Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή

Στον τόπο που διάλεξα να ζω κατοικούν και άλλοι δέκα νοματαίοι. Σπάνια θα βρεθεί και κανένας άλλος και μόνο στις γιορτές και στις εθνικές επετείους θα ξεστρατίσουν από την εθνική οδό κάποιοι περαστικοί, περίεργοι. Άντε να κάτσουν στο κεντρικό καφενείο, αυτό με τις πλαστικές κουρτίνες και τα καθίσματα από μπαμπού, για ένα καφέ και την σπεσιαλιτέ του τόπου. Γιαούρτι με μέλι. Όποτε συμβαίνει αυτό μαζευόμαστε όλοι για να παρατηρήσουμε από κοντά τις ζωντανές εικόνες της τηλεόρασης που μας επισκέπτονται. Για μας όλοι είναι διάσημοι και χαιρόμαστε που μας κάνουν την τιμή και έρχονται να μας δουν. Αισθανόμαστε σπουδαίοι και επιπλέον κάτι σπάει από τη μονοτονία της καθημερινότητάς μας. Ξεφεύγουμε έστω και προσωρινά από την τραγωδία να τσακωνόμαστε μεταξύ μας. Κάθε επίσκεψη ξένου λειτουργεί θεάρεστα στην ψυχολογία μας. Ακόμα και στα χέρια να πιαστείς με τον γείτονα, εγκαταλείπεις το δίκιο σου και με κινήσεις όλο ευγένεια προσγειώνεις το μπουκάλι της μπύρας στο τραπεζάκι σου. Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και ισιώνεις το πουκάμισο με χάρη. Χαριτολογείς με τον μέχρι πρόσφατα μισητό σου εχθρό και παρακολουθείς την παραγγελία του επισκέπτη. Επιφορτισμένος με το καθήκον του οικοδεσπότη ανταλλάσσεις κουβέντες με τον καινούργιο και αρνείσαι επίμονα την όποια κίνηση για πληρωμή των υπηρεσιών. Του τονίζεις ότι στο χωριό σου δεν περνάνε τα χρήματά του και αφού τον σκλαβώσεις με την φιλοξενία σου, τον αποχωρίζεσαι γιατί έχει και αλλού να πάει.

Με το που βγαίνει από το μαγαζί αρπάζεις την μπουκάλα και φυσικά την προσγειώνεις στον φυσικό του προορισμό. Το κρανίο του συνδαιτυμόνα σου. Από κει και ύστερα όλα χάνονται. Μια ζάλη ο κόσμος όλος. Φωνές, σπασίματα, καρέκλες στον αέρα, τραπέζια αναποδογυρισμένα. Το παιχνίδι συνήθως παίζεται πέντε – πέντε αν και καμία φορά δημιουργούνται τρεις ομάδες και σπανίως τέσσερις ή πέντε ομάδες των δύο. Αυτό είναι και η καλύτερη εκπροσώπηση στο δημοτικό συμβούλιο. Ο δήμαρχος φυσικά δεν ψηφίζει. Απλά συμμετέχει με το κύρος του και ως καταλύτης εξαγγέλλει τα αυτονόητα. Όπως το δεν υπάρχει δεκάρα, τοπιάσαμε πάτο, το δεν πάει άλλο και τόσες και τόσες περιχαρείς εκφράσεις που όλοι τις κατανοούμε και τις συμμεριζόμαστε. Προς στιγμήν, γιατί άλλο να τις καταλαβαίνεις και άλλο να τις κατανοείς. Χρειαζόμαστε σχολείο για παράδειγμα. Όλοι το καταλαβαίνουμε. Δεν μπορεί όμως κανείς να κατανοήσει ότι το κτίριο κάπου πρέπει να πατάει. Δεν μπορεί να είναι το πρώτο ιπτάμενο σχολείο στην επικράτεια. Από αυτό το λογικό επιχείρημα μπορεί να ξεκινήσει εμφύλιος. Ενώ όλοι βλέπουν το ορθό, κανείς δεν υποχωρεί για τον τόπο. Το θέμα εξαντλείται στις πιθανότητες, αλλά και εξαντλεί τον χρόνο για την κατάθεση της πρότασης. Και ενώ η λύση δίδεται επί χάρτου, συνήθως επάνω στην άκρη της προκυμαίας ώστε να μην ενοχλεί κανέναν, στην πραγματικότητα το πρώτο κύμα του χειμώνα παίρνει μαζί του και τις προσδοκίες μας. Ακολουθεί η αποτίμηση του έργου. Εδώ γίνεται το έλα να δεις. Στο τέλος όλοι φταίνε και πάνω από όλα η τύχη μας. Στις απόκριες ντυνόμαστε ξένοι και περιφέρουμε τον καρνάβαλο. Χορεύουμε στην πλατεία στολισμένοι και πετάμε με νόημα μικρές χάρτινες νιφάδες ο ένας στον άλλο. Την τελευταία Κυριακή τον καίμε στο λιμάνι και ύστερα ξαναγινόμαστε οι εαυτοί μας. Δηλαδή μπουνιές κλωτσιές και δήθεν ιδεολογία. Λεβέντες βαλκάνιοι και επιπλέον φρακοφορεμένοι από κινέζικο στοκατζίδικο.

