ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Η ​​μομφή ότι το δημοτικό τραγούδι, αν εξαιρεθούν τα κλέφτικα και τα ιστορικά, μιλάει πιο συχνά, όπως και τα παραμύθια, για βασιλοπούλες και παλάτια, για χρυσάφια και μαργαριτάρια, παρά για τη σκληρή καθημερινή ζωή, ήταν πιο συνηθισμένη παλαιότερα. Σχεδόν πάντα, ωστόσο, ήταν η δογματική άποψη όσων είχαν υπόψη τους μια μικρή περιοχή της επικράτειας των τραγουδιών, οπότε γενίκευαν τη γνώση τού μερικού, ή εμφανίζονταν βέβαιοι πως η τεχνική της αλληγορίας και της μεταφοράς είναι αποκλειστική ιδιοκτησία της προσωπικής λογοτεχνίας.

Κι όμως. Το δημοτικό έχει τον τρόπο του να μιλήσει για κορυφαία γεγονότα του ιδιωτικού βίου, να μην τ’ αφήσει στον χώρο του αφώνητου από δειλία ή αιδημοσύνη, ή για να μην ταράξει την κοινωνική «κανονικότητα». Αίφνης, το τραγούδι «Η παιδοκτόνος και η πέρδικα», «ένα είδος διδακτικού μύθου, γεμάτου χάρη και λεπτότητα» κατά τον Κλωντ Φωριέλ, θίγει αλληγορικά μα και με οξεία σαφήνεια ένα πρόβλημα που, όπως θέλουμε να λέμε χωρίς να είναι βέβαιο ότι το πιστεύουμε, «συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία» πριν από λίγες μέρες: ανεπιθύμητη κύηση στους κόλπους μιας ημιδιαλυμένης ή αδιάφορης οικογένειας, διπλή απουσία του αρσενικού (του πατέρα της κοπέλας, που δεν έμαθε τίποτε, και του πατέρα του βρέφους, που δεν ήθελε να μάθει τίποτε), έκθεση του νεογνού σε κίνδυνο, θάνατος. Ενα πρόβλημα που η δημοσιογραφία εκείνη που παραμένει εκουσίως όμηρος των εξουθενωμένων στερεοτύπων, το εξέθεσε υπό την επιγραφή «Μάνα-Μήδεια». Κανιβαλικός κιτρινισμός (με συνδαιτυμόνες και πολλούς σοσιαλμιντιάδες). Που δεν χόρτασε κατασπαράζοντας αναπολόγητη την εικοσιδυάχρονη από τη Νέα Σμύρνη και πρόσθεσε στη βέβηλη δίαιτά του και τον υιοθετημένο έφηβο της Λευκωσίας, σπεύδοντας να τον κηρύξει δολοφόνο των θετών γονιών του.

Δεν είναι πρόβλημα των ημερών μας η κύηση που δεν τη θέλουν και οι δύο συμβαλλόμενοι, ο άντρας δηλαδή, γιατί αυτός έχει δικαίωμα να κάνει το κέφι του, αφού διαθέτει εκ γενετής τα χρωματοσώματα της κοινωνικής ισχύος. Ο θηρευτής δεν έχει ευθύνες. Δεν φταίει αυτός αν το θήραμα παγιδεύτηκε, παραπλανήθηκε, δελεάστηκε από το δόλωμα. «Τα ’θελε και τα ’παθε», έτσι δεν αποφασίζουν συνήθως τα γυάλινα ή χάρτινα δημοσιογραφικά δικαστήρια, αλλά αρκετά συχνά και τα πραγματικά δικαστήρια;

Γυρνάω στην παραλογή «Παιδοκτόνος και πέρδικα». «Υπόθεσις του άσματος», γράφει προοιμιακά ο Γ.Κ. Σπυριδάκης παρουσιάζοντας τρεις παραλλαγές στον τόμο της Ακαδημίας «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια (Εκλογή)» (1962), «είναι η απόπειρα κόρης (παπαδοπούλας, Εβραιοπούλας, Αρμενοπούλας κ.ά.) να εξαφανίση τον εκ κλεψιγαμίας πιθανώς γεννηθέντα υιό της, ο οποίος τέλος σώζεται διά της επεμβάσεως πέρδικος. Αύτη ελέγχουσα την παιδοκτόνον, της ομιλεί διά τα πολλά της πουλιά και την φροντίδα της υπέρ αυτών. Το άσμα το οποίον πολλαχού άδεται κατά το θέρος [Ηπειρος (Καλέτζι), Χαλκιδική, Χίος κ.ά.] ή ως νανούρισμα (Κρήτη και Κάσος) είναι ευρέως διαδεδομένον». Μία επιπλέον πληροφορία του ανθολόγου: «Το θέμα της συζητήσεως υπό της πέρδικος περί της προστασίας των πολλών πουλιών της απαντά και εις τον Πουλολόγον». Οντως. «Πουλίτσια εποίησα μονόκοιλα εικοσάδα, / και περπατάρης ασεβής ολίγον κατ΄ ολίγον / επήρεν μου τα δώδεκα, έκαψεν την καρδιάν μου» παραπονιέται η πέρδικα στον μεσαιωνικό «Πουλολόγο».

