Μπορεί να θέλουν να το ξεχάσουν, αλλά αρκετοί από τους πρωταγωνιστές της σημερινής πολιτικο-δικαστικής κρίσης έχουν ξαναζήσει μια παρόμοια υπόθεση πριν από πολλά χρόνια.

Μόνο που τότε άλλα υποστήριζαν ορισμένοι απ’ αυτούς. Ηταν Νοέμβριος του 1993. Η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είχε πέσει και στις εκλογές της 10.10.1993 είχε αναδειχτεί νικητής ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Μιλτιάδης Εβερτ είχε μόλις εκλεγεί πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.

Το σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου στα «Νέα» (25.11.1993) |

Το πρώτο νομοσχέδιο που κατέθεσε ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Κουβελάκης συνάντησε τη σφοδρή αντίθεση του Αρείου Πάγου και ειδικά του προέδρου του ανώτατου δικαστηρίου Βασιλείου Κόκκινου.

Οι διατάξεις του νομοσχεδίου αφορούσαν πολλά θέματα (εξ ου και «πολυνομοσχέδιο»), αλλά εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συνεδρίασε και κατέληξε σε γνωμοδότηση που έκρινε το νομοσχέδιο αντισυνταγματικό.

Παρόμοια θέση είχε και η Ν.Δ., η οποία ζητούσε φορτικά στη Βουλή την απόσυρση του νομοσχεδίου. Ο Μ. Εβερτ συναντήθηκε μάλιστα με τον Β. Κόκκινο και δήλωσε ότι παρέχει πλήρη πολιτική κάλυψη στους αρεοπαγίτες που το χαρακτήρισαν αντισυνταγματικό.

Οι εφημερίδες του 1993 με τη σύγκρουση κυβέρνησης – Αρείου Πάγου για την αντισυνταγματικότητα του νόμου Κουβελάκη | |

Το κεντρικό στοιχείο της αντιπαράθεσης του 1993 είναι ταυτόσημο με το σημερινό επίδικο. Δηλαδή, σε ποιο βαθμό μπορεί η νομοθετική εξουσία να ελέγχει τη δικαστική ή, αντίστροφα, σε ποιο βαθμό μπορεί η δικαστική εξουσία να περιορίζει τη νομοθετική. Με άλλα λόγια, πώς τίθεται σήμερα το ζήτημα της «διάκρισης» των εξουσιών που έχουμε κληρονομήσει από τον Μοντεσκιέ (ή, κατά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, από… τον Ρουσό).

Ο Γ. Κουβελάκης είχε τότε δηλώσει ότι «σε καμιά περίπτωση η ερμηνεία του Συντάγματος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την υπονόμευση θεσμικών μεταβολών».

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος ως κυβερνητικός εκπρόσωπος είχε δηλώσει στην αρχή: «Με την ίδια προσοχή που η κυβέρνηση στη Βουλή θα λάβει υπόψη της την απλή γνώμη της Ολομέλειας, με την ίδια προσοχή και τα μέλη του Αρείου Πάγου που μετείχαν σ’ αυτή τη συνεδρίαση θα λάβουν υπόψη τους τις συζητήσεις στη Βουλή».

Και για όποιον δεν κατάλαβε, την επομένη επανήλθε με απόλυτη σαφήνεια: «Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη δεν σημαίνει αντιπολιτευόμενη Δικαιοσύνη. Οσοι το πιστεύουν αυτό, έχουν παρεξηγήσει βαθύτατα το νόημα των θεσμών μας».

Τον είχε τότε κατηγορήσει η πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Ν.Δ., Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη, ότι αμφισβητεί «το δικαίωμα του ανωτάτου δικαστηρίου που προκύπτει από το Σύνταγμα».

Ο υπουργός Εργασίας Ευάγγελος Γιαννόπουλος είχε «πολιτικοποιήσει» το ζήτημα: «Ο κ. Κόκκινος θα ηττηθεί στη Βουλή. Θα πάρω κι εγώ τον λόγο και θα μιλήσουμε για τον συντηρητικό Αρειο Πάγο μέχρι το 1989 και τον υπερδεξιό Αρειο Πάγο τον σημερινό». Ο Νίκος Κωνσταντόπουλος χαρακτήρισε την απόφαση του Αρείου Πάγου «προϊόν πολιτικής σκοπιμότητας και αυταρχικών κύκλων της Δικαιοσύνης».

