Νικόλας Σεβαστάκης

Πολλοί αυτές τις μέρες σχολίασαν τη γενική αδιαφορία για τις ανησυχαστικές ειδήσεις της ελληνοτουρκικής έντασης και των κραδασμών στην ανατολική Μεσόγειο και γύρω από την Κύπρο. Κάποιοι υπέθεσαν ότι οι πολίτες δεν πείθονται από τα λόγια και τις κινήσεις της απερχόμενης κυβέρνησης και του πρωθυπουργού (σύγκλιση ΚΥΣΕΑ κ.λπ.). Αν όλο αυτό εντάσσεται και σε μια γραμμή προεκλογικής δραματοποίησης, γιατί οι υποψιασμένοι να το πάρουν στα σοβαρά;   Όμως η κατάσταση δείχνει σοβαρή και, βέβαια, ο Ερντογάν και το σύστημα εξουσίας του δεν είναι προβλέψιμοι παίκτες. Όταν ένα καθεστώς έχει δώσει σαφή σημάδια αυταρχικής παγίωσης στο εσωτερικό του με χιλιάδες φυλακίσεις και απολύσεις, με διώξεις αντιφρονούντων και διαρκή εθνικιστικό μεγαλοϊδεατισμό, πώς μπορεί κανείς να μένει ατάραχος; Και όμως, δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να συμβεί το χειρότερο. Μετρούν δεκαετίες, μάλιστα, που δεν το πιστεύουμε – άλλο αν μπορεί να ισχυριζόμαστε πως κι αυτό είναι μια πιθανότητα και τίποτα δεν μπορεί, φυσικά, να αποκλειστεί. Πολλές φορές βάζουμε στο στόμα μας γνώμες και προβάλλουμε εικασίες γιατί απλώς πρέπει να μη φανούμε αδιάφοροι και ξεκομμένοι από την πραγματικότητα και τους κινδύνους της. Κανένας προφανώς δεν θέλει να τον χαρακτηρίσουν ελαφρύ ή ανεύθυνο και «στον κόσμο του».

Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα μιας πολεμικής αναμέτρησης μας είναι τελείως ξένη. Αυτό σημαίνει πως τη σκεφτόμαστε μόνο ως ατύχημα, ως παρεξήγηση ή στημένη φάρσα. Το βάζουμε για λίγο στον νου μας σαν μιας-δυο ημερών αναστάτωση. Έπειτα, κάτι θα γίνει και ένα ολόκληρο σύστημα κατευνασμού και διασφάλισης θα «σταματήσει την πορεία της σύγκρουσης».   Στο πίσω μέρος του μυαλού έχουμε ακόμα την ιδέα ενός διεθνούς συστήματος που λειτουργεί και παράγει αποτελέσματα. Παρά το ότι απαντούμε όλο δυσπιστία και περιφρόνηση για τις συμμαχίες μας και τη διεθνή κοινότητα, υπάρχουμε στην καθημερινότητά μας σαν «να έχουμε πλάτες». Να το παράδοξο: η ορφάνια και μια κάποια αδικημένη μοναχικότητα υπήρξαν ανέκαθεν στην καρδιά της νεοελληνικής ιδεολογίας.   Την ίδια στιγμή, οι περισσότεροι επαναπαυόμαστε στην ύπαρξη μιας αόρατης τάξης που, όπως η αγορά (στη σκέψη ορισμένων φιλελεύθερων), νομίζουμε ότι θα εναρμονίζει πάντοτε τα δικά μας συμφέροντα με αυτά των άλλων. Σαν να υπάρχει κάπου ένας Κόφτης των συγκρούσεων και ένας ρυθμιστής των κινδύνων.

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και χρόνια ζούμε μεταπολεμικά. Όσο κι αν διάφορα μικροσυστήματα και ιδεολογικές συντεχνίες συνεχίζουν στην φαντασία τους τον πόλεμο, οι περισσότεροι δεν μπορούν να τον διανοηθούν. Η ιδέα της ένοπλης σύγκρουσης κρατών μάς είναι συγχρόνως αφόρητα οικεία –από εικόνες, έργα, αναπαραστάσεις και μαρτυρίες– και ανεπίστροφα μακρινή.   Με μια λέξη: δεν πιστεύουμε στο πραγματικό ενδεχόμενο του πολέμου. Γιατί; Γιατί αυτή η χώρα είναι «παραδόξως νεωτερική», όπως γράφει στο τελευταίο του βιβλίο ο Γιάννης Βούλγαρης. Η νεωτερικότητα της χώρας είναι φτιαγμένη από αντιφάσεις και ασυνέπειες ‒ κι αυτό ακριβώς της πρόσφερε πολλές επιτυχίες στην Ιστορία.

Τις ίδιες αυτές δεκαετίες που εξατμίστηκε η ιδέα του πολέμου από μέσα μας, διανοούμενοι, επιφυλλιδογράφοι, κοινωνικοί σχολιαστές, θα δουν την απόλεμη ψυχολογική συνθήκη ως πτώση στο κενό και παθητικότητα μιας γερασμένης κοινωνίας. Γι’ αυτό και ακούγονται οι εκκλήσεις για έναν μαχητικό πατριωτισμό ικανό να σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο της υπαρξιακής απειλής.

