Κυβερνητική παρέμβαση στην εγχώρια αγορά γάλακτος προκάλεσε το χθεσινό αποκαλυπτικό δημοσίευμα του «Εθνους» για την πρωτοφανή μείωση στις τιμές παραγωγού, χωρίς αυτό να αποτυπώνεται στα ράφια των σούπερ μάρκετ, και την «πλημμυρίδα» εισαγόμενου φθηνού φρέσκου γάλακτος που νομότυπα βαφτίζεται ελληνικό, αλλά κανείς δεν γνωρίζει σε ποια προϊόντα διοχετεύεται, αφήνοντας στα αζήτητα την ελληνική παραγωγή.

Την ίδια ώρα, η «αποκρυπτογράφηση» των στοιχείων για τις εισαγωγές διαφόρων ειδών γάλακτος στη χώρα μας δημιουργεί διαφορετικά δεδομένα που εκτοξεύουν στα ύψη τις πραγματικές ποσότητες εισαγόμενου γάλακτος που χρησιμοποιείται στην εγχώρια αγορά.

Τα συμπυκνωμένα γάλατα που έχουν μακρά διάρκεια ζωής, προτού χρησιμοποιηθούν είτε για παρασκευή προϊόντων, όπως είναι το γιαούρτι και τα επιδόρπια, είτε ως γάλα μακράς διάρκειας, αραιώνονται και οι αρχικές ποσότητες σχεδόν τετραπλασιάζονται. Ενας τόνος δηλαδή συμπυκνωμένου γάλακτος ισοδυναμεί με 3 έως 4 τόνους γάλακτος μακράς διάρκειας.

Χθες, πάντως, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Βαγγέλης Αποστόλου, με δηλώσεις του στο ΑΠΕ για το θέμα προανήγγειλε τρεις παρεμβάσεις στην εγχώρια αγορά που βιώνει συνθήκες κρίσης μετά την άρση των κοινοτικών ποσοστώσεων στην παραγωγή γάλακτος από τον Απρίλιο του 2015:

Στήριξη των Ελλήνων αγελαδοτρόφων και πίεση στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ώστε να καθιερωθεί στις συσκευασίες η υποχρεωτική αναφορά της χώρας προέλευσης του γάλακτος, καλώντας τις γαλακτοβιομηχανίες της χώρας να υιοθετήσουν μια τέτοια πρακτική έστω και σε προαιρετικό επίπεδο.

 
Τριπλή παρέμβαση για το ελληνικό γάλα

Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης θα εντατικοποιήσει τους ελέγχους, ώστε να γίνεται σωστή και εγγυημένη χρήση του «ελληνικού σήματος», του σήματος που είναι η σφραγίδα ποιότητας για το ελληνικό γάλα, καθώς «ο καταναλωτής πρέπει να ξέρει από πού είναι το γάλα που αγοράζει και να αποφασίζει εκείνος εάν θέλει, πιθανόν, να πληρώσει κάποια λεπτά παραπάνω για να πάρει φρέσκο, αγνό ελληνικό γάλα».

Εγκαιρη εξόφληση παραγωγών. Παρέμβαση στην αγορά ώστε να περιοριστούν κάποιες αρνητικές εμπορικές πρακτικές που πλήττουν τον κτηνοτρόφο, όπως είναι για παράδειγμα η μεγάλη καθυστέρηση στην πληρωμή του προϊόντος.

Η υπερπαραγωγή γάλακτος σε πολλές χώρες της Ευρώπης, εξαιτίας της άρσης πέρυσι των κοινοτικών ποσοστώσεων, σε συνδυασμό με την κατάργηση της υποχρέωσης αναγραφής της χώρας προέλευσης τον Σεπτέμβριο του 2014 από την προηγούμενη κυβέρνηση, μοιραία οδήγησε σε αύξηση των εισαγωγών γάλακτος στη χώρα, χωρίς κανείς μάλιστα να γνωρίζει πού κατευθύνονται οι ποσότητες αυτές.

