kke es

Το εγχείρημα της Ανανεωτικής Αριστεράς

από μια σύγχρονη ανάγνωση.

της Στέλλας Νιώτη

Η σύντομη αναφορά στη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, γίνεται σε μια ραγδαία μεταβαλλόμενη συγκυρία, η οποία κυριαρχείται από την παγκόσμια οικονομική ύφεση, την κρίση του ευρωπαϊκού μοντέλου και, στο εσωτερικό πεδίο, τις συνέπειες των πολιτικών του μνημονίου, που πλήττουν την κοινωνική συνοχή και αποδιαρθρώνουν το πολιτικό σύστημα. Κατά την έννοια αυτή η αναφορά στο ιστορικό γεγονός της διάσπασης του ΚΚΕ, γίνεται σε ένα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που ευνοεί τις διαδικασίες του περιορισμού και του αποκλεισμού, της αποδόμησης και της αποσύνθεσης και πολλαπλασιάζει, εφόσον δεν υπάρξουν ανατροπές, τους κινδύνους ευρύτερων διαιρέσεων στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Από αυτήν την άποψη παραμένει μια αναφορά επίκαιρη, στο πλαίσιο της οποίας θα έχει ενδιαφέρον να αξιολογηθεί η πορεία των ιδεών και των πρακτικών που φέρουν την ετικέτα της Ανανεωτικής Αριστεράς, προκειμένου να απαντηθεί εκ νέου η αναγκαιότητα μιας αριστερής προοπτικής επέκεινα των ιδεολογικών εμμονών (ΚΚΕ), των λογής ριζοσπαστισμών (ΣΥΡΙΖΑ) και των προφάσεων που συνθέτουν την «αριστερή» όψη του σύγχρονου πολιτικού χάους (ΔΗΜΑΡ).

Σε μια περίοδο δε που η ταυτότητα της Αριστεράς πλήττεται και συντηρούνται τα προσχήματα προκειμένου να νομιμοποιηθούν οι, κατά παράδοση, δεξιές πρακτικές της περιστολής των πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, της αστυνομοκρατίας και της καταστολής, της δράσης των παρακρατικών οργανώσεων και της κρατικής βίας, αποκτά ιδιαίτερη αξία η αναφορά στις αιτίες και τις συνέπειες της διάσπασης του ΚΚΕ να γίνει με ένα λόγο κριτικό, ικανό να αναγνώσει την ιστορία χωρίς ιδεολογικές και συναισθηματικές αναστολές. Ωστόσο η πραγματική πρόκληση αφορά στη σχέση του αφηγητή με την «εμπειρία» του ΚΚΕ εσωτερικού και τις ιδέες της Ανανεωτικής Αριστεράς, δεδομένου ότι θα πρέπει να τηρήσει εκείνες τις ισορροπίες που θα επιτρέψουν την κριτική προσέγγιση ενώ δεν θα στερήσουν την αφήγηση από τις προσωπικές στιγμές και απόψεις, εφόσον, μέσα σε αυτές έχει αποτυπωθεί το συλλογικό βίωμα.

Ι. Από τον Εμφύλιο στη διάσπαση

Οι ιστορικές αφετηρίες της διάσπασης του 1968 μπορούν να αναζητηθούν στα επιλεγόμενα της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου, που είχαν ως αποτέλεσμα την ανασυγκρότηση του κράτους της Δεξιάς, έξω από τα αιτήματα της ειρήνευσης και της ομαλοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου. Σε αυτό το κρίσιμο διάστημα, και παρά την ήττα του Εμφυλίου, η επιρροή της Αριστεράς παρέμεινε διευρυμένη, αφού διατήρησε το πολιτικό πλεονέκτημα της συμμετοχής της στην Εθνική Αντίσταση και τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, και θα μπορούσε να διεκδικήσει ηγεμονικό ρόλο στις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις. Το γεγονός, ωστόσο, ότι δεν υπήρξε, ούτε συγκροτήθηκε έγκαιρα, πολιτικός φορέας της Αριστεράς ικανός να κεφαλαιοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα, δημιούργησε ποικίλες ανασχέσεις που απέτρεψαν την ανάπτυξη ενιαίας πολιτικής και οργανωτικής δομής. Σ’ αυτές τις ανασχέσεις θα πρέπει να περιληφθεί και το γεγονός ότι το ΚΚΕ παρέμεινε σε καθεστώς παρανομίας μέχρι τη μεταπολίτευση. Έτσι, το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα, που ανασυγκροτήθηκε από τις δυνάμεις της Δεξιάς, αξιοποίησε την πολιτική «απουσία» της Αριστεράς προκειμένου να ανακτήσει τα ηθικά και πολιτικά ερείσματα που απώλεσε με τις επιλογές και της πρακτικές του.