Αυτοί είμαστε . Όταν ο κόσμος καίγεται η πρώτη καλλονή του χωριού χτενίζεται και έχει περισσότερο ενδιαφέρον να μάθουμε από πού ψωνίζει εσώρουχα. Κάποιοι τότε την λένε ξετσίπωτη, άλλοι σέξι, μερικοί την κοιτούν αδιάφορα. Σε κάθε περίπτωση ο Κινέζος γελάει και είναι ο μόνος που βγάζει στην βιτρίνα αντιπυρικές στολές απαραίτητες για την περίσταση. Ο ντόπιος ανασηκώνει τον δείκτη του δεξιού του χεριού, χαρακτηριστικά χτυπά το δεξιό του κρανιακό λοβό και πάει για γιαούρτι με μέλι και φυσικά καρύδια ως επικάλυψη, αφού το θέμα ήταν άκρως ερεθιστικό. Όταν η φωτιά μπαίνει στην πόλη το θέαμα είναι ιδιαίτερα μοναδικό. Γύρω γύρω από το μεγάλο συντριβάνι φλόγες και καταμεσής του ύδατος δέκα νοματαίοι να βουτούν το κεφάλι και κατόπι να εκτοξεύουν τεράστιες ποσότητες νερού επάνω στο πύρινο μέτωπο. Και κει που όλα έχουνε χαθεί, ένας τεράστιος άγγελος ίπταται από πάνω τους και τους σώνει. Ακολουθεί γιορτή στο καφενείο – ψησταριά και ο κύκλος εσωτερικών αναταραχών. Αυτή τη φορά με την θέρμη που μόνο η φωτιά χαρίζει στον άνθρωπο.

Είμαστε θερμοί άντρες και πυρακτωμένες γυναίκες. Ζωντανοί μύθοι, αφίσες για τροπικές περιπέτειες. Είμαστε απόγονοι ένδοξου παρελθόντος και η ιστορία αρχίζει και τελειώνει σε εμάς. Ντόπιος είναι ο καλύτερος και ακόμη και το πρώτο ζευγάρι στη γη, αν υπήρχε, σαφώς θα ήταν ντόπιο. Άλλωστε τα μήλα αφθονούν στον τόπο. Σπόρο πετάς και φυτρώνει δένδρο. Δεν είναι τυχαίο. Πρόκειται για την χαμένη Ατλαντίδα για να μην πούμε για τον παράδεισο, αφού στις μέρες μας διίστανται οι απόψεις περί καταγωγής του είδους. Και πρέπει να είσαι εξαιρετικά διπλωμάτης για να μην δεχτείς την μπουκάλα που αιωρείται σε ολόκληρη την ιστορία, να σου πέσει κατακούτελα. Εδώ όταν σε ρωτούν αν συμφωνείς θα πρέπει να κοιτάς τον διπλανό σου. Αν είναι συμπολιτευόμενος η απάντηση είναι ναι και αν είναι αντιπολιτευόμενος η απάντηση είναι όχι. Αλλοίμονο αν κάνεις λάθος στα πρόσωπα. Δεν έχει καμία σημασία τι απαντάς, το μυστικό είναι με ποιον πας και τι γυρεύεις. Είμαστε χωρισμένοι σε ομάδες. Τελευταία μάλιστα σε μονάδες, για τούτο και έχουν αυξηθεί τα μπουκάλια στον αέρα.