Oι εισαγωγές
Περισσότεροι από 35.000 τόνοι φρέσκου γάλακτος εισήχθησαν στη χώρα μας το 2015, ενώ οι συνολικές εισαγωγές διαφόρων ειδών γάλακτος ανήλθαν πέρυσι σε 113.000 τόνους. Ωστόσο, η «αποκρυπτογράφηση» των στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ποσότητες εισαγόμενου γάλακτος που μπαίνουν στη χώρα είναι πολλαπλάσιες.

Και αυτό, όπως εξηγούν στο «Εθνος» οι πρόεδροι του Συνδέσμου Ελλήνων Κτηνοτρόφων, Παναγιώτης Πεβερέτος, και της Ενωσης Κτηνοτρόφων Φυλής Χολστάιν Ελλάδας, Θανάσης Βασιλέκας, έχει να κάνει με το εισαγόμενο συμπυκνωμένο γάλα, «η επεξεργασία του οποίου αφαιρεί εξ ολοκλήρου το νερό και αυτό που απομένει με τη μορφή στερεής μάζας είναι το 25-30% της αρχικής ποσότητας.

Το συμπυκνωμένο αυτό γάλα στη συνέχεια αραιώνεται και οι ποσότητες σχεδόν τετραπλασιάζονται. Το γάλα αυτό, αφού αραιωθεί, χρησιμοποιείται είτε ως γάλα μακράς διάρκειας, είτε για διάφορα προϊόντα, γιαούρτι, επιδόρπια και κρέμες γάλακτος.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία προέρχονται από τον ΕΛΟΓΑΚ, πέρυσι εισήχθησαν 51.783 τόνοι συμπυκνωμένου άπαχου γάλακτος, έναντι 42.882 τόνων το 2013 και 6.114 τόνοι συμπυκνωμένου γάλακτος έναντι 4.833 τόνων το 2013. Συνολικά δηλαδή εισήχθησαν πέρυσι περίπου 58.000 τόνοι συμπυκνωμένου γάλακτος, το οποίο σε αραιωμένη μορφή υπερβαίνει τους 200.000 τόνους.

Οι Ελληνες αγελαδοτρόφοι -όπως μας αναφέρουν οι δύο εκπρόσωποι των φορέων της ελληνικής κτηνοτροφίας- είναι εκτεθειμένοι σε ένα νέο περιβάλλον πιέσεων και αυξημένης μεταβλητότητας τιμών στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της παραγωγής γάλακτος μετά την κατάργηση του καθεστώτος των ποσοστώσεων στο γάλα τον Απρίλιο του 2015.

H επιμήκυνση της διάρκειας ζωής του φρέσκου γάλακτος από τις 5 στις 7 ημέρες και εν συνεχεία η πλήρης απελευθέρωση σε συνδυασμό με την κατάργηση της υποχρέωσης αναγραφής της χώρας προέλευσης του γάλακτος, το μόνο που πέτυχε είναι να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των εισαγωγών γάλακτος, το οποίο συχνά βαφτίζεται ελληνικό, καταφέροντας ένα ακόμα πλήγμα στην ελληνική γαλακτοπαραγωγό αγελαδοτροφία αλλά και τη γαλακτοβιομηχανία παραγωγής φρέσκου ελληνικού γάλακτος.

Ο κλάδος της ελληνικής αγελαδοτροφίας συρρικνώνεται επικίνδυνα σε αριθμό μονάδων, σε όγκο παραγωγής, σε αριθμό ζώων. Ο αριθμός των αγελαδοτρόφων της χώρα μας μειώνεται δραματικά κάθε χρόνο. Ετσι από 8.640 εκμεταλλεύσεις το γαλακτοκομικό έτος 2003-2004 εγκατέλειψε το 61% το 2014-2015.

ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΜΙΣΙΟΝ
Πανάκριβα πληρώνουν οι Ελληνες το γάλα

Πολύ ακριβά πληρώνουν το γάλα πλήρες απλής παστερίωσης οι Ελληνες καταναλωτές.

