Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την εισήγηση της Καίτης Μυλωνά στην Εκδήλωση – Συζήτηση με θέμα «Η νέα αντιδημοκρατική αρχιτεκτονική της Ε.Ε. για τις Εμπορικές Συμφωνίες και οι εξελίξεις για τη CETA»​ που έγινε στον πολυχώρο ΑΙΤΙΟΝ την Τετάρτη 29.11.2017

Καίτη Μυλωνά*

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του FAO (Οργανισμός του ΟΗΕ για τη Γεωργία και τα Τρόφιμα), η ζήτηση για τροφή αυξάνεται συνεχώς και θα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Αναμένεται μάλιστα, η ζήτηση, ιδιαίτερα για τα ποιοτικά και ασφαλή προϊόντα, να αυξηθεί έως και 60% μέχρι το 2020.

Από την άλλη πλευρά, το παγκόσμιο σύστημα παραγωγής των τροφίμων  εξασθενίζει όλο και περισσότερο τους αγρότες μας, την υγεία μας και το περιβάλλον που ζούμε, ενώ απέτυχε να περιορίσει την πείνα για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.

Η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και η απουσία ρύθμισης των αγορών έχουν οδηγήσει τους αγρότες να πωλούν συχνά σε τιμές κάτω του κόστους και τις εκμεταλλεύσεις τους σε μια μη βιώσιμη – οικονομικά – κατάσταση, ενώ οι καταναλωτές αγοράζουν την τροφή τους όλο και ακριβότερα.

Οι Διατλαντικές Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου (TTIP, CETA, TiSA), αλλά και οι καινούργιες, έρχονται να ελέγξουν, όχι μόνο την παραγωγή και την εμπορία καθεαυτή των αγροτικών προϊόντων και των τροφίμων, αλλά και τους όρους και τις συνθήκες που αυτά παράγονται και τους όρους διαπραγμάτευσης των δικαιωμάτων των πολιτών και των ίδιων των κρατών να επιλέγουν πώς και τι θα παράγουν, τι θα καταναλώνουν – ουσιαστικά αμφισβητούν το δικαίωμά μας στην επιλογή της τροφής.

Τα ποιοτικά προϊόντα δέχονται επίθεση – Αξιακό σύστημα της ΕΕ για τα τρόφιμα

Η νέα αρχιτεκτονική της ΕΕ συνίσταται στη μείωση των εξουσιών των εθνικών κοινοβουλίων στο ζήτημα της σύμφωνης γνώμης τους για την επικύρωση ή όχι των νέων εμπορικών συμφωνιών, που θα συνάπτει η ΕΕ με τρίτες χώρες και αυτό την καθιστά εξόχως αντιδημοκρατική.

Ένα στοιχείο της νέας αρχιτεκτονικής είναι οι κανόνες που διέπουν τα Ποιοτικά Προϊόντα. Ως Ποιοτικά Προϊόντα ορίζονται εκείνα τα προϊόντα (στον τομέα της διατροφής), τα οποία προέρχονται από αγροτικά προϊόντα, που συμμορφώνονται με συγκεκριμένες απαιτήσεις και παρασκευάζονται ακολουθώντας κάποιες συγκεκριμένες προδιαγραφές και πρότυπα, που για το καθένα από αυτά είναι ξεχωριστά.

Επιπλέον, ο τρόπος παραγωγής των τροφίμων εμπεριέχει κοινωνικές και πολιτιστικές αξίες, εμπεριέχει την έννοια της βιοποικιλότητας (δηλαδή της παρουσίας διαφόρων και διαφορετικών βιολογικών ειδών σε μια περιοχή) και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, (δηλαδή την επίδραση που έχει η όποια ανθρώπινη δραστηριότητα στο περιβάλλον) και στην προστασία τους.