Δίπλα στη δράση του εσωτερικού πολιτικού παράγοντα θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον το διεθνές πολιτικό περιβάλλον, καθώς και ο ρόλος του ΚΚΕ, που, σε όλο αυτό το διάστημα, ακόμα και σε συνθήκες παρανομίας, αποτέλεσε την κυρίαρχη συνιστώσα και ένα ισχυρό κέντρο πολιτικών αποφάσεων.

Η αποκαθήλωση του Ν. Ζαχαριάδη που αποφασίστηκε στην 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ, το 1956, στο πλαίσιο μιας κατευθυνόμενης αποσταλινοποίησης, που εκπορεύτηκε από το ΚΚΣΕ και την ηγεσία του Χρουστσώφ, πολλαπλασίασε τους «ασταθείς» παράγοντες και δημιούργησε βαθύτερα ρήγματα ανάμεσα στην ηγετική ομάδα του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού». Στόχος, και στις δύο περιπτώσεις, ήταν ο καθοριστικός ρόλος του ΚΚΕ στη συγκρότηση και την πολιτική της ΕΔΑ, που ως ενιαίος πολιτικός χώρος της Αριστεράς, από το 1951, επιχείρησε να κεφαλαιοποιήσει, για λογαριασμό του αριστερού και δημοκρατικού κόσμου που πλαισίωσε τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, το πολιτικό πλεονέκτημα της συμμετοχής στην Εθνική Αντίσταση. Επομένως, από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αρχίζει να γίνεται εμφανής η διάσταση των πολιτικών και πρακτικών τόσο ανάμεσα στην ομάδα του «εσωτερικού» όσο και σ’ εκείνη του «εξωτερικού», αλλά και ανάμεσα στο ΚΚΕ και την ΕΔΑ. Όσο, μάλιστα, οι ηγέτες των κομμάτων του Κέντρου πολιτεύονταν με αιχμή τον διαχωρισμό των πολιτών και υπερθεμάτιζαν στις διώξεις της Αριστεράς και τις εκτοπίσεις των αριστερών, τόσο οι δεσμοί της ΕΔΑ με τον δημοκρατικό κόσμο παρέμεναν ισχυροί. Αποτέλεσμα αυτών των δεσμών ήταν, στις εκλογές του 1958, η ΕΔΑ να έλθει δεύτερο κόμμα.

Σε αντίθεση ή και παράλληλα με αυτές τις συνθήκες το ΚΚΕ επιχειρούσε με τις παράνομες οργανώσεις και τη συμμετοχή μελών και στελεχών του στην ΕΔΑ να ενισχύσει τις θέσεις του στο αριστερό και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό ήταν σημαντικό να διατηρηθούν οι διακριτές γραμμές και προσεγγίσεις, που αφενός συντηρούσαν τους ισχυρούς πολιτικούς και καθοδηγητικούς δεσμούς με το σοβιετικό κέντρο και αφετέρου διαμόρφωναν διαφορετικές προοπτικές και πρακτικές σε μείζονα εσωτερικά ζητήματα που σχετίζονταν με τον χαρακτήρα των κοινωνικών κινητοποιήσεων, την τακτική απέναντι στην Ένωση Κέντρου, αλλά και τη μεταφορά του κέντρου βάρους της καθοδήγησης στο εσωτερικό. Τα πολιτικά διακυβεύματα του ΚΚΕ κόστισαν, επίσης, στην εσωτερική δημοκρατία και τη διαφάνεια των λειτουργιών και των αποφάσεων, που είχαν ως αποτέλεσμα την απαξίωση της προσφοράς και της προσωπικότητας μελών και στελεχών που βρέθηκαν στις θέσεις των διαφωνούντων με τις αποφάσεις της ηγεσίας. Έτσι, δίπλα στην πολιτική «απόσταση» αναπτύχθηκε και το ψυχολογικό- συναισθηματικό υπόβαθρο ενός ιδεολογικού- πολιτικού χωρισμού που έμελλε να πάρει διαστάσεις εμφύλιας σύγκρουσης, η οποία καθόρισε το «στίγμα» της Αριστεράς στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Επομένως, μπορεί οι αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας του ΚΚΕ, το 1968, να δημιούργησαν την οριστική ρήξη στην ηγεσία, αλλά η διάσπαση δεν ήταν, εντέλει, απόφαση και μόνο των ηγετικών ομάδων.

