ηθοποιούς του Royal Shakespeare Company. Είναι ο μόνος ξένος που σκηνοθετεί στο Stratford τα τελευταία 45 χρόνια. Στα χρόνια της δικτατορίας, χρόνια άρνησης συμμετοχής του Θεάτρου Τέχνης σε κρατικές εκδηλώσεις και φεστιβάλ, ανεβάζει έργα των Μπίχνερ, Ιονέσκο, Γκομπρόβιτς, Μπέκετ.

theatre_texnis_3

Ο Κουν και τα αρχαία κείμενα

Παράλληλα, ο Κάρολος Κουν καταπιάνεται με το αρχαίο δράμα – μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό, συμμετοχές και βραβεύσεις στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου. Η θεώρηση του μεγάλου Δασκάλου για τα αρχαία κείμενα συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα: «Την Ελλάδα που υπάρχει σήμερα πρέπει να κλείσουμε μέσα μας εμείς οι Ελληνες για να γνωρίσουμε τους Αρχαίους μας ποιητές. Ας συνειδητοποιήσουμε, λοιπόν, κι ας αγαπήσουμε όλα όσα μας προσφέρει η σημερινή ελληνική πραγματικότητα σε σχήμα, ρυθμό, χρώμα και ήχο, τον ψυχικό και πνευματικό πλούτο, όλα όσα περισώζονται και υπάρχουν ζωντανά γύρω μας από τον καιρό των Αρχαίων. Ας στραφούμε στις απλές, φυσικές αλήθειες που άγγιξαν την ψυχή τους και έπλασαν τη σκέψη τους και έδωσαν ποίηση και νόημα αιώνιο στον στίχο τους. Η Ελλάδα που υπάρχει σήμερα θα οδηγήσει εμάς τους Ελληνες να αποφύγουμε ό,τι νεκρό στην εξωτερική μορφή του Αρχαίου Θεάτρου και να παρουσιάσουμε ελεύθερα, σκηνικά και σκηνοθετικά, προσαρμοσμένο στον θεατρικό χώρο και τις απαιτήσεις του θεατή της εποχής μας, ένα έργο που γράφτηκε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια και που παραμένει στην ουσία του ζωντανό».

Η πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος, οι «Χοηφόροι» του Αισχύλου, παρουσιάζεται το 1945 στο Θέατρο Τέχνης. Το 1957 ανεβαίνει ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη και το 1959 οι «Ορνιθες», επίσης του Αριστοφάνη, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων λόγω της προκλητικής για ορισμένους παρουσίασης του ιερέα, με αποτέλεσμα να ακυρωθούν, με Προεδρικό Διάταγμα, όλες οι υπόλοιπες παραστάσεις. Το 1962 οι «Ορνιθες» ξανανεβαίνουν. Η παράσταση σημειώνει τεράστια επιτυχία όπου κι αν παρουσιάζεται. Μάλιστα, στο Θέατρο των Εθνών στο Παρίσι, όπου παίχτηκε, απέσπασε το πρώτο βραβείο. Στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ του Λονδίνου παρουσιάστηκαν τρεις φορές σε πάνω από τριάντα παραστάσεις, με ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες. Το 1975, όταν παίχτηκαν στην Επίδαυρο, σημείωσαν τη μεγαλύτερη πληρότητα που είχε ποτέ το θέατρο με αρχαίο έργο. Από το 1975 κι έπειτα το Θέατρο Τέχνης συμμετέχει ανελλιπώς στο Ελληνικό Φεστιβάλ.