Μέχρι τώρα, το αξιακό σύστημα της ΕΕ συμπεριελάμβανε όλα τα παραπάνω στην αντίληψη της Αρχής της Προφύλαξης και στον τομέα της προστασίας της δημόσιας υγείας και στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Που σημαίνει, ότι δεν κυκλοφορεί τίποτα στην αγορά, αν δεν είναι διασφαλισμένο, ότι δεν θα προκαλέσει βλάβες στη δημόσια υγεία και στο περιβάλλον.

Με την υπογραφή της CETA, καταργείται η Αρχή της Προφύλαξης, η οποία αποτελεί τη βασική αρχή για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, και πάμε σ΄ ένα σύστημα, στο οποίο ισχύει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή κυκλοφορεί κάποιο προϊόν και αν προκαλέσει ζημιές στη δημόσια υγεία ή στο περιβάλλον, τότε αποσύρεται και ο υπεύθυνος για την παραγωγή του πληρώνει κάποια πρόστιμα.

Η απαίτηση για κατάργηση της Αρχής της Προφύλαξης μαζί με όσα αυτή περιλαμβάνει είναι μια από τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζονται όλες οι Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου και αυτό ισχύει σε όλους τους τομείς και όχι μόνο στον τομέα της τροφής. Η λογική των Διατλαντικών Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου είναι η κατάργηση όλων των «εμποδίων» με σκοπό το ελεύθερο εμπόριο.

Ένα από τα μεγαλύτερα «εμπόδια» σ’ αυτόν το δρόμο είναι οτιδήποτε έχει σχέση με ποιοτικές και περιβαλλοντικές προδιαγραφές και πρότυπα. Έτσι οι τρίτες χώρες που επιθυμούν διακαώς να μπουν στη μεγάλη αγορά των κρατών μελών της ΕΕ απαιτούν τη θυσία των ποιοτικών προϊόντων (ΠΟΠ, ΠΓΕ, ΓΕ), ακριβώς γιατί τα θεωρούν εμπόδια. Το ίδιο συμβαίνει και με την παραγωγή και την εμπορία αγροτικών προϊόντων και τροφίμων που περιέχουν ή προέρχονται από Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς (μεταλλαγμένα).

Ένα άμεσο αποτέλεσμα της προσωρινής εφαρμογής της CETA, που έγινεστις 21 Σεπτεμβρίου 2017,είναι η αύξηση της ποσόστωσης εισαγωγής από τον Καναδά βοδινού και χοιρινού κρέατος και σταριού στην ΕΕ, ως ανταπόδοση στην υποχώρηση του Καναδά να μην εξάγει στην ΕΕ ορμονούχο βοδινό κρέας και κοτόπουλα και χοιρινό πλυμένα με χλώριο. Στο ζήτημα αυτό, οι διαπραγματευτές από την πλευρά της ΕΕ δεν υποχώρησαν στις αξιώσεις του Καναδά, λόγω της έντονης αντίδρασης των κινημάτων ενάντια στις CETA και TTIP. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι οι οργανώσεις – σε ευρωπαϊκό επίπεδο -των εμπόρων και των αγροτών ήταν υπέρ των Συμφωνιών. Οι οργανώσεις αυτές εκπροσωπούνται από μεγαλοαγρότες και εξαγωγικούς εμπορικούς οίκους, των οποίων τα συμφέροντα δεν ταυτίζονται με την προστασία της υγείας των πολιτών και του περιβάλλοντος, ούτε βέβαια δίνουν σημασία στη συνοχή στην ύπαιθρο ή σε πολιτιστικές παραδόσεις.