Ο πολύ σημαντικός Παναγιώτης Κονδύλης είδε στον «μαζικοδημοκρατικό ηδονισμό» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας την παρακμή του φρονήματος και εν τέλει την ευάλωτη θέση της χώρας απέναντι στον τουρκικό μιλιταρισμό. Το σχήμα που αντιπαραθέτει έναν τρυφηλό και ατομικιστή Έλληνα στον τουρκικό μηχανισμό κάθετης κινητοποίησης και φανατισμού έχει τους οπαδούς και τους διακινητές του.

Παραμένει, όμως, η εντύπωση ότι σε κοινωνίες σαν τη δική μας η ιδέα του πολέμου είναι εξωτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να συμβεί ένας πόλεμος αλλά ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να οργανώσουν την καθημερινότητά τους πάνω σε αυτή την έγνοια. Γι’ αυτό και βλέπουμε τους πολίτες «στον κόσμο τους», ενώ τα νέα δεν είναι καθόλου καλά και από την Αλβανία μέχρι την Τουρκία η αστάθεια και οι απειλές πολλαπλασιάζονται. Με μια έννοια, προσποιούμαστε σαν να είναι όλα αυτά όπως τα γεγονότα του αστυνομικού δελτίου: μας ανησυχούν προσωρινά, μας ερεθίζουν στιγμιαία και αμέσως γλιστρούν στη λήθη μιας ζωής που δεν χωράει το τραγικό.

Υπάρχουν, έτσι, αυτοί που θα ήθελαν να δώσουν τραγικό βάθος στην ελληνική καθημερινότητα: θα ήθελαν να την αποσπάσουν βιαίως από τα «ευτελή» οικονομικά, να την βγάλουν, όπως λένε, από τον «μικροαστικό της βούρκο». Από πολύ καιρό υπάρχει αυτό το πρόγραμμα που απευθύνει προειδοποιήσεις για τις αυταπάτες της αστικής ζωής και κυρίως για την τάση της να ξεχνάει το ενδεχόμενο των πολέμων, των εθνικών ή ταξικών συγκρούσεων. Όμως οι προειδοποιήσεις μένουν, κατά κανόνα, χωρίς αποτέλεσμα.

Οι περισσότεροι αρπάζονται απ’ τις δυνάμεις της λησμονιάς και της ανακούφισης για να συνεχίσουν να ζουν. Δεν θέλουν να τους σηκώνουν από τις ξαπλώστρες ή από τις φανταστικές ξαπλώστρες στα μπαλκόνια της καλοκαιρινής πόλης. Αυτό είναι το ανεξάλειπτο μυστήριο των «φιλελεύθερων κοινωνιών», ακόμα και εκείνων που δεν ανταποκρίνονται στα αμιγή κριτήρια ενός δυτικού μοντέλου.

Είναι ρηχή η άποψη πως αυτή η βαθύτερη απροθυμία συνιστά απλώς καπρίτσιο του «κακομαθημένου Έλληνα». Το ίδιο και το να θεωρεί κανείς πως ο κόσμος παραμένει ασυγκίνητος γιατί αυτή η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν γίνεται πια πιστευτή ό,τι κι αν πει. Κάτι άλλο συμβαίνει που δεν λύνεται με ξόρκια και ευχολόγια, ούτε φυσικά με τον πικρόχολο συντηρητισμό όσων νοσταλγούν μια μυθοποιημένη εθνεγερσία. Ίσως δεν μπορούμε να πιστέψουμε στον πόλεμο επειδή τον έχουμε καταχωρίσει στα επετειακά χρονικά και στις τελετές της συλλογικής μας μνήμης.

Ο πόλεμος είναι για τους νεότερους ένας αρχαίος πρόγονος. Ζούμε το παρόν και μας είναι πια αδύνατο να δούμε τους εαυτούς μας ως πρόσφυγες. Η δημοκρατία μας, όσα ρήγματα και πάθη κι αν την κλονίζουν, μοιάζει μ ένα προστατευτικό πέπλο που μας εμποδίζει να κοιτάξουμε κατάφατσα το κακό.

Αυτή είναι όμως και η πλευρά της που χρειάζεται προσοχή και αντίβαρα: έχουμε ανάγκη από ένα σοβαρό πολιτικό σύστημα που θα υπενθυμίζει πειστικά ότι η δημοκρατία είναι και τα δύο, και ησυχία και ανησυχία. Ότι δεν είναι μόνο οργάνωση μιας πεζής καθημερινότητας με λιγότερη βία αλλά και ικανή να χειριστεί πραγματικές απειλές και κρίσεις. Το ένα δίχως το άλλο οδηγούν είτε σε ήττες είτε σε πανικούς της τελευταίας στιγμής. Θα ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να μας τύχει.

via:lifo