Η Γη σιγοκαίγεται. Από το Σιάτλ έως τη Σιβηρία αυτό το καλοκαίρι, οι φλόγες έχουν τυλίξει το βόρειο ημισφαίριο. Από άκρη σε άκρη άνθρωποι ασφυκτιούν από τη ζέστη. Περίπου 125 έχουν πεθάνει στην Ιαπωνία ως αποτέλεσμα ενός καύσωνα που προκάλεσε για πρώτη φορά θερμοκρασίες στο Τόκιο πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου. Οι θερμοκρασίες σπάνε τα ρεκόρ στην Ανατολική Ασία αλλά και σε όλη την Ευρώπη και τις επόμενες ημέρες, όπως προειδοποιούν οι ειδικοί, ο καύσωνας θα χτυπήσει την Ισπανία και την Πορτογαλία με τη θερμοκρασία να φτάνει έως και τους 50 βαθμούς Κελσίου.

Τέτοια φαινόμενα, που κάποτε θεωρούνταν απίθανα, είναι πλέον συνηθισμένα. Οι επιστήμονες έχουν προειδοποιήσει εδώ και καιρό ότι, καθώς ο πλανήτης ζεσταίνεται οι καιρικές συνθήκες θα ανατραπούν. «Αυτό είναι το πρόσωπο της κλιματικής αλλαγής», δηλώνει στον «Guardian» ο καθηγητής Μαικλ Μαν του Penn State University και ένας από τους κορυφαίους επιστήμονες του κλίματος στον κόσμο. «Κυριολεκτικά δεν θα είχαμε δει αυτά τα ακραία φαινόμενα χωρίς την αλλαγή του κλίματος» τονίζει. «Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν είναι πλέον ανώδυνες», είπε στον «Guardian». «Βλέπουμε να παίζουν σε πραγματικό χρόνο και αυτό που συμβαίνει αυτό το καλοκαίρι είναι ένα τέλειο παράδειγμα αυτής της εξέλιξης».

Σύμφωνα με νέες έρευνες βρισκόμαστε στο χείλος μίας κλιματικής καταστροφής, η οποία, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να φέρει την Ευρώπη αλλά και τη Βόρεια Αμερική αντιμέτωπες με έναν νέο μεγάλο λιμό. Το δυσοίωνο σενάριο που οι επιστήμονες πίστευαν ότι θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τον επόμενο αιώνα, εκτιμούν πως ενδεχομένως να βρίσκεται ήδη σε εξελίξη. Οι ακραίες εναλλαγές θερμοκρασιών με ακραία καιρικά φαινόμενα θα μπορούσαν σταδιακά να οδηγήσουν στο φαινόμενο που αποκαλείται «έτος χωρίς καλοκαίρι». Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει στην Ευρώπη, αλλά και σε μεγάλο μέρος της Βόρειας Αμερικής παρατεταμένο λιμό, ασθένειες, μετακινήσεις πληθυσμών, ερημοποίηση και συγκρούσεις, λόγω ακριβώς των ακραίων καιρικών συνθηκών της κλιματικής αλλαγής.

Μόλις πριν από έναν μήνα, τον περασμένο Απρίλιο, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οκτώ από τους μεγαλύτερους παγετώνες της Ανταρκτικής παρουσιάζουν σημάδια διάλυσης. Το αδυσώπητο κύμα ζέστης ήδη έχει καταστρέψει τα σπαρτά και ορισμένες περιοχές αναμένεται να χάσουν τη μισή σοδειά. Εικόνες από δορυφόρο που δημοσιοποίησε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος αποτύπωσαν τις συνέπειες των υψηλών θερμοκρασιών σε αγροτικές περιοχές της Ευρώπης. Νούμερο δύο παραγωγός σιτηρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Γαλλία, η Γερμανία αναμένει μείωση 20% στη σοδειά. «Η ζέστη επηρεάζει προϊόντα όπως το σιτάρι και οι πατάτες. Η σοδειά όλο και χειροτερεύει. Αυτό σημαίνει ότι ανεβαίνει η τιμή για την τηγανητή πατάτα και αυτό θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες. Θα δούμε να ανεβαίνει ο πληθωρισμός εξαιτίας των σιτηρών και των λαχανικών», προειδοποιεί ο αναλυτής Ρόμπερτ Χάλβερ της Baader Bank. Στη Βρετανία οι κτηνοτρόφοι αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της ανομβρίας χρησιμοποιώντας το χειμερινό απόθεμα ζωοτροφών, αφού τα ζώα δεν έχουν αρκετό χορτάρι για να βοσκήσουν. Μια πρακτική που αυξάνει κατακόρυφα το κόστος, το οποίο πιθανότατα θα μετακυλιστεί στον καταναλωτή. Στη Δανία αναγκάζουν να στείλουν ακριβά ζώα για σφαγή νωρίτερα από το κανονικό.