Αν περάσει από την Ελληνική βουλή η συμφωνία της CETA όπως προτείνεται, θα έχει ως επιπτώσεις εκτός από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, την παραπλάνηση των καταναλωτών και τον κίνδυνο να καταστεί κοινή ονομασία η Φέτα και άλλα ελληνικά και ευρωπαϊκά προϊόντα και να χάσει την ΠΟΠ/ΓΕ προστασία της, σύμφωνα με το άρθρο 24 TRIPS του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Η νέα αρχιτεκτονική και τα ποιοτικά προϊόντα

Οι πρώτες Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου (FTA–FreeTradeAgreement) στις οποίες θα εφαρμοστεί η νέα αρχιτεκτονική της ΕΕ, δηλαδή θα είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ και βρίσκονται τώρα σε διαπραγμάτευση, είναι οι Συμφωνίες με τη Ν. Ζηλανδία και την Αυστραλία. Σε αυτές περιλαμβάνονται διάφορα ζητήματα σχετικά με τα ποιοτικά προϊόντα.

Η Νέα Ζηλανδία ανήκει στην ομάδα χωρών, που μαζί με την Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ, αντιτίθενται πλήρως στην ενισχυμένη προστασία,ιδιαίτερα των προϊόντων με ΓΕ (Γεωγραφική Ένδειξη), όπως είναι η φέτα. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι να περιορίζονται σημαντικά οι εξαγωγικές ευκαιρίες των ευρωπαίων εξαγωγέων (μεταξύ αυτών και των Ελλήνων εξαγωγέων), ενώ ταυτόχρονα τα προϊόντα με ΓΕ δέχονται αθέμιτο ανταγωνισμό από ομοειδή παραποιημένα προϊόντα (π.χ. στον τομέα της φέτας είναι πολλά τα κρούσματα).

Το εμπόριο της Ελλάδας με τη Ν. Ζηλανδία είναι αρνητικό, ενώ με την Αυστραλία είναι θετικό.

Στο εμπόριο με τη Ν. Ζηλανδία, από το 2003 ισχύει η Κτηνιατρική Συμφωνία που διέπει το εμπόριο ζώων και ζωικών προϊόντων, στη βάση της προστασίας της υγείας των ζώων κατά τη μεταφορά και της προστασίας της δημόσιας υγείας από την κατανάλωση των ζωοκομικών προϊόντων. Το 2016, στο πλαίσιο της έναρξης διαπραγματεύσεων για μια FTA (Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου), συμφωνήθηκε η επικαιροποίηση της Κτηνιατρικής Συμφωνίας, χωρίς να γνωρίζουμε, αν η επικαιροποίηση περιλαμβάνει αλλαγή του καθεστώτος και προς ποια κατεύθυνση. Αυτό που αναφέρεται στη Διαπραγματευτική Εντολή (περιλαμβάνει τα επίδικα θέματα προς διαπραγμάτευση) είναι ότι προβλέπεται η απελευθέρωση του εμπορίου αγαθών, υπηρεσιών και άμεσων ξένων επενδύσεων. Από την πλευρά της ΕΕ δίνεται έμφαση, μεταξύ άλλων, στην ενισχυμένη προστασία των ΓΕ, λόγω της εκτεταμένης παραποίησης ποιοτικών ευρωπαϊκών προϊόντων.

Στο εμπόριο με την Αυστραλία, τα προβλήματα με την ΕΕ συνίστανται στο καθεστώς των ΓΕ, στο καθεστώς των φυτοϋγειονομικών ελέγχων (επιθυμεί διευκόλυνση πρόσβασης στην αγορά πέραν των προβλέψεων για τους SPS – ουσιαστικά παράκαμψη των SPS) και στην απαγόρευση εισαγωγής ΓΤ προϊόντων από την ΕΕ. Η Αυστραλία πιέζει την ΕΕ για την κατάργηση όλων των επιδοτήσεων στα αγροτικά προϊόντα, γιατί θεωρεί, ότι στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό. Η Αυστραλία ηγείται της ομάδας χωρών Cairns, η οποία αποτελείται από ανεπτυγμένα κράτη στην εξαγωγική γεωργία.