ΙΙ. Σοσιαλισμός με δημοκρατία, ελευθερία και αυτοδιαχείριση

Η ιδεολογική οριοθέτηση του ΚΚΕ εσωτερικού ολοκληρώθηκε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Με την αξιοποίηση της πολιτικής εμπειρίας που απέκτησαν τα μέλη και τα στελέχη του στη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα αναζήτησε νέες θεωρητικές αρχές στη διαλεκτική προσέγγιση του μαρξικού και μαρξιστικού λόγου και τις οργανωτικές συνισταμένες σε διαφορετικές κατευθύνσεις από την αποθέωση των εκάστοτε επιλογών της ηγεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, βασική αρχή του ΚΚΕ εσωτερικού υπήρξε ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία. Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός τοποθετήθηκε εξ αρχής απέναντι στην βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Παρόλα αυτά το ΚΚΕ εσωτερικού δεν κατόρθωσε να κατανοήσει και να αξιοποιήσει την οργανική σχέση που ανέπτυξε η ΕΔΑ ανάμεσα στον αριστερό και δημοκρατικό κόσμο και ο λόγος του περιορίστηκε σε ένα ακροατήριο που βρέθηκε απολογούμενο για την διάσπαση ενώ, παράλληλα, έπρεπε να πάρει αποστάσεις από το κομμουνιστικό παρελθόν. Ο περιορισμός αυτός εξηγεί, ως ένα βαθμό, την αδυναμία του ΚΚΕ εσωτ. να ασχοληθεί συστηματικά, σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο, με θεμελιώδη ζητήματα, όπως οι παραγωγικές σχέσεις, ο ρόλος της αγοράς, οι σχέσεις δημόσιου- ιδιωτικού κ.α. Έτσι, ο λόγος του υπήρξε ελλιπής και ετεροβαρής, αφού η μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στο «εποικοδόμημα» και όχι στη «βάση», δηλαδή την οικονομία, κατά παρέκκλιση των μαρξικών προτεραιοτήτων.

Οι θεωρητικές και πολιτικές αδυναμίες δεν ακυρώνουν το εγχείρημα της ανανέωσης και του εκδημοκρατισμού που επιχειρήθηκε με τη διάσπαση του 1968 στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα και την προσφορά του ΚΚΕ εσωτ., ιδιαίτερα κατά την έξοδο της χώρας από το μετεμφυλιακό καθεστώς και τη μετάβαση στη δημοκρατική ομαλοποίηση της μεταπολίτευσης. Οι προτεραιότητες αυτές μπορούν να εξηγήσουν τη στροφή του ΚΚΕ εσωτ. στην πολύπλευρη μελέτη και ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Οι κοινωνικές αναφορές που συστηματικά καλλιεργήθηκαν ανάμεσα στο κόμμα και τον κόσμο της εργασίας, της επιστήμης, της τέχνης και της διανόησης επέτρεψαν τη μετατόπιση του θεωρητικού και πολιτικού ενδιαφέροντος στα νέα κοινωνικά κινήματα, το φιλειρηνικό, το οικολογικό, το φεμινιστικό, που επιχείρησαν, με τα αιτήματά τους, την ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και των θεσμών της. Το ΚΚΕ εσωτ. συνδέθηκε με αυτά τα κινήματα με μια σχέση πολιτικής όσμωσης και λειτουργικής και οργανικής αυτονομίας, ώστε το κόμμα να μην καταλαμβάνει ούτε να απορροφά την κοινωνική δυναμική από θέση ηγεμονίας. Επιπλέον, ο σεβασμός της αυτονομίας των κοινωνικών κινημάτων, πέραν από την ιδεολογική και πολιτική τροφοδότηση εξυπηρέτησε την προοπτική ανάδειξης νέων πολιτικών συμμαχιών από τις οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν νέοι συσχετισμοί εξουσίας.

Παρά το γεγονός ότι η πολιτική δυναμική του ΚΚΕ εσωτ. περιορίστηκε από την ασφυκτική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ στον δημοκρατικό και αριστερό κόσμο, που έβγαινε ξανά ενισχυμένος από τον αντιδικτατορικό αγώνα και με ισχυρότερη την επιθυμία της δημοκρατικής ομαλοποίησης, αλλά και την κυριαρχία του ΚΚΕ στο χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς, η εμβέλεια των ιδεών του συνέβαλε στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου και διακριτού αξιακού- πολιτισμικού πλαισίου, γιατί κατόρθωσε να αγκαλιάσει και να αναζητήσει εκφράσεις στα σύγχρονα ρεύματα της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας και της τέχνης.

