Σταύρος Μούτσιος

Αυτοί που ήταν σε θέση να γνωρίζουν, γνώριζαν. Το  Συμβούλιο Παγκόσμιας Παρακολούθησης και Πρόληψης (GPMB) του ΟΗΕ γνώριζε: στην ετήσια έκθεσή του τον περασμένο Σεπτέμβριο τόνιζε πώς οι επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη εμβολίων και ευρέος φάσματος αντιικών φαρμάκων είναι ανεπαρκείς, μπροστά στον υψηλό κίνδυνο, όπως προειδοποιούσε, επιδημιών ή πανδημιών, με θύματα εκατομμύρια ανθρώπους, αναστάτωση των οικονομιών, και κοινωνικό χάος. (1) Η αμερικανική κυβέρνηση γνώριζε: το 2017, το Πεντάγωνο προειδοποιούσε ότι μια «νέα ασθένεια του αναπνευστικού» θα μπορούσε «να εξελιχθεί γρήγορα σε μια διεθνή κρίση υγείας που θα κάνει εκατομμύρια ανθρώπους να υποφέρουν»(2).

Φιλάνθρωποι δισεκατομμυριούχοι γνώριζαν, αλλά «οι επενδύσεις που θα μπορούσαν να είχαν γίνει… δεν έγιναν», επειδή «δεν υπήρχε κίνητρο για τον ιδιωτικό τομέα να επενδύσει σε κάτι αβέβαιο όπως αυτό» (3). Πράγματι, οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες επίσης γνώριζαν, αλλά εδώ και είκοσι χρόνια παρεμπόδιζαν την αξιοποίηση της έρευνας για νέα εμβόλια, γιατί οι επενδύσεις σε κρέμες προσώπου, φάρμακα που συντηρούν χρόνιες παθήσεις, το μάρκετινγκ, συμπεριλαμβανομένης της γνωστής πρακτικής τους των δωροδοκιών, και η επαναγορά των μετοχών τους για να διατηρήσουν τις τιμές τους ψηλά, είναι αυτά που αποφέρουν σίγουρα κέρδη. Η ΕΕ επίσης γνώριζε: η Κομισιόν ζητούσε από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA) ετοιμότητα για την περίπτωση πανδημίας, και μάλιστα ερευνητές, έχοντας υπόψιν τον SARS του 2003, έκαναν, από το 2016, συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, αλλά οι εταιρείες, μέσα από τις «συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα», ήταν αδιάφορες ή αρνητικές.

Άλλωστε, μέσα από αυτές τις συμπράξεις, «τα βιομηχανικά λόμπι κατάφεραν να πείσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αφήσει τον ιδιωτικό τομέα να αποφασίζει πώς πρέπει να χρησιμοποιηθούν τα πολύ μεγάλα ποσά δημόσιας χρηματοδότησης για την έρευνα» (5). Όπως είπε σε συνέντευξή του ο αναγνωρισμένος επιδημιολόγος, Michael Osterholm, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας και Πολιτικής Λοιμωδών Νόσων των ΗΠΑ, αν μετά τον SARS του 2003 είχε παρασκευαστεί εμβόλιο, θα σώζονταν σήμερα οι μισές ζωές από τον COVID-19, έστω και αν οι δυο κορονοϊοί δεν έχουν ακριβώς την ίδια σύνθεση (6). Ο Richard Horton, διευθυντής της ιατρικής επιθεώρησης The Lancet, επιβεβαίωσε αντίστοιχα ότι οι «προειδοποιήσεις γιατρών και επιστημόνων αγνοήθηκαν, με θανατηφόρα αποτελέσματα» και ότι «ο κορονοϊός είναι η μεγαλύτερη παγκόσμια αποτυχία επιστημονικής πολιτικής για μια ολόκληρη γενιά»(7).