H τελευταία σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν στο αρχαίο δράμα έγινε στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, που παρουσιάστηκαν το 1985 στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, ενώ το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το 1987 ήταν ο «Ηχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη. Την ίδια χρονιά, στις 14 Φεβρουαρίου, ο Κάρολος Κουν πέθανε. Παρακαταθήκη για τους συνεχιστές του, εκτός από το ίδιο το έργο του, μια μεγάλη του επιθυμία: «Εκείνο που θέλω είναι να συνεχίσει το Θέατρο Τέχνης όταν εγώ αποτραβηχτώ. Υπάρχουν στοιχεία, παλιοί μου συνεργάτες που μπορούν να το κρατήσουν. Υπάρχουν άλλοι που έφυγαν από κοντά μας, δεν τους κρατώ κακία, κάνουν αυτό που νομίζουν σωστό. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι θα νιώσω ότι κάτι έγινε, ότι δεν πήγε χαμένη η προσπάθεια, μόνο όταν αυτή η δουλειά μείνει. Είναι το μόνο κριτήριο αν έχω πετύχει τον στόχο ή όχι».

Οι επίγονοι

Μετά τον θάνατο του Καρόλου Κουν, ο Γιώργος Λαζάνης, ο οποίος είχε παίξει σε όλα σχεδόν τα έργα που σκηνοθέτησε στο Θέατρο Τέχνης ο Κουν, ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Τέχνης, ενώ ο Μίμης Κουγιουμτζής, ο έτερος αγαπημένος μαθητής του μεγάλου Δασκάλου του ελληνικού θεάτρου, διετέλεσε αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του Θεάτρου Τέχνης από το 1987 έως το 2003. Χάρη στον Μίμη Κουγιουμτζή καταγράφηκαν και διασώθηκαν σπουδαίες στιγμές του ιστορικού θεάτρου.
Από το 2007 έως το 2009 διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Κωστής Καπελώνης, από το 2005 έως το 2014 καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο Διαγόρας Χρονόπουλος και από τον Σεπτέμβριο του 2014 καλλιτεχνική διευθύντρια είναι η Μαριάννα Κάλμπαρη.

Το θέατρο είναι οι άνθρωποί του

Οι μαθητές και συνεργάτες του Κάρολου Κουν μιλούν για την παρακαταθήκη του Θεάτρου Τέχνης στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου αλλά και για τον μεγάλο Δάσκαλο του ελληνικού θεάτρου.

Λυδία Κονιόρδου  Υπουργός Πολιτισμού & Αθλητισμού

koniordou_lydia

«Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου που θυμάμαι ήταν όταν έμαθα ότι με δέχτηκε ο Κουν στο Θέατρο Τέχνης. Εκεί, ήδη από τα σκοτεινά χρόνια της χούντας, μαζί με ένα αφοσιωμένο κοινό, παρακολουθούσα παραστάσεις που αναδείκνυαν σταθερά το δυναμικό των Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, παλαιότερων και νέων. Ο Κουν μας έφερνε σε επαφή και με το έργο των πιο σημαντικών και τολμηρών ξένων σύγχρονων συγγραφέων και ρευμάτων. Ακόμα, ανέβαζε κλασικά έργα με σύγχρονο τρόπο. Η μεγάλη του προσφορά είναι στο αρχαίο δράμα με τις ιστορικές παραστάσεις που παραμένουν ακόμα και σήμερα σημείο αναφοράς.

Ο Κουν όμως δεν ήταν μόνο μεγάλος για την προσφορά του στο θέατρο. Ηταν πάνω απ’ όλα Δάσκαλος και το θέατρό του Σχολείο. Εκεί διαμορφώθηκα, όπως και πολλοί άλλοι, σαν ηθοποιός. Εμαθα τα εργαλεία για τη δημιουργία της θεατρικής μαγείας, το διονυσιακό πνεύμα που μπορεί να σε συνεπάρει και να υπερβείς τους περιορισμούς που σου βάζει η φύση σου. Ανοιγε γενναιόδωρα τα παράθυρα της τέχνης και δίπλα του διαμορφωνόμασταν σαν καλλιτέχνες, με σφαιρική προσέγγιση στο θέατρο, με αγάπη και αφοσίωση σε αυτό πάνω από τον εαυτό μας, την προσωπική προβολή. Δίδασκε σεμνότητα, ήθος και ομαδική δουλειά. Είναι ανυπολόγιστη η προσφορά του Κουν στον τόπο – και όχι μόνο.

