Χρήστος Λάσκος *

Η ήττα του κυβερνητικού κόμματος στις εκλογές υπήρξε συντριπτική. Πολλές ερμηνείες δόθηκαν ήδη. Το κύριο, ωστόσο, είναι αυτό που επισήμανε ο Ηλίας Νικολακόπουλος την επομένη των εκλογών: ο κόσμος της εργασίας εγκατέλειψε, εν πολλοίς, τον ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή δε πολλή κουβέντα γίνεται και θα γίνεται περί «μεσαίας τάξης» και άλλων ακαθόριστων οντοτήτων, ας το διευκρινίσουμε επιπλέον: η καθοριστική παράμετρος συνδέεται με τις στάσεις του «κόσμου της εργασίας», της μισθωτής εργασίας.

Ο χώρος μιας επιφυλλίδας δεν φτάνει για να αναλυθεί το συγκεκριμένο στοιχείο. Μπορεί, ωστόσο, να γίνει αντιληπτό πως η «μεσαία τάξη» αποτελεί σε τέτοιο βαθμό εμπειρική έννοια, που η επίκλησή της υπονομεύει τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.

Θυμίζω πως ο Πουλαντζάς, προσφιλής θεωρητικός της κυβερνώσας παράταξης, γινόταν έξαλλος με την παραπειστική προχειρότητα της αναφοράς σε «μεσοστρώματα» και επέμενε στη χρήση των όρων παραδοσιακή και νέα (μισθωτή) μικροαστική τάξη, όπως επέμενε και στην ανάλυση των ταξικών κινήσεων συνολικά, χωρίς την οποία έχουμε μόνο ένα πηχτό σκοτάδι.

Είμαστε μακριά από μια ανάλυση τέτοιου τύπου, άρα και μακριά νυχτωμένοι. Η κυβέρνηση, δε, φαίνεται να είναι πιο μακριά νυχτωμένη από όλους. Πράγμα που δεν αποτελεί καλό νέο για τη νέα εκλογική της επίδοση.

Αν μπορούσε, τουλάχιστον, να διαγνώσει, έστω και εκ των υστέρων, τις καίριες ιδεολογικές μετατοπίσεις της τετραετίας της διακυβέρνησής της, κάτι θα ήταν. Στοιχεία έχουμε. Ο Γιάννης Μαυρής από καιρό ανέλυε τον «θόρυβο των πλησιαζόντων γεγονότων» και προέβλεπε τη συντριβή μετρώντας τις στάσεις της ελληνικής κοινωνίας.

Ηδη από το 2016 διαπίστωνε μια έντονη κατίσχυση των δεξιών αξιών. Διαπίστωνε, δηλαδή, πως η Δεξιά από τότε κιόλας είχε πάρει μεγάλο προβάδισμα στην ιδεολογική πάλη (http://www.mavris.gr/4943/political-ideology/). Χαρακτηριστικά, οι αξίες/ιδεολογίες απέναντι στις οποίες οι θετικές στάσεις είχαν την ευνοϊκότερη μεταβολή ήταν ο «Ιδιωτικός τομέας», η «Δεξιά» και ο «Νεοφιλελευθερισμός»!

Από το 2009 μέχρι το 2015, οι στάσεις της ελληνικής κοινωνίας μετατοπίζονταν διαρκώς προς τα αριστερά, κορυφώθηκε αυτή η πορεία με το δημοψήφισμα και κατέρρευσε ραγδαία στη συνέχεια. Υπήρξε, δηλαδή, μια έντονη «αξιακή/ιδεολογική ταλάντωση» στην περίοδο της κρίσης: μια ισχυρή κίνηση ριζοσπαστικοποίησης προς τα αριστερά που ακολουθήθηκε –μετά τον Ιούλιο του 2015– από μια εντυπωσιακή υποστροφή προς τα δεξιά.

