Υπάρχει ένα a priori σχήμα που συνοδεύει σχεδόν κάθε επόμενη γενιά: να χαίρει της εμπιστοσύνης των προκατόχων της. Με τη δική μου δε συνέβη αυτό. Δε συνέβησαν πολλά καθιερωμένα κλισέ αυτής της μετάβασης. Μιλώ για τους σημερινούς 25ρηδες – 35ρηδες. Μιλώ για την πρώτη από τις ακόλουθες γενιές που εκ των προτέρων την προσδιόρισε το επίθετο «χαμένη». Που δεν την όρισαν οι υψηλές προσδοκίες. Για τη γενιά που η τελετή παράδοσης–παραλαβής της υπήρξε αντίστοιχη με εκείνη της τωρινής κυβέρνησης από τον κ. Σαμαρά το Γενάρη του ’15. Ναι, τότε που ο απερχόμενος πρωθυπουργός δεν παρέστη καν στην τελετή.

Η γενιά μου ενηλικιώθηκε σε ένα μεταίχμιο. Με παιδικά χρόνια που μοιράστηκαν μεταξύ αλάνας και οθόνης, πρόλαβε οριακά να αγγίξει την κατάληξη μιας αιώνιας ευημερίας. Και πριν τη γευτεί, βούτηξε στα βαθιά νερά του θυμού, της άρνησης και εν τέλει της αποδοχής πως υπήρξε μια άτυχη κληρονόμος. Άργησε να διακρίνει τα υλικά της, να διαμορφώσει τα δικά της αντανακλαστικά απέναντι σε καταστάσεις που τη βρήκαν εντελώς απροετοίμαστη: την άνοδο του φασισμού, του εθνικισμού, ενός διχαστικού λόγου που συνεχίζει να τρέφεται από τις αδυναμίες της.

Παρά τις απώλειες, δεν είχε άδεια χέρια. Με τη συνειδητοποίηση πως η δυσθεώρητη ανεργία και οι χαμηλοί μισθοί γίνονταν καθεστώς, αναζήτησε άλλον προσδιορισμό. Είχε κάνει την εμφάνιση του ήδη τον Δεκέμβρη του ’08 και ήταν η έννοια της ρήξης· της ρήξης με το παρελθόν.

Χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, η ρήξη αυτή παρέμεινε ουσιαστικά ασαφής. Η μετουσίωση του θυμού σε πολιτική πράξη έπασχε – και πάσχει – από έλλειψη συλλογικότητας. Η γενιά των social media δεν τα κατάφερε το ίδιο καλά στη μεταξύ της επικοινωνία, ωστόσο έφερε την πολιτική αλλαγή που έμοιαζε να την εκφράζει. Ο Γενάρης εκείνος του ’15 αποδομήθηκε αρκετά ως μια εκδικητική πράξη του νέου απέναντι στο παλιό, ουσιαστικά όμως έμεινε ανερμήνευτος.

Γιατί για πρώτη φορά, η πολιτική ανατροπή δεν προέκυψε απλώς από σύγκριση ικανοτήτων ή τυφλή οργή, αλλά πολύ περισσότερο από μια δίκη προθέσεων. Σε μια συνθήκη όπως η πολιτική, που οι καλές προθέσεις αποτελούν άγραφη προϋπόθεση, όταν δεν τηρείται ούτε αυτός ο αυτονόητος όρος, το συμβόλαιο αλλάζει. Η καθαρότητα των προθέσεων κρίνει το αποτέλεσμα. Χωρίς ουτοπικές προσδοκίες, αλλά με πίστη σε μια ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Η διάψευση αυτής της ελπίδας ήταν που καθόρισε τη γενιά μου. Η αρχική εκείνη ανάγκη της ρήξης είχε την εκ διαμέτρου αντίθετη κατάληξη: τον συμβιβασμό. Ένα συμβιβασμό που πρόδωσε την – έστω και μη οριοθετημένη – πίστη στη ρήξη, την ανάγκη των νέων να χτίσουν με τα δικά τους υλικά ακόμα και απ’ την αρχή. Εντούτοις, η διαφωνία αυτή δεν κατέληξε σε πολιτική αντίδραση, αλλά σε τέλμα. Σε μια βαθιά απογοήτευση μπροστά στον κίνδυνο της διάψευσης οραμάτων και ιδεών που ως τότε υψώνονταν αλεξίσφαιρα.

Αποδεχτήκαμε τον συμβιβασμό, τη θνητή φύση των ιδεών μας; Πιστεύω πως όχι· απλά τον καταλάβαμε. Τον καταλάβαμε γιατί ξέραμε πώς μοιάζει. Απ’ τα πιο μικρά στα πιο μεγάλα: την ασυμβίβαστη νιότη των μεγάλων, που παραχώρησε τη θέση της στην πιο συνήθη καθημερινότητα, τη δουλειά που απευχόμασταν, τη φυγή στο εξωτερικό, τα όνειρα, τα ιδανικά, που ήρθαν αντιμέτωπα με την – εδώ και τώρα – αμείλικτη πραγματικότητα. Άλλωστε, γίνεται να μην αναγνωρίσεις τον εχθρό σου;

Μείναμε με ένα απλανές βλέμμα. Να βλέπουμε τη ζωή να περνά, αλλά να μην ξέρουμε πού να κοιτάξουμε για το επόμενο βήμα. Κι έρχονται γενιές διαμορφωμένες σε αυτήν αποκλειστικά την πραγματικότητα. Χωρίς μνήμες, χωρίς να μπορούν να συγκρίνουν εμπειρικά, ευάλωτες στο διχαστικό κλίμα και την εσωστρέφεια μιας ζωής συμβιβασμένης σε απαιτήσεις άλλων.

Επιλέξαμε τη λιγότερο κακή επιλογή. Φτάσαμε σε ‘κείνο το σημείο που έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στα πιστεύω σου και ένα άμεσο χρέος, τη ζωή. Άλλοι συμβιβάζονται, άλλοι προτιμούν χίλιες φορές την ισοπέδωση μπροστά στην παράδοση. Εμείς τουλάχιστον έχουμε να λέμε πως προσπαθήσαμε. Το ζήτημα είναι για πόσο ακόμα θα υπομένουμε, ο δρόμος της ζωής να περνά απ’ το στενό της επιβίωσης.

Ο Παναγιώτης Λυγούρης είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός

Via : www.thepressproject.gr