Ιδού, λοιπόν, οι πολυδιαφημισμένες, από τις αρχές αυτού του αιώνα, «οικονομίες της γνώσης», όπου η ορθολογική  σκέψη και η αξιοποίηση επιστημονικών δεδομένων για το κοινό καλό δεν είναι διόλου αυτονόητες. Η πανδημία έχει εκθέσει με τον πιο δραματικό τρόπο τις συνέπειες του ελέγχου της έρευνας στις επιστήμες της υγείας, αλλά μας καλεί επίσης να σκεφτούμε και τις αντίστοιχες συνέπειες σε όλους τους επιστημονικούς και γνωσιακούς τομείς, οι οποίοι υπακούουν στους ίδιους κανόνες που έχουν επιβληθεί από τις νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών. Αυτές οι πολιτικές έχουν εφαρμοστεί συστηματικά ανά την Ευρώπη (κυρίως στη Δυτική και τη Βόρεια), και πέρα από αυτήν. Ωστόσο, το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς είναι και αυτό μέρος του «Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας» και το προσωπικό του συμμετέχει σε διεθνή ερευνητικά προγράμματα που ορίζονται από αυτές τις πολιτικές. Επίσης, αν λάβει κανείς υπόψιν τις προτάσεις της λεγόμενης «Επιτροπής Πισσαρίδη», σχεδιάζεται η υιοθέτηση του «επιχειρηματικού πανεπιστημίου» και στην Ελλάδα. Έτσι, η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση θα προσχωρήσει και τυπικά στη «νέα εποχή της γνώσης», την οποία  ανήγγειλε εκτασιακά η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και χώρες ανά τον κόσμο, πριν από περίπου δυο δεκαετίες.

Αυτή η «νέα εποχή της γνώσης», υποστηρίζω στη συνέχεια, διακρίνεται από δυο κεντρικά χαρακτηριστικά: τη σχεδόν πλήρη υποταγή της πανεπιστημιακής έρευνας στις επενδυτικές προτεραιότητες των μεγάλων επιχειρήσεων· και τον γενικότερο προσανατολισμό της επιστημονικής πολιτικής, και της περιβόητης «καινοτομίας», σε τεχνολογίες κοινωνικού ελέγχου και κατανάλωσης.

Η αποτυχία των «οικονομιών της γνώσης»

Πράγματι, τα πανεπιστήμια εντάχθηκαν, από το 2000, σε αυτό που η ΕΕ ονόμασε «βιομηχανία της γνώσης», υπό την άμεση επιρροή των εκπροσώπων των μεγάλων επιχειρήσεων, που εν πολλοίς όρισαν την «ατζέντα εκσυγχρονισμού» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διακήρυξε ως νέο ρόλο των πανεπιστημίων «τη μεταφορά γνώσης στην οικονομία και την κοινωνία, ως βασική συμβολή στην ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και την ανάγκη για στενότερη συνεργασία μεταξύ των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και τον κόσμο των επιχειρήσεων». Ο «Ευρωπαϊκός Χώρος Έρευνας» (ERA) έθεσε ως στόχο «να διασφαλιστεί η ΄΄μεταφορά γνώσης΄΄, δηλαδή η εκμετάλλευση της έρευνας που παράγεται στα πανεπιστήμια από τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία» (9).

Προκειμένου να ευθυγραμμιστούν τα πανεπιστήμια με αυτή την απαίτηση, η ΕΕ και μεμονωμένες κυβερνήσεις ξεκίνησαν μια σειρά μεταρρυθμίσεων με σκοπό την κατάργηση των λίγων στοιχείων ακαδημαϊκής αυτονομίας που είχαν παραδοσιακά τα πανεπιστήμια, στοχεύοντας κυρίως στον τρόπο διοίκησής τους. Το αποτέλεσμα είναι πλέον πανεπιστήμια σε πολλές χώρες της Ευρώπης να έχουν μετατραπεί κατ΄ουσίαν σε επιχειρηματικούς οργανισμούς με επικεφαλής διορισμένους μάνατζερς και λειτουργία με βάση κριτήρια κόστους-κέρδους. Η καθιερωμένη οργάνωση σε σχολές, τμήματα, και εργαστήρια – όπου οι πανεπιστημιακοί είχαν κάποιο λόγο – αντικαταστάθηκε από «συστήματα διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων». Οι φοιτητές αντιμετωπίζονται ως πελάτες/καταναλωτές, και το επιστημονικό προσωπικό ως «υπάλληλοι γνώσης», με την απόδοσή τους να ελέγχεται ενδελεχώς μέσω ειδικών λογισμικών, με βάση δείκτες όπως: «ατομική απόδοση», «εξωτερική χρηματοδότηση», «αριθμός και ποσοστό ανταγωνιστικών επιχορηγήσεων», «ανάληψη επίσημων εκθέσεων», «παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών», «αριθμός συνεργασιών με εξωτερικούς εταίρους», κ.ά. Σε αυτό συμβάλλει ένας ολόκληρος μηχανισμός «εξωτερικής» και «εσωτερικής» αξιολόγησης των πανεπιστημίων που διενεργούνται από τις «Αρχές Διασφάλισης Ποιότητας», με μετρήσιμους στόχους, συγκρίσεις επιδόσεων, που έχουν προστεθεί στις παραδοσιακές διεθνείς κατατάξεις.

