Γιώργος Βέλτσος

Εμεινα κατάπληκτος με την αισιοδοξία του καθηγητή της Πολιτικής Επιστήμης Γιάννη Βούλγαρη: «Η κοινωνία συσσωρεύει σχεδόν σιωπηλά ένα μεταρρυθμιστικό δυναμικό που συσκοτίζεται από τη μονότονη καταστροφολογία του δημόσιου λόγου» («Τα Νέα», 17 Νοεμβρίου 2012). Και είμαι βέβαιος ότι και οι ομοϊδεάτες του πολιτικοί μεταξύ ΔΗΜΑΡ και ΠαΣοΚ, που αναζητούν τον «τρίτο πόλο», από την ίδια αισιοδοξία διακατέχονται.

Οι τριτοπολικοί πολιτικοί (και επιστήμονες) όμως μέσα από τη νωθρότητα των αμφιθεάτρων, τη φλυαρία των στρογγυλών τραπεζιών και την αμηχανία των κομμάτων τους φαίνεται ότι δεν αντιλαμβάνονται τι συσσωρεύεται πράγματι στην κοινωνία: η οργή. (Ακόμη και αυτή η αντικειμενική εφημερίδα που τους φιλοξενεί συχνά διαπίστωνε στον οργισμένο πρωτοσέλιδο τίτλο της περασμένης Κυριακής πως «Η τρόικα κάνει μπίζνες».)

Στ’ αλήθεια, κάτω από αυτές τις συνθήκες της πιο σκληρής επιτροπείας μπορεί κανείς να συνέρχεται και να συνεταιρίζεται με την αφέλεια; Να θεωρεί χρήσιμες τις μεταρρυθμίσεις που υπαγορεύονται από τον κυνικότερο εκβιασμό; Να συντάσσει κείμενα ελπίδας χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τη ριζική αδυνατότητα του δημοκρατικού διαβήματος και μάλιστα σε χώρα με μειωμένη κυριαρχία; (Λοιδορούμενος ο Ζίζεκ εις μάτην προειδοποιεί: «Κάθε προσωρινή πρόσκαιρα επιτυχημένη λύση ενός επί μέρους προβλήματος ενέχει μια αναγνώριση του πλανητικού ριζικού αδιεξόδου». Πολλώ μάλλον, οι μεταρρυθμίσεις για το πειραματόζωο του πλανητικού αδιεξόδου, την Ελλάδα.)
Μεταρρυθμίσεις θα υπάρξουν μόνο όταν απορρυθμιστεί ο μηχανισμός περιγραφής του «πολιτικού» από τους ειδήμονες. Οταν, δηλαδή, επισημανθεί ο σύνδεσμος με τον οποίο η λέξη «μεταρρύθμιση» προβάλλεται για να δηλώσει μια νέα, υποτίθεται, κατάσταση πραγμάτων. Προφανώς ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος δεν είναι άλλος από τη «συντήρηση». Το ζήτημα λοιπόν δεν τίθεται μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών αλλά μεταξύ περιγραφισμού και αντιπεριγραφισμού. Και πάλι, ούτε και αυτές οι δύο θεωρητικές μεθοδεύσεις επαρκούν, διότι το ζήτημα είναι αν τα ονόματα (μνημόνιο ή αντιμνημόνιο) αναφέρονται επακριβώς στα αντικείμενα που καταδηλώνουν. (Μνημόνιο σημαίνει εξάρτηση; Αντιμνημόνιο, ανεξαρτησία; Ή οι δύο αυτοί όροι κατά κυριολεξία σημαίνουν έκθεση με ειδική αναφορά σε συγκεκριμένη υπόθεση και το αντίθετό της;) Οπότε κατά τι διαφέρουν οι περιγραφές των μεταρρυθμιστών από τις αντιπεριγραφές του Τσίπρα; Αμφότεροι, δεν αντιλαμβάνονται τη ριζική ενδεχομενικότητα της ονοματοθεσίας, δηλαδή ότι η ίδια η ονοματοθεσία συγκροτεί αναδρομικά την αναφορά της. (Το μνημόνιο – αντιμνημόνιο δεν είναι εξάρτηση ή ανεξαρτησία, ούτε προθετικό περιεχόμενο ούτε πρωταρχικός σύνδεσμος της λέξης και του πράγματος.)
Δεν είναι λοιπόν η καταγγελία ή όχι του μνημονίου το ζητούμενο αλλά ό,τι κρύβεται παραμορφωμένο πίσω από τις θέσεις των μεν και των δε, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε ιδεολόγημα. Είτε περιγράφουν το νόημα είτε περιγράφουν τον τρόπο, συντάσσονται με το πιο απατηλό ιδεολόγημα: τον ανθρωπομορφισμό της αλήθειας.
Η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μόνον οικονομική. Είναι κυρίως ιδεολογική. Και εξαιτίας της οι θεσμοί (κόμματα, πανεπιστήμιο, ερευνητικά κέντρα) λειτουργούν με χρονοκαθυστέρηση.
Με τα οικονομικά μέτρα επιστρέψαμε στην Ελλάδα του ’70, από την οποία ουδέποτε απομακρυνθήκαμε ιδεολογικά και διανοητικά. Οπότε δεν είναι τα νούμερα του χρέους που δεν βγαίνουν αλλά οι αριθμητικές πράξεις που τα λογαριάζουν. Ο ένας είμαστε για τον άλλον ο αχρεώστητος λογαριασμός σε μια χώρα που βουλιάζει από χρέη.

via ΤΟ ΒΗΜΑ – Ο αχρεώστητος λογαριασμός – γνώμες.