ΙΙΙ. Από το δημοκρατικό σοσιαλισμό στον τρίτο δρόμο του νεοφιλελευθερισμού

Από το 1986 και μετά, με τη διάλυση του ενιαίου ΚΚΕ εσωτ., οι ιδέες της Ανανεωτικής Αριστεράς μένουν πολιτικά ανέστιες για να διαχυθούν σ’ ένα πολιτικό σύστημα που αναζητεί διεξόδους από την κρίση των πολιτικών σκανδάλων που ταλαιπωρούν την πολιτική ζωή. Η διάχυση αυτή εντείνεται με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και την τελική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού.

Το «πέρασμα» των ιδεών του δημοκρατικού σοσιαλισμού στο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, μετά το 1990, δεν ανακόπτει την ιδεολογική «ασυνέχεια» που δημιουργεί η αναγκαστική πολιτική συγκατοίκηση δύο, εν τέλει, αντίθετων μεταξύ τους προσεγγίσεων, που αφορούν στην δικτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλισμό με δημοκρατία, ελευθερία και αυτοδιαχείριση. Η ανάγκη πολιτικής όσμωσης των δύο «κόσμων» και ανακαθορισμού των ορίων των μεταξύ τους σχέσεων όσο και η επιτακτική στροφή στην κοινωνία, προκειμένου ν’ ανακτηθεί η σχέση με το αριστερό ακροατήριο, δεν επέτρεψαν τις εμβαθύνσεις και, πολύ περισσότερο, τις αναθεωρήσεις της πολιτικής θεωρίας στις κατευθύνσεις που έθετε η πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και η μονοκρατορία του νεοφιλελευθερισμού.

Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ λειτούργησε περισσότερο ως χώρος συνάθροισης της αριστερής ατομικότητας, που αναδύθηκε παράλληλα με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, η οποία απελευθερωμένη από τα δεσμά του προηγούμενου καθεστώτος της εσωτερικής υπακοής και πειθαρχίας στις αποφάσεις της ηγεσίας, μπορούσε να προτάξει και να πετύχει τις δικές της διεκδικήσεις.

Το ΠΑΣΟΚ, από θέση εξουσίας, και για λογαριασμό του δικού του αριστερού ακροατηρίου, κατέθεσε τη δική του αφήγηση για τον «τρίτο δρόμο». Τα σημεία αυτής της αφήγησης γίνονται εμφανέστερα από το 2000 και μετά οπότε το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί αφενός τη διάσωση και επανάκαμψη στην εξουσία και αφετέρου τη στενότερη προσέγγιση με τις πολιτικές και τις πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού που εγγυώνται την παραμονή του σ’ ένα «ασφαλές» περιβάλλον παγκοσμιοποιημένων σχέσεων και ιδεών.

Η διπλή κρίση, των αγορών και του ευρωπαϊκού μοντέλου, που όλα τα προηγούμενα χρόνια συγκάλυψε τις ιδεολογικές ανεπάρκειες του σοσιαλδημοκρατικού και σοσιαλιστικού χώρου, σε συνδυασμό με τα επιφαινόμενα της εσωτερικής οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, εντείνουν την απουσία νέων ιδεολογικών οριζόντων. Σ’ αυτό το ρευστό περιβάλλον η ανάκτηση της ισορροπίας του κοινωνικού συστήματος, με την ανασύνταξη των πολιτικών δυνάμεων που ευθύνονται για την πολιτική κρίση, δημιουργεί νέες ιδεολογικές υπερβάσεις που επιτρέπουν τη συμμετοχή εκδοχών της αριστερής ατομικότητας σε κυβερνήσεις που λειτουργούν στο πλαίσιο της φιλελεύθερης ιδιωτικότητας και για τούτο επιλέγουν τις πρακτικές της επιτήρησης και της καταστολής.

Η συνάντηση της κουλτούρας της Δεξιάς με την αριστερή ατομικότητα μπορεί ν’ απογυμνώνει ιδεολογικά και πολιτικά τους εκφραστές της, αλλά δεν «εκθέτει» τις ιδέες της Ανανεωτικής Αριστεράς, αφού στο επίπεδο της αναπαραγωγής, η ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος κινείται σε διαφορετικές κατευθύνσεις από το όραμα του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία. Εν κατακλείδι, η συμπερίληψη της αριστερής ατομικότητας στους μηχανισμούς εξουσίας και την ιδεολογία που τους διέπει απελευθερώνει πολιτικά και ιδεολογικά τις δυνάμεις της Ανανεωτικής Αριστεράς, που καλούνται να αναμετρηθούν με τις συνέπειες μιας καθολικής κρίσης και την πρόκληση της υπέρβασής της.