Η γνώση που παράγεται πλέον στο πανεπιστήμιο υπόκειται εν πολλοίς σε όρους και διαδικασίες που επιβάλλονται από εξωτερικούς χρηματοδότες, και γραφειοκρατίες, έχει εκβιομηχανιστεί από το παγκόσμιο σύστημα δημοσιεύσεων, υποβαθμίζεται ως απλό προϊόν από αυτοματοποιημένα εργαλεία λογισμικού που μετρούν την παραγωγικότητα του ακαδημαϊκού προσωπικού και απορροφάται από τη χοάνη της μαζικής παραγωγής. Στην πραγματικότητα, οι νεοφιλελεύθερες πανεπιστημιακές πολιτικές των τελευταίων τριών δεκαετιών, με πρωτοπόρο τη θατσερική Μ. Βρετανία, δεν έχουν επιδιώξει απλώς να φέρουν τη γνώση υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο του κράτους και της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά κυριολεκτικά να την καταστρέψουν, ως αναζήτηση της αλήθειας, ως κριτική, και ως ορθολογική συζήτηση. Επομένως, το «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο» δεν εξαιρείται από τη γενική παρακμή της αλήθειας που παρατηρούμε στον δημόσιο χώρο τα τελευταία χρόνια. Είναι ένας από τους κύριους παράγοντές της.

Ο λεπτομερής, ποσοτικοποιημένος, έλεγχος και η αποσάθρωση της  πανεπιστημιακής γνώσης, που έχουν επιφέρει οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της λεγόμενης «τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης» που χαρακτηρίζει τις «οικονομίες της γνώσης» – τη συνέργεια μεταξύ πεδίων όπως της πληροφορικής, της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής, της γενετικής, της νευροεπιστήμης και της νανοτεχνολογίας. Οι εφαρμογές της, σύμφωνα με το γενικό ισχυρισμό, θα επιλύσουν κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, προβλήματα υγείας, και την περιβαλλοντική κρίση.

Ωστόσο, αν αναλογιστεί κανείς τις «καινοτομίες» που ανακοινώνονται τα τελευταία χρόνια σχεδόν σε καθημερινή βάση, ο κύριος προσανατολισμός είναι πολύ διαφορετικός: ρομποτικές εφαρμογές που απειλούν με ανεργία ή υποαπασχόληση∙ αυτο-διευθυνόμενα θωρηκτά, και υποβρύχια drones με τεχνητή νοημοσύνη, ρομπότ-δολοφόνοι, και στρατιώτες που μπορούν να ενεργοποιούν όπλα με νευρωνικά μηνύματα∙ προβλεπτική αστυνόμευση (δηλ. συλλογή και χρήση δεδομένων για άτομα που «ενδέχεται» να διαπράξουν εγκλήματα)∙ αναγνώριση προσώπου και συλλογή βιομετρικών δεδομένων από κάμερες ασφαλείας· συσκευές ανάγνωσης των χειλιών και ανίχνευσης συναισθημάτων· «έξυπνες πόλεις» (δηλ. αστικές περιοχές εξοπλισμένες με αισθητήρες και κάμερες στου δρόμους για τη συλλογή δεδομένων από τους περαστικούς και τις κινητές συσκευές τους)· εμφυτεύματα ή κράνη που «διαβάζουν» τον εγκέφαλο, συνδεδεμένα με συσκευές τεχνητής νοημοσύνης, που αποκρυπτογραφούν τις σκέψεις μέσα από τη νευρωνική δραστηριότητα του εγκεφάλου· συνομιλητές τεχνητής νοημοσύνης και «φωνητικοί βοηθοί» που αντικαθιστούν τις συμβουλές των γονέων και καταγράφουν ιδιωτικές συνομιλίες· εφαρμογές για παραμόρφωση φωτογραφικού και βιντεοσκοπημένου υλικού· το «ιντερνέτ των πραγμάτων» που συνδέει συσκευές για την αυτόματη παραγγελία αναλώσιμων· μέσα κοινωνικής δικτύωσης που εκθέτουν και πωλούν προσωπικά στοιχεία, ενώ ταυτόχρονα ωθούν προς την ιδιώτευση.

Εν ολίγοις, οι προτεραιότητες της «τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης» είναι εμφανώς ο πολλαπλασιασμός οικονομικών και βιοπολιτικών ελέγχων, ο εντατικός ανταγωνισμός για στρατιωτική υπεροχή, η διηνεκής και διεισδυτική επιτήρηση, η μαθηματικοποίηση ή αλγοριθμοποίηση της ανθρώπινης κρίσης και συμπεριφοράς, η ενίσχυση της γενικευμένης απο-κοινωνικοποίησης, και η μετατροπή της ανθρώπινης ζωής σε ψηφιακά δεδομένα. Εκείνο που δεν ανήκει στις προτεραιότητές της είναι η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης ως ελεύθερου ορθολογικού στοχασμού και η αξιοποίηση εμπειρικών δεδομένων για το κοινό καλό, αλλά και αναστοχασμό πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι σημερινές κοινωνίες είναι θεσμισμένες – όπως, άλλωστε, δείχνει και η δραματική επιδείνωση της κλιματικής κρίσης στη διάρκεια της «νέας εποχής της γνώσης». Έτσι, τελικά, οι «οικονομίες της γνώσης» καταλήγουν να θυμίζουν την Οργουελιανή Ωκεανία, όπου «η επιστήμη, με την παλαιά σημασία της λέξης, έχει πάψει σχεδόν να υπάρχει», και όπου «και αυτή ακόμα η τεχνολογική πρόοδος πραγματοποιείται μόνο όταν τα προϊόντα της μπορούν να χρησιμεύσουν με κάποιο τρόπο για την περιστολή της ανθρώπινης ελευθερίας» (10).

Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το γιατί οι «οικονομίες της γνώσης» πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο μπροστά στη συμφορά, και τρέχουν τώρα να εμποδίσουν τα χειρότερα, ενώ θα ήταν μέσα στις δυνατότητές τους να την έχουν προλάβει ή ανασχέσει στο ξεκίνημά της. Καθοδηγούμενες από τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, αυταρχικές και φιλελεύθερες κοινωνίες, έχουν εκτοπίσει την ελεύθερη σκέψη και την αληθινή επιστημονική καινοτομία και έχουν ρίξει το βάρος τους σε εφευρέσεις και προϊόντα που επεκτείνουν διαρκώς την οικονομική κυριαρχία, τον κοινωνικό έλεγχο, και την κατανάλωση, πάντα, βέβαια, στο όνομα της προόδου και της ανάπτυξης.

Η ανάγκη επανίδρυσης του πανεπιστημίου

Είναι καιρός να σκεφτούμε, όπως συνήθως, και δικαίως, λέγεται, την «επόμενη μέρα», και στο πεδίο της ερευνητικής πολιτικής, όταν ο κόσμος θα έχει καταφέρει να ελέγξει τον λοιμό, και τον ακόμη άγνωστο φόρο που θα καταβληθεί σε ανθρώπινες ζωές και δυστυχία. Η επόμενη μέρα θα πρέπει να περιλαμβάνει την απελευθέρωση της έρευνας από τον συνδυασμένο έλεγχο επιχειρήσεων και κράτους, και της δια-κρατικής ΕΕ, η οποία έχει κάνει ό,τι μπορεί για να υποταχτεί η γνώση σε εταιρικά συμφέροντα, και όχι βέβαια την περαιτέρω υιοθέτηση των ίδιων και, αποδεδειγμένα πλέον, καταστροφικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Το πανεπιστήμιο πρέπει να γίνει πανεπιστήμιο, σύμφωνα με την πολύτιμη ευρωπαϊκή του κληρονομιά της ακαδημαϊκής αυτονομίας, η οποία, ωστόσο, ελάχιστα έχει υλοποιηθεί, εξαιτίας του παραδοσιακού γραφειοκρατικού χαρακτήρα του. Το προσωπικό των πανεπιστημίων πρέπει να αναλάβει εκ νέου τον μορφωτικό του ρόλο καθώς και το ρόλο του στη διοίκηση των πανεπιστημίων, και οι φοιτητές θα πρέπει να γίνουν, από πελάτες και καταναλωτές γνώσης, αναπόσπαστα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Οι ερευνητές θα πρέπει να αποδίδουν λόγο σε αυτήν την κοινότητα και, γενικά, στους πολίτες, όχι σε κάθε είδους επιχειρηματικές επιδιώξεις και στις κρατικές και υπερ-κρατικές γραφειοκρατίες που τις εξυπηρετούν. Ο ρόλος του κράτους θα πρέπει να είναι η υποστήριξη της ανεξάρτητης έρευνας, που είναι το μόνο είδος έρευνας που υπηρετεί το κοινό καλό.

Κυρίως, όμως, η επόμενη μέρα θα πρέπει να περιλαμβάνει τη χειραφέτηση των κοινωνιών από την αντίληψη ότι η πρόοδος και η ανάπτυξη ισοδυναμούν με την αύξηση των τεχνολογιών κατανάλωσης και επιτήρησης, και τη διαρκή επέκταση της ανθρώπινης κυριαρχίας πάνω στη φύση, στις συνέπειες της οποίας ανήκει και η πανδημία. Οι λόγοι πλέον είναι πολύ σοβαροί. Οι τεχνολογίες επιτήρησης και ελέγχου, οι οποίες είναι τώρα ευπρόσδεκτες για τον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου, θα μπορούσαν να αποκτήσουν μια νέα βάση νομιμοποίησης και να εδραιωθούν ακόμη περισσότερο, στο όνομα της δημόσιας υγείας. Πάνω απ’ όλα, βέβαια, αν συνεχιστεί η κυριαρχία των κοινωνιών επί της φύσης, δηλαδή η καταστροφή του παγκόσμιου οικοσυστήματος, η απώλεια της βιοποικιλότητας, και η κλιματική κατάρρευση, η ίδια η έννοια της δημόσιας υγείας θα χάσει πλέον κάθε νόημα.

1. GPMB (2019). A World At Risk: Annual Report On Global Preparedness for Health Emergencies. Global Preparedness Monitoring Board. September 2019. https://apps.who.int/gpmb/assets/annual_report/GPMB_annualreport_2019.pdf

2. Klippenstein, K. (2020). The Military Knew Years Ago That A Coronavirus Was Coming. The Nation. 1/4/2020.
3. Gates, B. (2020). Coronavirus: Bill Gates Interview – BBC, 12 April 2020. https://www.youtube.com/watch?v=ie6lRKAdvuY

4.Lawson, A. (2020). Taxpayers Funded COVID-19 Research, And Big Pharma Profited. The Real News Network. (16/4/2020) https://therealnews.com/stories/taxpayers-fund-coronavirus-research-nih-gilead-orphan-drug-status

5.CEO (Corporate Europe Observatory) (2020) ‘In the Name of Innovation: Industry controls billions in EU research funding, de-prioritises the public interest’, (σσ. 6/15 και 3/15) https://corporateeurope.org/en/in-the-name-of-innovation

6. Osterholm, M. (2020). Joe Rogan Experience#1439 – Michael Osterholm. YouTube. https://www.youtube.com/watch?v=E3URhJx0NSw
7. Horton, R. (2020). Coronavirus is the greatest global science policy failure in a generation. The Guardian, 9/4/2020. https://www.theguardian.com/commentisfree/2020/apr/09/deadly-virus-britain-failed-prepare-mers-sars-ebola-coronavirus

8.  EC (2007a). Council Resolution on modernising universities for Europe’s competitiveness in a global knowledge economy. The Council of the European Union. Council Resolution 23/11/2007.

9.EC (2007b). Improving knowledge transfer between research institutions and industry across Europe: embracing open innovation – Implementing the Lisbon agenda. Communication from the Commission to the Council, the European Parliament, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions. COM(2007) 182 Final. Brussels 4/4/2007.’
10. Όργουελ, Τζωρτζ. Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα. Εκδόσεις Κάκτος (1999, σ. 210).

Σταύρος Μούτσιος
Αν. Καθηγητής Συγκριτικής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του Όρχους, Δανία

Via : tvxs.gr