Είναι κακό αυτό; Περίπου.

Μεγαλώσαμε μιλώντας. Μας αρέσει να μιλάμε. Η ελληνική γλώσσα εξάλλου προσφέρεται για την υπερβολή. Να μιλάμε πολύ, να μιλάμε δυνατά, να μιλάμε γρήγορα, να χειρονομούμε στον αέρα και να έχουμε άποψη ακόμα κι όταν εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο να έχουμε, ακόμα κι όταν οι παραστάσεις μας, τα διαβάσματα, οι διάλογοι με άλλους ανθρώπους, η μελέτη μας επί του θέματος είναι ανεπαρκείς. Ακόμα κι όταν γεννάμε τα επιχειρήματα σε κάποια κρύπτη στο πίσω μέρος του μυαλού ή ακόμα χειρότερα της καρδιάς μας. Μας αρέσει να μιλάμε και να μας ακούν. Μας αρέσει να έχουμε ανθρώπους που συμφωνούν μαζί μας. Κυρίως, μας αρέσει να έχουμε δίκιο έστω και στο «περίπου. Η κρίση μάς το θύμισε αυτό με την θολούρα που έφερε.

Από τις συνομιλίες που βρίσκονται σε κοινή θέα στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί κανείς να συμπεράνει πολλά, όχι τόσο για το θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο. Παλαιότερα συνέβαινε αυτό στα καφενεία, αλλά δύσκολα συζητάμε πλέον στις καφετέριες; Οι δραστήριοι των κοινωνικών δικτύων λοιπόν, αυτοί που εμφανίζονται συχνότερα στα timeline μας, αυτοί που «δίνουν μάχες», που γίνονται viral και που δεν διστάζουν να τα βάλουν με όλους και να απαντήσουν σε όλους -από τον πρωθυπουργό μέχρι κάποια τριτοτέταρτα trolls- τις περισσότερες φορές ελάχιστη σχέση έχουν με το θέμα. Είτε πρόκειται για το Ασφαλιστικό, το Σκoπιανό και τα εθνικά ζητήματα, είτε για τους λόγους αποχώρησης ενός παίκτη στο Survivor (no offence).

Το προσεγγίζουν στο «περίπου».

Το ότι είμαστε ένας αδιάβαστος λαός δεν κρύβεται εύκολα. Είμαστε ο λαός του «περίπου». Περίπου γνώστης, περίπου ιστορημένος, περίπου πολιτικοποιημένος, περίπου εμπλεκόμενος, περίπου ανεξάρτητος, περίπου μοντέρνος, περίπου Χριστιανός, περίπου Ευρωπαίος, περίπου Ανατολίτης, περίπου αδικημένος. Περίπου δυστυχισμένος.

«Περίπου» σημαίνει έλλειψη, σημαίνει ανεπάρκεια κι όταν εκφράζεται δημοσίως φέρνει πλήγμα στην αξιοπιστία, εκτός κι αν απευθύνεται στα υπόλοιπα «περίπου». Κι ενώ το «περίπου» υπό κανονικές συνθήκες σημαίνει «κάτι σου λείπει, ψάξε κι άλλο», στην δική μας γλώσσα σημαίνει «φανατίσου». Διότι ο φανατισμός γεννιέται στην ανεπάρκεια, στην έλλειψη και στο σύμπλεγμα. Είναι σαφώς ευκολότερο να φωνάξεις από το να βάλεις τα πράγματα σε μια σειρά, πιο εύκολο να φοβίσεις από το να πείσεις. Διότι τα πράγματα μέσα σου δεν είναι σε μια σειρά, δεν είναι καν όλα εκεί, είναι ένα παζλ χωρίς περίγραμμα και κέντρο. Πώς κρύβεται αυτό; Κάποια εξήγηση θα έχει το γεγονός ότι ο πόλεμος προηγήθηκε της διπλωματίας.

Στο «περίπου» λοιπόν, επικαλούμενοι μύθους κι επιθυμίες ως πραγματικότητες απλώς και μόνο για να καλυφθεί το κενό, φωνασκώντας και χειρονομώντας στα χέρια έντονα για κάτι που θα θέλαμε να συμβαίνει. Είτε συμβαίνει τελικά, είτε όχι. Είναι μεγάλο το κενό.

Μάθαμε να έχουμε άποψη για να την λέμε και να έχουμε δίκιο, γιατί το δίκιο μας είναι που ψάχνουμε ως λαός κι όταν δεν το βρίσκουμε πονάμε. Και μας αρκεί ένα «περίπου» για να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση και να μας δώσει τη δύναμη που χρειαζόμαστε για να μπούμε στη μάχη, όποια κι αν είναι αυτή, την ώρα που τα όπλα σκουριάζουν σε μια αποθήκη. Κι όλο αυτό μόνο και μόνο επειδή δεν μπήκαμε στον κόπο να βάλουμε το κλειδί στην πόρτα, να τα γυαλίσουμε και να μάθουμε να τα χρησιμοποιούμε σωστά, παρά μόνο περιμένοντας ένα «περίπου» να μας βγάλει από την δύσκολη θέση και να μας δικαιώσει πανηγυρικά πριν συντριβούμε εκ νέου.

Χρήστος Μιχάλαρος είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός με έδρα την Λευκωσία.