Δημήτρης Σούρδης*

sourdisΟι επικείμενες ευρωεκλογές, ακριβώς σαράντα χρόνια μετά την καθιέρωσή τους, διεξάγονται σε ένα κλίμα αβεβαιότητας για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι συνέπειες από την πολιτική ατολμία στην αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ και του μεταναστευτικού έχουν οδηγήσει σε μία γενικευμένη δυσαρέσκεια, σε ενίσχυση του εθνικισμού και σε φαινόμενα επανεθνικοποίησης που δεν προοιωνίζουν τίποτε καλό για το μέλλον της ΕΕ.

Τα δύο αυτά ζητήματα βαλτώνουν για μεγάλο διάστημα και εάν δεν ληφθούν αποφασιστικά μέτρα η ΕΕ κινδυνεύει να διαλυθεί κυριολεκτικά στα εξ ων συνετέθη.  Το πρόβλημα της κρίσης του ευρώ σχετίζεται με την στρεβλή δόμηση του κοινού νομίσματος και του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή με τομείς που δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται απλώς με μέτρα προσωρινής διατήρησης της λειτουργίας τους. Σε ότι αφορά στο μεταναστευτικό ή θα αποκατασταθεί ο χώρος Schengen ή θα υψωθούν ξανά σύνορα μεταξύ των χωρών της Ευρώπης πράγμα που θα σημάνει την αρχή του τέλους για την ΕΕ όπως την γνωρίζουμε.  Είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Όμως εάν υπάρχει πράγματι η θέληση και επειδή πρόκειται για ζητήματα που σε μεγάλο βαθμό επιδέχονται τεχνικές λύσεις, υπάρχει έδαφος για κοινή προσέγγιση.

Για να μπορέσει να υπάρξει πραγματική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όμως, ακόμη και μία επιτυχής επίλυση των παραπάνω δεν επαρκεί. Οι ρίζες των εθνικών εγωισμών στην Ευρώπη είναι βαθιές και αποτελούν τροχοπέδη στην πορεία ενοποίησης. Ευρωπαϊκή ενοποίηση σημαίνει σημαντική υποβάθμιση του Παρισιού, του Λονδίνου του Βερολίνου, της Ρώμης και της Μαδρίτης, κάτι που στις σημερινές συνθήκες δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτό. Είμαστε υποχρεωμένοι ως εκ τούτου να αναζητήσουμε λύσεις που να συνδυάζουν ευρωπαϊκή και εθνική πολιτική.

Η ΕΕ ως συνέχεια της ΕΟΚ έχει εστιάσει στην λειτουργία μίας «Κοινής Αγοράς» και ελάχιστα στην λειτουργία μίας κοινής πολιτικής οντότητας. Ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας, ασφάλειας,  χρηματοπιστωτικής πολιτικής και κοινωνικής πολιτικής έχουν παραμείνει ως επί το πλείστον στην αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων, παρ’ όλο που σε πολλά από αυτά δεν φαίνεται να υπάρχουν σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις για κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Απεναντίας θα έπρεπε να επανεξετασθούν πολιτικές που ήδη ασκούνται κεντρικά από την ΕΕ και έχουν οδηγήσει στον περιορισμό ή και στην αδυναμία άσκησης αναγκαία διαφοροποιημένης περιφερειακής πολιτικής που θα έπρεπε να ασκείται από τις εθνικές κυβερνήσεις ή ακόμη και σε χαμηλότερο επίπεδο. Σε αυτό το τελευταίο είναι ανάγκη να δοθεί μεγάλη βαρύτητα αφού η πολιτική σταθερότητα εξαρτάται και από τον βαθμό που οι πολίτες αισθάνονται ότι έχουν την δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης. Χώρος υπάρχει αρκεί να ξεφύγουμε από την κυρίαρχη άποψη της ανάγκης ρύθμισης των πάντων.

Για να μπορέσει η ΕΕ να λειτουργήσει ως ενιαία πολιτική οντότητα απαιτούνται επιπλέον μια σειρά από τολμηρές και σε πολλές περιπτώσεις ριζικές αλλαγές. Η παροχή νομοθετικής αρμοδιότητας στο ευρωκοινοβούλιο, η δημιουργία ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, η νομική απλοποίηση και αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων και η δημιουργία ευρωπαϊκού ενημερωτικού μηχανισμού είναι μερικές από αυτές.  Επίσης πρέπει λυθεί και ο τρόπος με τον οποίο θα διασφαλίζεται η υλοποίηση των αποφάσεων ώστε να μην παρατηρούνται φαινόμενα παραβίασης χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.

Τέλος πρέπει να αναφερθούμε στην αναγκαιότητα  δημιουργίας μίας πραγματικά ενιαίας ΕΕ. Όσοι σήμερα αρνούνται την ανάγκη συμπόρευσης των ευρωπαϊκών χωρών και πιστεύουν ότι είναι καλλίτερα να καθορίζει ο καθ’ ένας το οικόπεδό του, θα πρέπει να απαντήσει στο πως βλέπει την χώρα του σε σχέση με ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα ή ακόμη και Ινδία.

*Μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