Είναι φανερό, νομίζω, πως τα παραπάνω συνδέονται απολύτως με τις πολιτικές εξελίξεις. Η κυβερνητική στροφή του καλοκαιριού του 2015, η de facto νομιμοποίηση των μνημονίων, τα οποία, μάλιστα, στην προπαγάνδα της κυβέρνησης, με όπλο τη διαχειριστική της επάρκεια (!), οδήγησαν στην «ανάπτυξη» με «όρθια την κοινωνία», δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε μια δραστική προς τα δεξιά μετατόπιση της ελληνικής κοινωνίας.

Η πλήρης, σχεδόν, άπνοια του κοινωνικού κινήματος, που μετά τις εξελίξεις του 2015 πέρασε μια μεγάλη περίοδο απελπισίας και αδυναμίας να απαντήσει στην επίθεση που δεχόταν, θεωρήθηκε, αντίθετα, από την κυβέρνηση ως, παθητική έστω, έγκριση της πολιτικής της. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η Δεξιά θριάμβευσε εκλογικά, δεδομένου ότι είχε ήδη νικήσει ιδεολογικά.

Επειδή πολλά θα ειπωθούν τώρα και για τον Τσίπρα, αξίζει να υπογραμμιστεί: ο Τσίπρας, προφανώς, δεν είναι άχρηστος. Ο Τσίπρας, ακόμη προφανέστερα, δεν πιάνει πουλιά στον αέρα. Αν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε τη διαδρομή του, θα λέγαμε πως κινήθηκε ως συμβατικός πολιτικός, χωρίς ιδιαίτερες συλλογικές δεσμεύσεις, κυρίως μετά το 2013, με βασική του μέριμνα την «τακτική» και τη «διαχείριση». Αλλοτε τα κατάφερε, τώρα φανερά όχι.

Κομματική οργάνωση δεν διαθέτει – έκανε ό,τι μπορούσε για να την ακυρώσει. Το κυριότερο, ωστόσο, πρόβλημά του είναι πως δεν έχει σήμερα «ιστορία» για να πει.

Είναι αλήθεια πως η προοπτική μιας μεγάλης κατίσχυσης των θατσερικών είναι εξαιρετικά επίφοβη. Αν, λοιπόν, μπορούσε να διατυπώσει μια πρόταση, που να αποτρέπει αυτήν τη ζοφερή προοπτική, ίσως έβρισκε πρόθυμα αυτιά. Εστω κι αν είναι η δική του πολιτική που ανέστησε τους, πολύ πρόσφατα ακόμη, απολύτως απαξιωμένους πολιτικούς της Δεξιάς.

Δεν φαίνεται, όμως, να μπορεί.

Προφανώς, ποσώς ενδιαφέρει την ελληνική κοινωνία αν ο Τσίπρας θα κάνει 27 το 23 για να εξασφαλίσει την «οριστική» εγκατάστασή του ως του άλλου πόλου του δικομματισμού. Αυτό είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά τον ίδιο και τους βουλευτές του.

Το πραγματικό επίδικο είναι αν μπορεί να συμπιεστεί η Δεξιά κάτω από το ποσοστό της απόλυτης κυριαρχίας της. Και αυτό είναι ζήτημα εντελώς διαφορετικό από εκείνο της εκλογικής ανάκαμψης του κυβερνητικού κόμματος.

Ως προς αυτό, ο Τσίπρας δεν έχει καμιά ιστορία να πει. Είναι πιθανό, λοιπόν, πως θα χάσει κι άλλο σε έναν μήνα από σήμερα, δεδομένου δυστυχώς ότι η Δεξιά έχει ακόμη πολλές δεξαμενές να αξιοποιήσει. Αν συμβεί αυτό, το pasokification θα έχει βρει ακόμη μία λαμπρή εφαρμογή.

Η θατσερική Δεξιά είναι ήδη εδώ.

Μένει στην ανταγωνιστική Αριστερά και στον κόσμο του κινήματος να αρχίσουν να οργανώνουν την πολύ δύσκολη άμυνα.

* εκπαιδευτικός