Μέχρι πρόσφατα οι επιστήμονες πίστευαν ότι είχαμε 100 χρόνια έως ότου κληθούμε να αντιμετωπίσουμε το καταστροφικό αυτό σενάριο: «Εάν μιλήσουμε λαμβάνοντας υπόψιν τα κλιματικά μοντέλα, ακόμα και μέχρι πριν από 5 ή 6 χρόνια, θα λέγαμε ότι αυτό το σενάριο δεν είναι πιθανό, για τουλάχιστον ακόμη έναν αιώνα. Δεν το περιμέναμε, αλλά συμβαίνει ήδη».

Ωστόσο, καθώς ο αντίκτυπος της αλλαγής του κλίματος γίνεται πιο εμφανής, τρία χρόνια μετά τη Συμφωνία στο Παρίσι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι αμείωτες. Όπως και οι επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το 2017 η ζήτηση άνθρακα αυξήθηκε, οι επιδοτήσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, περιορίζονται σε πολλά μέρη ενώ οι επενδύσεις έχουν σταματήσει και η πυρηνική ενέργεια, αν και «καθαρή», είναι δαπανηρή και μη δημοφιλής εξαιτίας του κινδύνου ενός ατυχήματος. Είναι δελεαστικό να νομίζουμε ότι πρόκειται για προσωρινά εμπόδια και ότι η ανθρωπότητα, με το ένστικτό της για την αυτοσυντήρησή της, θα νικήσει την υπερθέρμανση του πλανήτη. Στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να πούμε πως χάνουμε τον πόλεμο.

Ζώντας σε έναν παράδεισο καυσίμων

Μια περυσινή δημοσκόπηση 38 χωρών διαπίστωσε ότι το 61% των ανθρώπων θεωρούν την αλλαγή του κλίματος ως μεγάλη απειλή. Μόνο οι τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους αναγνωρίζονταν ως μεγαλύτερη απειλή. Φαινομενικά στη Δύση η εκστρατεία των επενδυτών μιλά για απόσυρση του ενδιαφέροντος από εταιρείες που ζουν από άνθρακα και πετρέλαιο. Παρά την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να απομακρύνει την Αμερική από τη συμφωνία του Παρισιού, πολλές αμερικανικές πολιτείες επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους σε αυτήν. Στην Κίνα και την Ινδία, οι πολίτες που πνίγονται στο καυσαέριο πιέζουν τις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τα σχέδια που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στον άνθρακα για να ηλεκτροδοτήσουν τις χώρες τους. Οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι η μείωση του άνθρακα είναι εφικτή.

Παρόλα αυτά, ακόμη και αν εφαρμοστεί η γνωστή πολύπλοκη Συμφωνία του Παρισιού, αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη. Όπως αναφέρεται στο Economist, ένας λόγος είναι η αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας, ειδικά στην αναπτυσσόμενη Ασία. Την τελευταία δεκαετία, στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, η κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε κατά 40%. Η χρήση του άνθρακα, ως το πιο εύκολο αλλά και «βρώμικο» ορυκτό καύσιμο, αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 3,1% και του πετρελαίου κατά 2,9%. Τα ορυκτά καύσιμα είναι πιο εύκολο να συνδέονται με τα σημερινά δίκτυα παρά οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που εξαρτώνται από τον ήλιο που λάμπει και τον άνεμο που φυσάει. Ακόμη και αν οι «πράσινοι» διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων απειλούν να αποσυρθούν από τις πετρελαϊκές εταιρείες, οι κρατικοί μεγιστάνες στη Μέση Ανατολή και τη Ρωσία θεωρούν την ασιατική ζήτηση ως έναν ικανό λόγο να επενδύσουν.