Υπάρχει η αντιπολίτευση της συμπολίτευσης, η αληθινή αντιπολίτευση, η συμπολίτευση της αντιπολίτευσης, η άλλη αντιπολίτευση, κάποιοι μόνοι τους και ο δήμαρχος. Φυσικά οι αποφάσεις είναι απίθανες. Προτείνει ο άρχων της πόλεως την επέκταση της προκυμαίας για λόγους αποτροπής της χειμερινής καταστροφής των αλιέων. Με συνέπεια η αντιπολίτευση το αρνείται και προτάσσει επιχειρήματα περί διαφάνειας και ελέγχου του έργου που θα γίνει αν αποφασιστεί στην συνεδρίαση. Μέρος της συμπολίτευσης αρνείται το έργο με την υποψία ότι ο δήμαρχος θα προτείνει ανάδοχο της επιρροής του. Η έταιρη αντιπολίτευση δέχεται εν μέρει τον πιθανό ανάδοχο αλλά απαιτεί μέλος της στην επιτροπή παρακολούθησης του έργου. Κάποιος μόνος του φωνάζει για δάκτυλο ξένων δυνάμεων και ο θεολόγος της παρέας ψάλλει δυνατά το Υπερμάχω…Η γραμματέας του συμβουλίου λόγω συνθηκών κλαίει και φωνάζει έλεος. Οι παριστάμενοι τσακώνονται και μετατρέπουν τον προαύλιο χώρο του δημαρχείου σε τοπίο πολεμικών συγκρούσεων. Σε αυτό βοηθάει και ο παρευρισκόμενος αστυνομικός. Βγάζει το όπλο και πυροβολεί στον αέρα. Ένα μπουκάλι εκτοξεύεται πάνω στο κεφάλι διερχόμενης γραίας και όλα παγώνουν προς στιγμήν. Στο νοσοκομείο παρελαύνουν όλοι. Η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση σε όλες τις εκδοχές της, ο δήμαρχος, ο θεολόγος, η γραμματέας που επί ευκαιρία παίρνει και κάποια χαπάκια από τον ψυχίατρο, ο αστυνομικός διευθυντής. Η γραία νοιώθει για πρώτη φορά δικαιωμένη. Με ένα μπουκάλι άνοιξε η τύχη της. Την ορμηνεύει και η νύφη της. Ζητάει πάγκο στη λαϊκή, καρέκλα μόνιμη στα εξωτερικά ιατρεία, προτεραιότητα στις διαβάσεις, ραντεβού με διάσημο λαϊκό αοιδό και μόνο τότε θα ξεχάσει ό,τι πέρασε. Οι απαιτήσεις γίνονται δεκτές με ομοφωνία από τις τοπικές αρχές αν και πάλι κάποιοι αντιστέκονται στα αιτήματα της προβοκατόρισσας. Η πόλη ήσυχη κτίζει την προέκταση της προκυμαίας πίσω από το κάστρο, στο βουνό.

Στα εγκαίνια ήρθαν πολλοί επίσημοι. Ο υπουργός εμπορικής ναυτιλίας, ο νομάρχης, οι βουλευτές των κομμάτων, πλήθος κόσμου. Είχε και έναν ήλιο… Ζέστη και να σου κάνει το κεφάλι μπουκάλα. Είχαν συμφωνήσει όλοι για το τελετουργικό. Μετά τους λόγους επήγαμε για κέρασμα στο μαγαζί της πλατείας. Εδώ όλα ήταν με τάξη. Ένα τεράστιο παραλληλόγραμμο τραπέζι δέσποζε στην αίθουσα. Στην κεφαλή κάθισαν οι εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές και παραπλεύρως σύμφωνα με την τάξη οι επίσημοι. Ο κόσμος βολεύτηκε σε τραπεζάκια και φυσικά κάποιοι όρθιοι. Έφτασαν και οι τοπικές ιδιαιτερότητες. Ένα κεσεδάκι με γιαούρτι και μέλι για κάθε συνδαιτυμόνα. Όλοι γλείφανε τα χειλάκια τους με ησυχία και τάξη. Κάτι ακούστηκε για την διεθνή κρίση και το ότι ο πολιτικός κόσμος το αντιμετωπίζει με την υπευθυνότητα που τον διακρίνει. Ένα κεσεδάκι έφυγε από τις θέσεις της αντιπολίτευσης και ενώ στόχευε τον υπουργό προσγειώθηκε στον δήμαρχο. Αυτός ανταπέδωσε στον υπουργό όχι από ιδεοληψία αλλά από αγανάκτηση που τον είδε να σπαρταράει από το γέλιο. Άσπρος με τα μέλια να τρέχουν στο μάγουλο ο εκπρόσωπος της κυβερνήσεως επέταξε τον προσωπικό του κεσέ στα δεξιά και βρήκε τον εκπρόσωπο της μητροπόλεως. Χέρι με χέρι όλα τα κεσεδάκια βρέθηκαν να πετάνε ψηλά. Ο ουρανός έβρεχε μέλι και γιαούρτι. Την άλλη μέρα κηρύχθηκε ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος.

Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής είναι συγγραφέας      
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό» manifesto , τεύχος 40 , Αθήνα Φεβρουάριος 2015″