Πιο κατηγορηματικός ο Ανδρέας Λοβέρδος, θα αποφανθεί: «Το επιχείρημα περί αντισυνταγματικότητας που στη χώρα μας ενισχύει μόνιμα τα πολιτικά -και συχνά τα μικροπολιτικά- επιχειρήματα των οργάνων της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας, αρχίζει να δελεάζει και το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο.

Θα πρέπει όμως εδώ να σημειωθεί ότι αυτού του είδους ο πολιτικός λόγος, που εκμεταλλεύεται τεχνηέντως το Σύνταγμα προσπαθώντας ν’ αντλήσει νομιμοποίηση από το κύρος του, αν για τους πολιτικούς είναι δείγμα λαϊκισμού, για τους δικαστές είναι μορφή συμπεριφοράς από το Σύνταγμα απαγορευμένης.

Και επιτέλους πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα πως παν τι κακόν, αρνητικόν, ακατάλληλον, αναποτελεσματικόν κ.ο.κ. δεν είναι κατ’ ανάγκην και αντισυνταγματικό. Και αντιστρόφως.

Οι αντιρρήσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν βάση εποικοδομητικού διαλόγου, αφού την προοπτική αυτή ακυρώνει από μόνο του το ανώτατο αυτό δικαστήριο με την εμπλοκή του στη δίνη του πολιτικού και κομματικού ανταγωνισμού».

Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή είχε αποκαλέσει «νονούς του Δικαίου» την ηγεσία της Δικαιοσύνης, ενώ ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης είχε υποστηρίξει ότι καμιά γνωμοδότηση της Ολομέλειας δεν μπορεί να φαλκιδεύσει τη λαϊκή εντολή και κατέληγε: «Το πράγμα μοιάζει απίστευτο. Επιβεβαιώνει δε μια παλιά αλήθεια: ότι δεν υπάρχει χειρότερη κακοποίηση του Συντάγματος από εκείνη που επιχειρείται κάποιες φορές από ορισμένους δικαστές για την εξυπηρέτηση συντεχνιακών συμφερόντων».

Στην υπόθεση έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο βέβαια και ο Τύπος. Από τη μια μεριά υπήρχαν άρθρα που μιλούσαν για «μαύρο μέτωπο από τον Κόκκινο» και «αντίδραση στον εκδημοκρατισμό της Δικαιοσύνης» (εφ. «Εθνος», 24.11.1993) και από την άλλη άρθρα που θεωρούσαν «κόλαφο για την κυβέρνηση» την απόφαση του Αρείου Πάγου (εφ. «Απογευματινή», 24.11.1993).

Μάλιστα τα «Νέα» είχαν τότε κατονομάσει σε πρωτοσέλιδο αφιέρωμα τους «34 αρεοπαγίτες φίλους του Κόκκινου» (25.11.1993).

Η σύγκρουση της κυβέρνησης απ’ τη μια μεριά και της Ν.Δ. με την πλειοψηφία του ανώτατου δικαστηρίου από την άλλη κατέληξε στην υποχώρηση του Γ. Κουβελάκη, ο οποίος υποχρεώθηκε να αποσύρει ορισμένα άρθρα του νομοσχεδίου. Η απειλή της απόρριψης του νόμου ως «αντισυνταγματικού» είχε πιάσει τόπο.

Μικρή λεπτομέρεια, που έχει κι αυτή τη σημασία της. Τις ίδιες μέρες που το νομοσχέδιο Κουβελάκη προκαλούσε τόσο έντονες αντιπαραθέσεις, ο Ευάγγελος Βενιζέλος κατέθεσε ως υφυπουργός Τύπου τον «νέο νόμο για τα κανάλια», σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος διόριζε τον πρόεδρο της ΕΡΤ ενώ τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης μειώνονταν από 11 σε 9, και η πλειοψηφία τους (τα 5 μέλη) διορίζονταν από την κυβέρνηση.

Ηταν ακόμα τα πρώτα βήματα της ιδιωτικής τηλεόρασης, αυτά που καθόρισαν τη γιγάντωση εκείνου του φαινομένου το οποίο ονομάστηκε από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη «διαπλοκή».

Via : www.efsyn.gr