Ο δεύτερος λόγος είναι η οικονομική και πολιτική αδράνεια. Όσο περισσότερα ορυκτά καύσιμα καταναλώνει μια χώρα, τόσο πιο δύσκολο είναι να απομακρυνθεί από αυτά, αφού τα ισχυρά λόμπι συμφερόντων επιμένουν στον άνθρακα, από όπου και προέρχονται τα κέρδη τους. Η απλή βελτίωση των όρων μπορεί να διαρκέσει χρόνια. Ο άνθρακας δεν παράγει μόνο το 80% της ηλεκτρικής ενέργειας της Ινδίας, αλλά στηρίζει και τις οικονομίες ορισμένων από τις φτωχότερες χώρες του (βλέπε Ενημέρωση). Τα συμφέροντα στο Δελχί δεν είναι πρόθυμα να ενστερνιστούν το τέλος του άνθρακα, για να μην «μολύνουν» το τραπεζικό σύστημα, το οποίο τους έδωσε πάρα πολλά χρήματα, αλλά και τους σιδηροδρόμους, που εξαρτώνται από αυτό.

Τελευταία είναι η «τεχνική» πρόκληση της απομάκρυνσης του άνθρακα από βιομηχανίες πέραν της παραγωγής ενέργειας. Ο χάλυβας, το τσιμέντο, η γεωργία, οι μεταφορές και άλλες μορφές οικονομικής δραστηριότητας αντιπροσωπεύουν πάνω από τις μισές παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Μάλιστα, είναι τεχνικά πιο δύσκολο να «καθαριστούν» από όσο η παραγωγή ενέργειας και επιπλέον προστατεύονται από τα κατοχυρωμένα βιομηχανικά συμφέροντα. Επίσης, οι όποιες επιτυχίες μπορούν να αποδειχθούν απατηλές. Για παράδειγμα τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα της Κίνας αντλούν την ορμή τους από ένα ηλεκτρικό δίκτυο που τα δύο τρίτα της δύναμης του προέρχονται από τον άνθρακα, άρα παράγουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από αυτά που λειτουργούν με βενζίνη.

Ο κόσμος δεν κινείται από ιδέες για να υλοποιήσει ακόμη και την «λίγη» Συμφωνία του Παρισιού. Οι δυτικές χώρες έγιναν πλούσιες στηριγμένες στον άνθρακα για τη βιομηχανική ανάπτυξή τους. Κανονικά έπρεπε να είναι υποχρεωμένες να τιμήσουν τη δέσμευσή τους στη Συμφωνία του Παρισιού για να βοηθήσουν και τους φτωχότερους τόπους τόσο να προσαρμοστούν σε μια θερμότερη Γη όσο και να μειώσουν τις μελλοντικές εκπομπές χωρίς να θυσιάσουν την ανάπτυξη που απαιτείται για να αφήσουν πίσω τη φτώχεια.

Η παρεμπόδιση της αλλαγής του κλίματος θα έχει βραχυπρόθεσμο οικονομικό κόστος, αν και η μετάβαση από τον άνθρακα μπορεί τελικά να εμπλουτίσει την οικονομία. Σε κάθε περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε μονόδρομο αν θέλουμε να προχωρήσουμε. Δεν είναι πολύ αργά για να πραγματοποιηθούν οι σημαντικές περικοπές που απαιτούνται στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, τονίζει ο καθηγητής Μαν, καθώς οι συνέπειες επιδεινώνονται σταδιακά καθώς αυξάνεται η υπερθέρμανση του πλανήτη. «Είναι σαν να περπατάμε σε ένα ναρκοπέδιο», είπε. «Το επιχείρημα ότι είναι πολύ αργά για να κάνουμε κάτι θα ήταν σαν να λέγαμε: «Θα συνεχίσω να περπατάω στο ναρκοπέδιο». Αυτό θα ήταν παράλογο – μπορούμε να αντιστρέψουμε την πορεία και να βγούμε από το ναρκοπέδιο όσο πιο γρήγορα γίνεται».

Via : tvxs.gr