Σε μια εποχή που η απεδαφικοποίηση των εξουσιών τείνει να γίνει ο κανόνας, ο λαός που μέλλει να ελέγχει τις εξουσίες αυτές θα καθορίζεται όχι με εδαφικά κριτήρια, και από ένα δημοκρατικά εκλεγμένο νομοθετικό σώμα, αλλά με αιματολογικά κριτήρια και καθ’ υπαγόρευση της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, στη μόνη άσκηση κυριαρχίας με αδιαπραγμάτευτες κόκκινες γραμμές

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που η σημερινή Δεξιά δεν δικαιούται να θεωρητικολογεί περί «άκρων». Οι χειρισμοί της, ωστόσο, σε ό,τι αφορά το νόμο για την ιθαγένεια, επισημαίνουν τον πιο αγνοημένο ίσως από αυτούς: την προσήλωσή της σε μια ορισμένη εκδοχή του Έθνους, η οποία ανάγεται σε κυρίαρχο κριτήριο της πολιτικής της, και της πολιτικής σύγκρουσης γενικώς – σε κριτήριο ανώτερο από τον Λαό που επικαλείται το επάρατο αριστερό «άκρο».

Παρά λοιπόν το τόσο μελάνι που έχει χυθεί για να εξισωθούν οι «λαϊκιστές» ένθεν κακείθεν του πολιτικού φάσματος, το Έθνος της σύγχρονης ελληνικής Δεξιάς είναι στις μέρες μας το εύφορο έδαφος για την ανοχή και τη διαρκή σύγκλιση του «κεντρο»δεξιού αντιλαϊκισμού με την ακροδεξιά.

Όχι ένα οποιοδήποτε Έθνος. Ο λόγος που επιμένω στην ιδιοτυπία του εθνικισμού που πρεσβεύει η συντροφία του «Δικτύου 21» που πλαισιώνει τον Αντώνη Σαμαρά έχει να κάνει με μια πραγματικότητα που συνήθως αγνοούμε, και που λέει ότι το «πρόγραμμα» του εθνικισμού δεν ήταν και δεν είναι το ίδιο παντού και πάντοτε. Στο βιβλίο του «Ποιος είναι έλληνας πολίτης;», ο Δημήτρης Χριστόπουλος εξηγεί την πραγματικότητα αυτή, επισημαίνοντας ότι ο πρώτος αιώνας ζωής του ελληνικού κράτους είναι ο αιώνας της συμπερίληψης. Συμπερίληψη, στα συμφραζόμενα αυτά, πάει να πει ότι, όσο προτεραιότητα είναι «να φτιάξουμε πρώτα κράτος και μετά Έλληνες»,  Έλληνες είναι «όσοι πιστεύουν εις Χριστόν».

Την εποχή εκείνη, λοιπόν, η ιδιότητα του έλληνα πολίτη απονέμεται με έναν συνδυασμό δικαίου του εδάφους (όσοι κατοικούν στη χώρα) και jus religionis (οι χριστιανοί), που όπως εξηγεί ο Χριστόπουλος, επεκτείνεται και στους καθολικούς – δεν αφορά, δηλαδή, αυστηρά και μόνο τα εδαφικά όρια του ελληνορθόδοξου γένους.

Το παραπάνω παράδειγμα είναι ενδεικτικό του «καιροσκοπισμού» που χαρακτηρίζει κάθε εθνικιστική ιδεολογία – της ευελιξίας, δηλαδή, με την οποία οι φορείς κάθε εθνικιστικής ιδεολογίας αναδεικνύουν σε μείζον κριτήριο του πολιτικού τους προγράμματος την (κοινή) θρησκεία, την (κοινή) γλώσσα, την (κοινή) πολιτιστική κληρονομιά ή …και τίποτα από τα παραπάνω. Χαρακτηριστική, γι’ αυτή την τελευταία περίπτωση, είναι η περίφημη «τιμητική πολιτογράφηση», που μέχρι και σήμερα προβλέπεται στο ελληνικό δίκαιο για όσους κρίνεται ότι έχουν προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στη χώρα, ώστε να λογίζονται άξιοι αυτής της προνομιακής μεταχείρισης.

Για τον εθνικισμό που πρεσβεύουν η Δεξιά και η πλειοψηφία του ΣτΕ, το προνόμιο αυτό δεν μπορεί παρά να αφορά μόνο τους έλληνες το γένος – την αριστοκρατία του αίματος, για να συνεννοούμαστε. Τι μας λέει δηλαδή ο πρωθυπουργός της Ελλάδας – διότι η ολομέλεια του ΣτΕ για την ώρα μας μιλάει μόνο με διαρροές; Ότι σε μια εποχή που η απεδαφικοποίηση των εξουσιών τείνει να γίνει ο κανόνας, ο λαός που μέλλει να ελέγχει τις εξουσίες αυτές θα καθορίζεται όχι με εδαφικά κριτήρια, και από ένα δημοκρατικά εκλεγμένο νομοθετικό σώμα, αλλά με αιματολογικά κριτήρια και καθ’ υπαγόρευση της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, στη μόνη άσκηση κυριαρχίας με αδιαπραγμάτευτες κόκκινες γραμμές. Κι αυτό, την ίδια στιγμή που κι αυτά ακόμα τα ανυπέρβλητα αιματολογικά κριτήρια αμφισβητούνται de facto εδώ και δεκαετίες – από μια νομοθεσία που εύλογα απονέμει την ιδιότητα του πολίτη σε όσους τη ζητούν μετά από δέκα χρόνια νόμιμης διαμονής τους στην Ελλάδα.

Με τις παραδοχές αυτές, η ελληνική Δεξιά και το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ (είπαμε, από την ολομέλεια έχουμε μόνο διαρροές…), αμφισβητούν το αυταπόδεικτο: ότι τα κριτήρια για να αποδοθεί η ιδιότητα του πολίτη είναι –ανέκαθεν και οπουδήποτε– πρωτίστως πολιτικά. Στην περίπτωση μάλιστα του Δ’ Τμήματος, από το οποίο έχουμε μέχρι στιγμής γραπτή αιτιολόγηση της απορριπτικής του απόφασης, δεν πρόκειται απλά για τη διατύπωση πολιτικής για την ιθαγένεια. Το Δ’ Τμήμα έχει άποψη –ως μη όφειλε– συνολικά για το μεταναστευτικό. Έτσι και μόνο έτσι εξηγείται γιατί, ενώ το θέμα του είναι αποκλειστικά ο νόμος Ραγκούση, το ίδιο εμφανίζεται ως τιμητής συνολικά των διαδικασιών νομιμοποίησης (δηλαδή άλλων νόμων), για να προσβάλει τη συνταγματικότητα του επίμαχου. Λέει, με άλλα λόγια, ότι δεν δικαιούνται να λέγονται έλληνες πολίτες όσοι διαμένουν νόμιμα στη χώρα, διότι η νομιμότητα αυτή είναι στην πραγματικότητα νομιμοποίηση παράνομης εισόδου (!). Αλλά τι διαφορετικό ισχυρίζεται η Χρυσή Αυγή όταν λέει ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μετανάστες αλλά μόνο «λαθρομετανάστες»; Τι διαφορετικό σημαίνει, με διαφορετική διατύπωση, να μεταμφιέζει κανείς το ζήτημα της πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά, όπως η εργασία (γι’ αυτό δεν ήρθαν «παρανόμως» οι μετανάστες;), σε ζήτημα νόμου και τάξης;

Αυτό είναι λοιπόν το «βαθύτερο νόημα» της εκστρατείας ενάντια στο νόμο Ραγκούση. Κι αυτός είναι ο λόγος που το ΣτΕ υιοθετεί τη «στρατηγική» της ελληνικής Δεξιάς για το μεταναστευτικό: διώχνουμε όσους μπορούμε, και στους υπόλοιπους κάνουμε το βίο αβίωτο για να φύγουν από μόνοι τους – λες κι αν τους διώξουμε, την άλλη μέρα οι έλληνες το γένος άνεργοι θα βρουν από μια αξιοπρεπή δουλειά να αποκατασταθούν.

Από άλλη σκοπιά, αυτά είναι και τα όρια του πολιτικού φιλελευθερισμού των υπαρκτών δεξιών φιλελεύθερων: σε μια εποχή που για την κοινωνική πλειοψηφία δεν απομένει άλλο είδος υπερηφάνειας, αυτοί επιστρατεύουν την εθνική. Όχι όμως ως καταφύγιο ή ως όχημα ενός απελευθερωτικού προγράμματος. Αλλά ως το τελευταίο εναπομείναν προνόμιο απέναντι σε εργαζόμενους ή στα παιδιά τους, που αν -εν μέσω κρίσης- δεν βρουν δουλειά έξι μήνες αφ’ ότου ενηλικιωθούν, κινδυνεύουν να απελαθούν με συνοπτικές διαδικασίες.

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, έχει δίκιο αυτός που το σκέφτηκε. Ο (ρατσιστικός, εν προκειμένω) εθνικισμός δεν είναι γενικώς «προϊόν» της κρίσης: είναι ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης από τους από πάνω – και τον τρόπο αυτόν πρέπει να τον μπλοκάρουμε.

via Red NoteBook – [στήλες] Περιφρουρώντας το τελευταίο προνόμιο.