Σήμερα το Θέατρο Τέχνης, παρά τις δυσκολίες, συνεχίζει δημιουργικά, σε νέες συνθήκες, με νέους καλλιτέχνες, τιμώντας παράλληλα τους καταξιωμένους. Αναζητά με πολύ καλά δείγματα το νέο πρόσωπο που θα του δώσει τη δυναμική που του αξίζει. Το ΥΠΠΟΑ, επαναφέροντας τον θεσμό των επιχορηγήσεων για όλα τα θέατρα, στηρίζει το Θέατρο Τέχνης για να συνεχίσει το έργο του και να αναδείξει το δυναμικό των συνεργατών του».

Μαριάννα Κάλμπαρη  Καλλιτεχνική Διευθύντρια Θεάτρου Τέχνης

kalbari_2

«Το Θέατρο Τέχνης δημιουργήθηκε το 1942, πριν από 75 χρόνια. Γεννήθηκε μέσα από το όραμα ενός ανθρώπου, του Κάρολου Κουν, και το όραμα αυτό συνεχίζει να μένει ζωντανό, παρότι αλλάζουν οι εποχές, οι άνθρωποι, οι καλλιτεχνικοί τρόποι έκφρασης. Είναι ο μόνος καλλιτεχνικός οργανισμός στην Ελλάδα που συνεχίζει το όραμα του ιδρυτή του, ο οποίος σημάδεψε με τη φιλοσοφία του, τον τρόπο δουλειάς του και το έργο του ολόκληρο το ελληνικό θέατρο. Η ιστορία του Θεάτρου Τέχνης παραμένει ζωντανή, ενώ παράλληλα χτίζουμε το παρόν και το μέλλον του σήμερα.

Ο Κουν αντιλαμβανόταν το θέατρο με όρους συλλογικότητας. Το δικό του όραμα για το θέατρο δεν βασίζεται σε “πρωταγωνιστές”, αλλά σε καλλιτέχνες που αφοσιώνονται ψυχή τε και σώματι σε αυτό, το αγαπούν και πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον εαυτό τους και τον κόσμο μέσα από αυτό. Το θέατρο του Κουν αναζητά συνεχώς νέα κείμενα, νέους δημιουργούς, νέους τρόπους έκφρασης, προσπαθεί να συνδεθεί με την εποχή του και να μιλήσει για όλα αυτά που απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνία. Είναι ένα θέατρο ζωντανό, που δεν θέλει να κολακεύει το κοινό του και δεν σκέφτεται με όρους εμπορικούς, αλλά, ταυτόχρονα, θέλει οι προτάσεις του να έχουν απήχηση στους θεατές, γιατί σε αυτούς απευθύνεται. Είναι ένα θέατρο-τόπος συνάντησης κοινού και καλλιτεχνών, μιας κοινότητας, σχεδόν με θρησκευτικούς όρους. Σε όλη αυτή τη φιλοσοφία του Κάρολου Κουν προσθέστε και τον ξεχωριστό τρόπο διδασκαλίας των κειμένων που επέλεγε. Γι’ αυτό, παράλληλα με το θέατρο, δημιούργησε και τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, για να υποστηρίξει και πρακτικά το όραμά του ως προς το θέατρο. Κι αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αυτό το όραμά του εξελίχθηκε με τα χρόνια ως προς τον τρόπο έκφρασής του, την προσέγγισή του, το ρεπερτόριό του. Γιατί πάντα ο Κουν αναζητούσε αυτό το νήμα σύνδεσης με το παρελθόν αλλά και με την εποχή του».

Ρένη Πιττακή   Ηθοποιός

pittaki_2

«Το Θέατρο Τέχνης είναι ένα βίωμα που φέρω μέσα μου, είναι η ζωή μου. Από τα 50 χρόνια που είμαι στο θέατρο, τα 40 είμαι στο Τέχνης – 30 με τον Κουν και 10 με Λαζάνη και Κουγιουμτζή. Ολη αυτή την εμπειρία, τη μαθητεία, τη δουλειά τη φέρω ως μνήμη. Ολα αυτά τα χρόνια είναι ζυμωμένα με την ανάσα μου.

Καταλαβαίνω ενδεχομένως την ανάγκη των επετείων, αλλά αυτά που φέρουμε τα αποδεικνύουμε με την παρουσία και την κατάθεσή μας στο τώρα και στο κατά πόσο ζωντανά είναι. Ο Κουν στο τώρα ανιχνεύεται μέσα σε νέες δυνάμεις που εκκολάπτονται κι ακόμα ίσως δεν τις έχουμε πάρει είδηση. Μπορεί και η εποχή να μην είναι έτοιμη για έναν Κουν – αν υπήρχε τώρα ένας, ίσως και κανείς να μην καθόταν να τον ακούσει.

Η αφοσίωση εκείνου του καιρού, του “είμαι εδώ στο τώρα” και “είμαι και παραμένω με κόπο” δεν υπάρχει πια. Οι άνθρωποι τότε καθόμασταν με θυσίες, οικονομικές, στον Κουν, αλλά μαζί του ανακαλύπταμε κάτι μεγάλο, το Θέατρο, τον Κόσμο. Αυτή ήταν μια σχέση αμφίδρομη, γιατί και ο Κουν έπαιρνε ενέργεια και έμπνευση από τους ανθρώπους γύρω του.

Το 1967, όταν σκηνοθέτησε το “Ρωμαίος και Ιουλιέττα” στο Stratford-upon-Avon με τους Ιαν Χολμ και Εστέλ Κόλερ, παρά τη μεγάλη διεθνή διάκριση, ο Κουν υπέφερε που δεν είχε μαζί του την “οικογένειά” του, τα “παιδιά” του από το Τέχνης. Ηθελε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα άρον άρον. Ηθελε να βρίσκεται στο θέατρό του, στο “κουκούλι” του.

Στο Τέχνης οι σχέσεις που είχαν δημιουργεί μεταξύ μας ήταν “οικογενειακές”, με όλη την αγάπη και τη φροντίδα της οικογένειας, αλλά και την παθογένειά της. Στο πλαίσιο αυτό χτίζονταν οι παραστάσεις: αγάπη, βάσανα, εξάρτηση, συνήθεια, συγκρούσεις αλλά με στενοί δεσμοί.

Θυμάμαι όταν πρωτοσυνάντησα τον Κουν, με έλκυσε η αύρα, η γοητεία του. Ηταν ένας άνθρωπος δυναμικός, χειμαρρώδης, εκρηκτικός, παθιασμένος. Λείπουν σήμερα προσωπικότητες σαν τον Κουν, σαν τον Λευτέρη Βογιατζή. Γιατί και ο Λευτέρης ήταν ένας θεατρικός πόλος, ένας θεατρικός τόπος. Σήμερα μόνο ο Τερζόπουλος υπάρχει με αυτούς τους όρους ως δημιουργός, ως τόπος αναφοράς.

Για τον Κουν όλο το 24ωρο ήταν θέατρο, τέχνη. Και στο φαγητό του για θέατρο και πρόβες μιλούσε. Η ζωή του ήταν η δουλειά του και η δουλειά του ήταν η ζωή του. Δεν υπήρχε ωράριο στις πρόβες του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τη δεκαετία του ’80 η υγεία του επιδεινώθηκε και οι ρυθμοί του έπεσαν. Το 1987, στις γενικές δοκιμές του “Ηχου του όπλου” νοσηλευόταν στο Υγεία. Μετά από λίγο, έφυγε. Δεν το είχε πει ποτέ δημοσίως, αλλά θεωρώ ότι θα ήθελε πολύ να είχε πάει με τους “Ορνιθες” στα πανεπιστήμια της Αμερικής που τον είχαν προσκαλέσει, αλλά οι προσκλήσεις έμειναν στα συρτάρια του υπουργείου Πολιτισμού…».