Στην πρώτη από τις τρεις παραλλαγές που δημοσιεύονται στον τόμο της Ακαδημίας, τη χιώτικη, η απελπισμένη γυναίκα προσδιορίζεται απλώς σαν «γκαστρωμένη», δίχως άλλο γνώρισμα, κοινωνικό, εθνικό ή θρησκευτικό. Στη δεύτερη, πρωτοδημοσιευμένη το 1912 στην «Κασιακή λύρα» του Νικ. Γ. Μαυρή και του Ευ. Παπαδόπουλου, η κόρη είναι Εβραιοπούλα. Στην τρίτη, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1940 από τον Βασ. Κυπαρίσση στη συλλογή «Τραγούδια της Χαλκιδικής», είναι Σαρακηνή. Την παραθέτω όπως δημοσιεύτηκε, στο ιδίωμά της. Ευτυχώς η προσπάθεια των «Κλικαδόρων» να μας «ξεβλαχέψουν» δεν τελεσφόρησε, και μπορούμε ακόμα να καταλαβαίνουμε τα «βλάχικα»:

«Σαρακηνοί τού θέριζαν, Τούρκοι τού κουβανούσαν / κι μια Σαρακηνιώτισσα δε μπουρεί να θιρίσει. / Αργά ν-αργά τού θέριζι, αργά τού κουβανούσι, σι ’ριό διμάτ’ ακούμπησι, χρυσόν υγιό να κάμει. / Χρυσό βλαττί τού ν-τύλιγι, χρυσό βλαττί τούν βάνει, / στους αγκάλες τούν έπιρνι, να πάει να τούν γκριμίσει. / Στη στράταν απού πάινι, στου δρόμου που διαβαίνει, / τη μ-πέρδικα αντάμουνι κι τη γ-καλημιρνούσι. / “Πού πας, Σαρακηνιώτισσα, μι του πιδί στα χέρια;” / “Πάου πέρα στου μπουταμό, πάου να του γκριμίσου”. / ’Γω ’χου σαρανταδυό πιδιά, κανένα δε γκριμίζου, / κι ισύ τουν ένα τουν υγιό πώς πας να τουν γκριμίσεις;”» (σι ’ριό διμάτ’: σε ωραίο δεμάτι· βλαττί: πορφυρό ύφασμα).

Κλεψιγαμία ή λαθρογαμία, λένε τα λεξικά, είναι η ύπαρξη σαρκικών σχέσεων ανάμεσα σε δύο άτομα που δεν συνδέονται με νόμιμο γάμο. Κλεψιγαμία, λέει η ιστορία των ανθρώπων, μπορεί να συμβεί όταν η παράφορη αγάπη δύο ατόμων τα ωθεί στην αδιαφορία για τις κοινωνικές συμβάσεις, αδιαφορία που συχνά αποδεικνύεται παροδική για τον άντρα, επί κυήσεως. Μπορεί όμως να μην εμπλέκεται καθόλου ο έρωτας, αλλά να πέφτει η γυναίκα θύμα βιασμού· στα χρόνια που φτιάχνονταν τα δημοτικά τραγούδια ο βιασμός των Ελληνίδων από Τούρκους κατακτητές και συνηθισμένος ήταν και ατιμώρητος έμενε. Τι άλλο θα μπορούσαν να πράξουν άραγε εκτός από το να «ρεματίσουν» τον ανεπιθύμητο γόνο, να τον πετάξουν σε κάποιο ρέμα, ει δυνατόν κρυφά, πριν τις περιλάβει αδυσώπητη η κατακραυγή του κόσμου;

Οι παραλλαγές του τραγουδιού είναι πολλές. Αν η παιδοκτόνος μάνα ήταν σε όλες ξένη και ποτέ Ελληνίδα, θα μπορούσαμε να κατακρίνουμε το δημοτικό για μονομέρεια και προκατάληψη. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Συναντάμε Εβραία, Σαρακηνή, Αρμενοπούλα και Βουλγαροπούλα, αλλά και παπαδοπούλα και βοσκοπούλα, καθώς και ένα «κοράσιο Γρεβενίτικο», τη «δόλια Μάρω», που δίνει στην πέρδικα την εξής αποστομωτική απάντηση σε μακεδονικό τραγούδι δημοσιευμένο από τον Κώστα Καραπατάκη: «Αν έχεις δικουχτώ παιδιά, τα ’χεις με την τιμή σου. / Κι ιγώ ’χω ένα μόναχο, μόν’ το ’χω δίχως άντρα!» Περίπου την ίδια απάντηση δίνει η ανύπαντρη μάνα σε παραλλαγή δημοσιευμένη από την Κωνσταντίνα Παπασταϊκούδη στο βιβλίο «Το δημοτικό τραγούδι της Ανατολικής Ρωμυλίας». «Η απάντηση της νέας», γράφει η συλλογέας, «απηχεί την ηθική της εποχής στην οποία αναφέρεται ο μύθος, ηθική που στιγματίζει την κόρη αρνητικά και την τοποθετεί στο περιθώριο της κοινωνίας.

Μέσα από τους στίχους της παραλλαγής αυτής διαφαίνεται η ανάγκη του ποιητή να απενοχοποιήσει την πράξη της κόρης που θέλει να απαλλαγεί από το νεογέννητο τέκνο της, αφού η κοινωνία δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί το γεγονός της απόκτησης τέκνου εκτός γάμου». Αυτά αιώνες πριν. Οταν δεν ήξεραν τη «Μάνα-Μήδεια». Και δεν είχαν σόσιαλ μίντια.

Via : www.kathimerini.gr