Σύμφωνα με στοιχεία τελευταίας επίσημης έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αποκαλύπτει σήμερα το «Εθνος», καθώς και με επεξεργασία τιμών που έχει κάνει η εφημερίδα, η Ελλάδα έχει την έκτη υψηλότερη τιμή συγκριτικά με άλλες 20 χώρες – ευρωπαϊκές, ανάμεσά τους και η Τουρκία.

Η μέση τιμή πέντε επώνυμων προϊόντων και ιδιωτικής ετικέτας που παράγουν ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες είναι στα 1,22 ευρώ το λίτρο. Το εύρος των τιμών είναι από τα 0,97 ευρώ μέχρι και 1,39 ευρώ το λίτρο. Οι συσκευασίες είναι πέντε, παράγονται από τέσσερις επιχειρήσεις, ενώ η μία φέρει τη φίρμα σούπερ μάρκετ (ιδιωτικής ετικέτας).

Η χαμηλότερη τιμή ανάμεσα στα 21 κράτη συναντάται στην Πολωνία και είναι 0,66 ευρώ το λίτρο. Αν κάνουμε τη σύγκριση με την αντίστοιχη της χώρας μας, τότε προκύπτει ότι οι Ελληνες καταναλωτές αγοράζουν ακριβότερα κατά 84% το γάλα σε σχέση με τους Πολωνούς. Το αμέσως φθηνότερο από την Ελλάδα γάλα είναι στην Αυστρία και έχει μέση τιμή τα 1,09 ευρώ το λίτρο. Αρα τα νοικοκυριά στη χώρα μας αγοράζουν το γάλα σε σχέση με άλλα 14 κράτη ακριβότερα από 12% έως και 84%.

Υψηλότερες τιμές από την Ελλάδα έχουν η Νορβηγία (2,01 ευρώ το λίτρο), η Ιταλία (1,44 ευρώ), το Λουξεμβούργο (1,39 ευρώ), η Ελβετία (1,36 ευρώ) και η Κύπρος (1,32 ευρώ το λίτρο).

Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, τα αίτια της υψηλότερης λιανικής τιμής πώλησης του γάλακτος αποδίδονται:

1 Στην κατακερματισμένη και μικρή κτηνοτροφία. Αφενός ο αριθμός των αγελαδοτρόφων-παραγωγών στη χώρα μας είναι μικρός και αφετέρου δεν είναι οργανωμένος σε ομάδες παραγωγών ή συνεταιρισμών ώστε να πετυχαίνουν οικονομίες κλίμακος και άρα και κόστους. Σε άλλες χώρες οι παραγωγοί είναι καλύτερα οργανωμένοι. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες της Κεντρικής Ευρώπης προέρχονται από συνεταιρισμό αγελαδοτρόφων.

2 Στην περιορισμένη έκταση χορτολιβαδικών εκτάσεων στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα είναι οι παραγωγοί να αναγκάζονται να αγοράζουν ακριβές και εισαγόμενες ζωοτροφές προκειμένου να θρέψουν επαρκώς τα κοπάδια τους.

3 Στη γεωλογική δομή της Ελλάδας (βουνά και νησιά) και την έλλειψη επαρκών οδικών αξόνων αλλά και ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Το αποτέλεσμα είναι να ανεβαίνει το μεταφορικό κόστος των γαλακτοβιομηχανιών, όπως επίσης να είναι και υψηλό το κόστος των συσκευασιών που επιστρέφονται. Αν και βέβαια αυτό εξαλείφθηκε με την επιμήκυνση της διάρκειας ζωής στις επτά ημέρες (Απρίλιος του 2014) και τη μετέπειτα νέα νομοθετική παρέμβαση που δίνει τη δυνατότητα στις γαλακτοβιομηχανίες να απελευθερώσουν τη διάρκεια ζωής.

4 Στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ. Στην Ελλάδα το γάλα έχει ΦΠΑ 13%, όταν στην Ολλανδία είναι 6%, στο Ηνωμένο Βασίλειο 0%, στη Γαλλία 5,5%, στη Γερμανία 7%, στην Ισπανία 4% κ.ο.κ.

Κ. Νάνος – Χρ. Κολώνας

Via : www.ethnos.gr