Βασίλης Παπαβασιλείου  Ηθοποιός & σκηνοθέτης

papavasileiou_2

«Εκεί στα δεκαπέντε-δεκαέξι είχα δει στη Θεσσαλονίκη, μέσα σ’ ένα Σαββατοκύριακο, τους “Πέρσες” και τους “Ορνιθες” του Κουν και είπα τότε “εγώ θέλω να πάω να συναντήσω αυτόν τον άνθρωπο που είναι πίσω από αυτές τις παραστάσεις”. Και το έκανα. Στα είκοσι ένα μου πήγα στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης».

Νίκος Μαστοράκης  Σκηνοθέτης

«Η συμβολή του Κάρολου Κουν στην πνευματική και καλλιτεχνική ιστορία της Ελλάδας είναι τεράστια. Ο Κουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα έδωσε ζωή και υπόσταση σε αυτό που ονομάζουμε “σύγχρονο θέατρο”. Πάντα ενημερωνόταν για το τι συμβαίνει στο παγκόσμιο θέατρο και πρώτος συνέστηνε νέα έργα στο κοινό του. Ανέβασε, για παράδειγμα, στο Τέχνης Τενεσί Ουίλιαμς τρεις μήνες αφότου είχε παρουσιαστεί στην Αμερική, σε μια εποχή που η πληροφόρηση και η ενημέρωση ήταν πολύ δύσκολες.

mastorakis-nikos_2

Ο Κουν διαμόρφωσε ένα θέατρο πολύ διαφορετικό από εκείνο της εποχής του. Ακόμα και το οίκημα που στέγαζε το θέατρό του, με την κυκλική σκηνή, ήταν διαφορετικό, καθώς τότε κυριαρχούσε η ιταλική σκηνή. Ηταν, επίσης, ο πρώτος που επέβαλε το νεοελληνικό θέατρο. Από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη μέχρι τη Λούλα Αναγνωστάκη και τον Γιώργο Σκούρτη, όλοι οι σημαντικοί σύγχρονοι Ελληνες θεατρικοί συγγραφείς καθιερώθηκαν από τον Κουν.
Ο τρόπος δουλειάς του ήταν σύγχρονος, χωρίς να το φωνάζει. Συνεργάτες του ήταν οι μεγαλύτεροι εικαστικοί της εποχής, οι οποίοι υπέγραφαν τα κοστούμια και τα σκηνικά των παραστάσεών του, οι σπουδαιότεροι πνευματικοί άνθρωποι -ο Πλωρίτης μετέφραζε ακατάπαυστα ό,τι καινούριο υπήρχε σε Ευρώπη και Αμερική-, μουσικοί, χορογράφοι. Το Θέατρο Τέχνης αποτέλεσε φυτώριο για τον νεοελληνικό πολιτισμό συνολικά.

Ως φοιτητής και αργότερα ως ηθοποιός σε παραστάσεις του, δεν είχα τολμήσει ποτέ να μιλήσω στον ενικό στον Κουν ή στον Λαζάνη. Παρότι βρισκόταν έντονα μέσα στην καθημερινότητά μας, δεν υπήρχε οικειότητα μεταξύ μας. Κυριαρχούσαν το δέος και ο σεβασμός στον μεγάλο Δάσκαλο.

Θυμάμαι μια προσωπική του παρατήρηση: “Μαστοράκη, είσαι σαν ένα τρένο που τρέχει ιλιγγιωδώς. Προσπάθησε να μείνεις πάνω στις ράγες”. Αυτή η κουβέντα του Κουν με χαρακτηρίζει στα πάντα, και στη δουλειά μου και στη ζωή μου. Βέβαια, έκτοτε πολλές φορές εκτροχιάστηκα».

Κάτια Γέρου   Ηθοποιός

gerou-katia_2

«Θα ήθελα να μιλήσω ως θεατής και όχι ως καλλιτέχνης που συμμετείχε στα 38 από τα 75 χρόνια λειτουργίας του Θεάτρου Τέχνης. Για μένα το Θέατρο Τέχνης υπήρξε μια κιβωτός. Περιελάμβανε όλα όσα ήταν να διατηρηθούν, όλα όσα ήταν άξια να εξελιχθούν και να τα παραλάβουν οι επόμενες γενιές.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το Θέατρο Τέχνης επιχορηγείτο για πολύ λιγότερα χρόνια από τη μισή του ζωή και το ποσό με το οποίο επιχορηγείτο έφτανε στο 1/4 με 1/5 του ετήσιου τζίρου του. Με άλλα λόγια, το Θέατρο Τέχνης δεν ζούσε από το κράτος.