Τι μπορούμε να κάνουμε

Το ζήτημα της νέας αρχιτεκτονικής της ΕΕ (αφαίρεση της αρμοδιότητας των εθνικών κοινοβουλίων για επικύρωση ή όχι των Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου) μας βρίσκει αντίθετους. Η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στη Συνθήκη της Λισαβώνας –αποτελεί δηλαδή ευρωπαϊκή νομοθεσία, παρά τις διαφορετικές ερμηνείες που δίνονται – και απλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ενεργοποιεί τώρα. Όπως, όμως ψηφίστηκε τότε,έτσι μπορεί να αλλάξει τώρα με μια νέα Συνθήκη της ΕΕ και νομίζω, ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ένα αίτημά μας αφενός προς το ευρωπαϊκό κίνημα της STOPTTIPCETA και αφετέρου προς την Ελληνική κυβέρνηση και τη διαπραγματευτική ομάδα του Υπουργείου Ανάπτυξης.

Ως προς το ζήτημα των ποιοτικών προϊόντων, είναι σαφές για μας, ότι επιλέγουμε τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, όπως αυτή ορίζεται μέσα από τους Στόχους του ΟΗΕ και το αξιακό σύστημα της ΕΕ, όπως αυτό συμπεριλαμβάνεται στην έννοια της Αρχής της Προφύλαξης.

Είναι, επίσης, σαφές, ότι επιλέγουμε τη Μεσογειακή Διατροφή, ως πρότυπο όχι μόνο διατροφής, αλλά ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα παραγωγής, μεταποίησης, διακίνησης και κατανάλωσης των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Η Μεσογειακή Διατροφή ακολουθεί και εφαρμόζει τους στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (SDGs), σύμφωνα με τους οποίους, μόνο εάν ολόκληρο το σύστημα της αγροτικής παραγωγής και της παρασκευής των τροφίμων μετασχηματιστεί, μόνο τότε μπορούμε να μιλάμε για βιώσιμη ανάπτυξη. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Χρειαζόμαστε ένα μετασχηματισμό ο οποίος θα κινείται προς την κατεύθυνση της γεωργικής παραγωγής που συνεργάζεται με τη φύση, προστατεύει τη φέρουσα ικανότητα του εδάφους, και ενισχύει την ανθεκτικότητα των φυτών και των ζώων».

Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί η ΕΕ, από τη μια πλευρά να υποστηρίζει τους στόχους του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και από την άλλη πλευρά να τους αποδομεί σιγά σιγά έναν προς έναν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τις Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου.

Πρέπει, λοιπόν, να ξανασκεφθούμε τη διαδικασία της αγροτικής παραγωγής, τη διαδικασία παραγωγής της τροφής μας και, επομένως, καινούργια σχήματα παραγωγής, μεταποίησης, διακίνησης (δίκαιο εμπόριο) και κατανάλωσης της τροφής, είναι αυτό που λέμε, παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο – ποιοτικά και υγιεινά τρόφιμα. Στην έννοια του δίκαιου εμπορίου περιλαμβάνεται το δικαίωμα των αγροτών να εξασφαλίσουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο από την τιμή που πληρώνουν οι καταναλωτές. Και βέβαια να ξανασκεφθούμε το ζήτημα της αύξησης της επάρκειας της χώρας μας σε αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα.

Παράλληλα, το εμπόριο είναι σημαντικό για να εξασφαλίζεται μια αξιόπιστη και ανταγωνιστική αγροδιατροφική αλυσίδα. Είναι σημαντικό να βρεθούν νέες διέξοδοι για την παραγωγή μας και να διασφαλιστεί ότι οι εμπορικές συμφωνίες, αφενός εκείνες που συνάπτονται μεταξύ των κρίκων της διατροφικής αλυσίδας, αφετέρου εκείνες που συνάπτονται μεταξύ ομάδων χωρών, θα είναι ισορροπημένες και δίκαιες.

*H Καίτη Μυλωνά είναι Κτηνίατρος, μέλος του Συντονιστικού της STOPTTIPCETATiSA ΕΛΛΑΔΑΣ και
μέλος της Επιτροπής της Βουλής για τις Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου