Οι Ελληνες αποσταγματοποιοί είναι αντιμέτωποι με την υπερφορολόγηση, το λαθρεμπόριο και τον νέο κοινοτικό κανονισμό.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ

Υπερφορολόγηση, λαθρεμπόριο, αλλά και νέος κοινοτικός κανονισμός συνθέτουν το τριπλό «χτύπημα» που δέχονται οι νόμιμοι αποσταγματοποιοί στην Ελλάδα. Οι διαδοχικές αυξήσεις του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα αλκοολούχα ποτά, συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων αποσταγμάτων όπως είναι το τσίπουρο και το ούζο, έχουν οδηγήσει είτε σε μείωση συνολικά της κατανάλωσης είτε σε στροφή στα χύμα προϊόντα που διακινούνται κυρίως λαθραία, στερώντας τζίρο και κέρδη στις εταιρείες του κλάδου και έσοδα στο κράτος. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί ο νέος κοινοτικός κανονισμός που βρίσκεται υπό κατάρτιση και προβλέπει ότι τα αποστάγματα με γεωγραφική ένδειξη θα μπορούν να εμφιαλώνονται και εκτός της συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης από την οποία προέρχονται. Ορατός, λοιπόν, είναι ο κίνδυνος ελληνικά παραδοσιακά ποτά να εξάγονται χύμα στο εξωτερικό και να εμφιαλώνονται εκεί, κάτι που υπολογίζεται ότι θα έχει ως συνέπεια τον αφανισμό πολλών μικρών επιχειρήσεων και την απώλεια του 75% των θέσεων εργασίας.

Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ο κλάδος αναδείχθηκαν στη διάρκεια της ανοικτής συνεδρίασης της ετήσιας γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), η οποία πραγματοποιήθηκε χθες σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας. Ειδικότερα, από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι το 2016 τα έσοδα του κράτους από τον ΕΦΚ στα αλκοολούχα ποτά υποχώρησαν κάτω από τα επίπεδα του 2009, όταν δηλαδή δεν είχαν γίνει οι διαδοχικές αυξήσεις των φόρων. Συγκεκριμένα το 2016 τα έσοδα διαμορφώθηκαν σε 281 εκατ. ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από τον ΕΦΚ στην μπίρα, που διαμορφώθηκαν σε 155 εκατ. ευρώ και στο κρασί που ανήλθαν σε 24 εκατ. ευρώ), ενώ το 2009 βρίσκονταν στα 289 εκατ. ευρώ.

Την ίδια ώρα παρατηρείται πτώση της κατανάλωσης, που στα τοπικά αλκοολούχα ποτά διαμορφώθηκε σε 41% την περίοδο 2010 – 2016. Βεβαίως, μέρος της κατανάλωσης αυτής εκτιμάται ότι κατευθύνθηκε στο κρασί, που μέχρι πέρυσι δεν επιβαρυνόταν με ΕΦΚ, και στα χύμα προϊόντα που αποτελούν ίσως και τη μεγαλύτερη πληγή για τον κλάδο. Ο όγκος του παράνομα διακινούμενου χύμα τσίπουρου υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 24 εκατ. λίτρα ετησίως, ενώ η δηλωθείσα παραγωγή είναι περίπου 6,67 εκατομμύρια εκατόλιτρα, εκ των οποίων τα 2,67 των επίσημων αποσταγματοποιών και τα υπόλοιπα των λεγόμενων διημέρων, που διακινείται χύμα και με ελάχιστη –όταν δηλώνεται– φορολογική επιβάρυνση.

Via : www.kathimerini.gr