Η δημιουργία αυτού του θεάτρου έγινε υπό αντίξοες συνθήκες, το ’42, όταν τα πάντα ήταν ερείπια λόγω πολέμου. Φτιάχτηκαν παραστάσεις, οι οποίες και σε φόρμα και σε περιεχόμενο βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Ενώθηκαν σοβαρές καλλιτεχνικές δυνάμεις -ηθοποιοί, συγγραφείς, μεταφραστές, μουσικοί, ζωγράφοι, χορογράφοι- κι έγινε ένα θαύμα. Αυτό δεν ήταν εύκολο. Μετά την παρουσίαση των “Ορνίθων”, μετά τις επιθέσεις που δέχτηκε η παράσταση, ο θίασος κόντεψε να διαλυθεί. Τους συγκράτησε η προσωπικότητα του Κουν.

Για όσα αγαπάμε και τιμάμε, καμιά φορά σκεφτόμαστε ότι η πορεία τους ήταν πάντα θριαμβευτική. Τα αδικούμε όταν σκεφτόμαστε έτσι. Γιατί άνθρωποι όπως ο Κουν, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος και τόσοι άλλοι μάτωσαν για να κάνουν το όραμά τους πραγματικότητα, καθώς αυτό συχνά συγκρουόταν με μια καθεστηκυία αντίληψη των πραγμάτων.

Οταν έφυγε από τη ζωή ο Κουν, το θέατρο κινδύνευσε να κλείσει. Ο Λαζάνης και ο Κουγιουμτζής έκαναν τα πάντα για να κρατηθεί το θέατρο ανοιχτό και ζωντανό. Μετά τον θάνατο των δύο, το θέατρο πάλι κινδύνευσε να κλείσει. Γιατί ό,τι αγαπιέται παράφορα, μισιέται και παράφορα. Οι φράσεις που κυριαρχούσαν τότε ήταν: “Σιγά, μωρέ, τώρα…”, “Το Θέατρο Τέχνης έχει πεθάνει πια”, “Καλύτερα να κλείσει” κ.λπ. Λίγοι άνθρωποι έβαλαν πλάτη στις δύσκολες στιγμές του Θεάτρου Τέχνης. Μην φανταστείτε στρατό από υπερασπιστές. Ομως αυτοί οι λίγοι, σε όλες τις φάσεις του θεάτρου επί 75 χρόνια τώρα, και αυτοί που είναι εν ζωή και αυτοί που δεν είναι πια ανάμεσά μας, έκαναν τη διαφορά. Και ό,τι και να γίνει στο μέλλον, το Θέατρο Τέχνης θα έχει νικήσει, γιατί πάντα θα αποτελεί σημείο αναφοράς για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο.

Για μένα το Θέατρο Τέχνης είναι ένα παράδειγμα επιβίωσης επί της ουσίας, πολύ χρήσιμο, ειδικά στην εποχή που ζούμε, όπου εύκολα αποχαιρετούμε και εύκολα ξεχνάμε. Μακάρι κάποτε να φτιαχτεί ένα μουσείο για την ιστορία του Θεάτρου Τέχνης, ώστε να μπορούν να το επισκέπτονται οι νέες γενιές».

Μάνια Παπαδημητρίου  Ηθοποιός & σκηνοθέτις

papadimitriou-mania_2

«Το Θέατρο Τέχνης υπήρξε πάντοτε για μένα ένα είδος “κρυφού σχολειού” για την τέχνη του θεάτρου. Δημιουργήθηκε μέσα στη γερμανική Κατοχή, ως μια ανάγκη αντίστασης των ανθρώπων απέναντι στο πνευματικό σκοτάδι που επέβαλε ο ναζισμός και στον θάνατο που παραμόνευε σε κάθε τους βήμα.

Ο Κουν υπήρξε πάντα πρωτοπόρος στα έργα που διάλεγε αλλά και στην υποκριτική του διδασκαλία. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του λειτούργησε στον αντίποδα της κυρίαρχης αισθητικής του εμπορικού μπουλβάρ από τη μια και των παραστάσεων του “ακαδημαϊκού” Εθνικού Θεάτρου της εποχής, που ήταν βασισμένο στην εκφορά του λόγου και στις προαποφασισμένες συντηρητικές μορφές των ρόλων.

Ο Κουν έδωσε στην Ελλάδα την ευκαιρία να ακουστεί για την πνευματική πρωτοπορία της και στο εξωτερικό, κάτι που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ξανασυμβεί (βραβείο για τους “Ορνιθες” στο Φεστιβάλ των Εθνών). Η συμβολή του ήταν πολύ σημαντική, γιατί ποτέ, μέχρι το τέλος της ζωής του, δεν έκανε πίσω. Ποτέ δεν θυσίασε αυτό που πίστευε για την τέχνη στον βωμό του πρόσκαιρου συμφέροντος.

Υπηρέτησε και ενέπνευσε κι άλλους να κάνουν ποιοτικό θέατρο συνόλου και να υιοθετήσουν τον εξανθρωπισμό των μορφών μέσα στην τέχνη, ενάντια στην εξιδανίκευση των κυρίαρχων δομών του ακαδημαϊκού θεάτρου. Κανείς δεν το είχε πετύχει μέχρι τότε σε τέτοια διάρκεια.

Διονυσιακός κόντρα σ’ ένα απολλώνιο παρελθόν, μας έδωσε μαζί με τους συνεργάτες του την ευκαιρία να αντιληφθούμε ότι η τέχνη δεν είναι ούτε ναός ούτε σαλόνι. Μπορεί -και επιβάλλεται ίσως- να είναι ένα ημιφωτισμένο εργαστήριο αλχημιστών, όπου άνθρωποι παράγουν εν μέσω πόνου και οδύνης πνευματική ανύψωση, σκέψη, παρηγοριά και ηδονή, πρώτα για εκείνους που τους βλέπουν.

Μας έμαθε ότι το θέατρο δεν έχει σχέση με τη θεωρία και τις λέξεις, αλλά με την ύλη και τις πράξεις. Θυμάμαι τα λόγια του: “Αποφασίστε αν θέλετε να γίνετε φιλόλογοι ή ηθοποιοί. Και τα δύο δεν γίνονται”.

Γιάννης Φέρτης  Ηθοποιός

fertis-yiannis_2

«Ο Κουν ήταν αυστηρός, αλλά δεν μπορούσε να ήταν αλλιώς, γιατί έπρεπε να βγει πολλή δουλειά. Μπορεί σ’ έναν χειμώνα να ανεβάζαμε και τέσσερα πέντε έργα. Πολύωρες πρόβες, πολύ στενά χρονικά περιθώρια, ένταση, άγχος, αγωνίες, κάποιος έπρεπε να τα ρυθμίζει όλα αυτά στιβαρά.

Στο Τέχνης έμεινα δύο δυόμισι χρόνια μετά τη Σχολή. Επαιξα σε πολλές παραστάσεις. Ημουν στους “Ορνιθες” που παίχτηκαν στο Ηρώδειο το ’59 μόνο για μία μέρα και δεν επαναλήφθηκαν, όπως ήταν προγραμματισμένο.
Μετά τους “Ορνιθες”, το “Γλυκό πουλί της νιότης” με τη Μελίνα Μερκούρη. Εκεί να δείτε αγωνία που είχε ο Κουν. Εγώ ήμουν εικοσιένα μισό, είχα παίξει μόνο άλλους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους και απέναντί μου είχα μία σταρ, τη Μελίνα. Στην αρχή την έβλεπα με δέος, αλλά γρήγορα το ξεπέρασα, γιατί με βοήθησε ο τρόπος της».

Via : neaselida.news